Η παρουσίαση των ανασκαφικών εργασιών στον Τύμβο Καστά, με επικεφαλής την αρχαιολόγο κυρία Κατερίνα Περιστέρη, το Σάββατο δεν είχε τελικά τόσο χαρακτήρα επιστημονικής ανακοίνωσης όσο περισσότερο ανάλυσης των δεδομένων που έχουν προκύψει από την αρχαιολογική σκαπάνη στην Αμφίπολη την περίοδο 2012-2014. Έλειπε η ισχυρή τεκμηρίωση με «δεμένα» στοιχεία για την «ταυτότητα» του ταφικού μνημείου ως προς την κατασκευή, τη χρονολόγηση του συνόλου των στοιχείων που το συνθέτουν και τον κρίκο που το ενώνει με συγκεκριμένο πρόσωπο ή πρόσωπα. Ωστόσο, αυτό ήταν σχετικά αναμενόμενο, μια και τώρα ξεκινά ουσιαστικά η μελέτη για τη σύνδεση των ευρημάτων με αρχαιολογικά και ιστορικά συμπεράσματα.

Δεν έλειψε πάντως το ενδιαφέρον, μια και με τις ερωτήσεις αρχαιολόγων και επιστημόνων άλλων ειδικοτήτων αλλά και των δημοσιογράφων φάνηκε, αν μη τι άλλο, ότι χρειάζεται ακόμα χρόνος για να δοθούν με πληρότητα απαντήσεις για το μνημείο της Αμφίπολης.

Πάντως η ανασκαφική ομάδα εξέφρασε την πεποίθησή της ότι ο περίβολος και το ταφικό μνημείο τοποθετούνται χρονικά στο τελευταίο τέταρτο του 4ου π.Χ. αιώνα. Και αυτό με βάση κατασκευαστικά στοιχεία, τη σχέση με τον λέοντα της Αμφίπολης, που θεωρούν ότι βρισκόταν στην κορυφή του τύμβου, το ψηφιδωτό, καθώς και τα εγχάρακτα γράμματα των τεχνιτών από το ελληνικό αλφάβητο (ιδιαίτερα το Ε και το Α) στα μάρμαρα του περιβόλου.

Υπό την προστασία των τελευταίων Μακεδόνων

Η κυρία Περιστέρη επεσήμανε ότι στον τελευταίο θάλαμο όπου εντοπίστηκε ο κιβωτιόσχημος τάφος δεν βρέθηκαν κτερίσματα εκεί, συμπληρώνοντας όμως: «Ίσως αλλού»… Φάνηκε να συνδέει την παρατήρηση αυτή με τη γεωσκοπική διερεύνηση που γίνεται για τον εντοπισμό άλλων τάφων στον τύμβο. Επεσήμανε ότι έχουν βρεθεί σε άλλους χώρους κτερίσματα και νομίσματα του 2ου π.Χ. αιώνα (εποχή με τους τελευταίους Μακεδόνες που προστάτευαν το μνημείο, όπως είπε) και του 3ου μ.Χ. αιώνα.

Στις επίμονες δημοσιογραφικές ερωτήσεις για τα οστά που βρέθηκαν στο όρυγμα του τρίτου θαλάμου – τέταρτου χώρου, η κυρία Περιστέρη επέμεινε να είναι φειδωλή. Η ανθρωπολογική έρευνα θα δώσει τις απαντήσεις για στοιχεία που αφορούν το προσώπο που ετάφη εκεί, ανέφερε σταθερά. Αυτή τη φορά στις διατυπώσεις της χρησιμοποιούσε αρσενικό και θηλυκό προσδιοριστικό για το νεκρό άτομο («νεκρός ή νεκρή» έλεγε κάθε τόσο). Βέβαια διατυπώθηκαν οι εκτιμήσεις της ανασκαφικής ομάδας που συγκλίνουν στην άποψη ότι πρόκειται για κάποιον σημαντικό άντρα.

Ύστερα από επανειλημμένες ερωτήσεις για τα οστά, για τη θέση του σκελετού αλλά και για την καθυστέρηση στην ανθρωπολογική μελέτη, έκανε παρέμβαση η γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού κυρία Λίνα Μενδώνη. Είχε αποφασίσει να μη μιλήσει, όπως είπε, αλλά «με έχουν προκαλέσει και οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις»…

Γρίφος ο σκελετός

Για να συνεχίσει λέγοντας τα εξής: «Όπως είχαμε γράψει στο δελτίο Τύπου, ο σκελετός βρέθηκε αποσπασματικά εντός και εκτός του ταφικού ορύγματος. Επομένως το κρανίο βρέθηκε σε κάποια απόσταση από το όρυγμα. Ακριβώς απ’ έξω από το όρυγμα –λέω ακριβώς γιατί έτυχε τη συγκεκριμένη στγμή να είμαι παρούσα, δεν ήμουν όταν βρέθηκε το κρανίο– βρέθηκε η σιαγόνα, η κάτω γνάθος. Μέσα στο όρυγμα βρέθηκε το μεγαλύτερο μέρος του σκελετικού υλικού, που αν παρατηρήσει κανείς τα οστά βλέπει ότι έχει και τα μεγάλα κόκαλα των ποδιών και τα κόκαλα των χεριών, έχει πλευρά, έχει μέρη της σπονδυλικής στήλης και έχει λεκάνη, η οποία από την πτώση των άνω λίθων είναι σε πολύ αποσπασματική κατάσταση ώστε να μην επιτρέπει στους αρχαιολόγους και μόνο να λένε αν μπορούν να συνθέσουν λεκάνη γυναικεία ή αντρική, γιατί περί αυτού πρόκειται. Αν δηλαδή υπάρχουν οι οπές οι οποίες είναι στους γυναικείους σκελετούς. Η οπή αυτή δεν μπορεί να να αναγνωρισθεί ούτε από τον αρχαιολόγο ούτε από τον αρχιτέκτονα ούτε από τον μηχανικό, ακριβώς γιατί η λεκάνη είναι σπασμένη και σε πολλά κομμάτια. Είναι διαμελισμένη. Αφαιρέθηκαν, όπως είπε η κυρία Περιστέρη, και αυτό μπορώ να το πω, γιατί το είδα τουλάχιστον σε κάποια διαδικασία, μαζί τα χώματα και κόκαλα, για τον πολύ απλό λόγο αν το σύγχρονο γενετικό υλικό, δηλαδή αν τα χερια των εργατών, των αρχαιολόγων, τα δικά μου που ήμουν εκεί ή του φωτογράφου άγγιζαν το υλικό αυτό, αυτομάτως θα εξαφάνιζαν ή θα διατάρασσαν πληροφορίες τις οποίες μπορεί να έχει διασώσει η γη παρά τις κακές συνθήκες και παρά την υγρασία που όλες αυτές τις εκατονταετίες δημιούργησαν σαφέστατα προβλήματα στο σκελετικό υλικό (…)».

Εξήγησε επίσης ότι η «θεωρητική», όπως τη χαρακτήρισε, καθυστέρηση που υπάρχει στο ποια ομάδα θα κάνει τις εξετάσεις αυτές οφείλεται στο ότι δεν αρκεί να είναι ένας άνθρωπος, αλλά πολλαπλές ειδικότητες στους ανθρωπολόγους και πρέπει να συγκροτηθεί μια ομάδα η οποία να ακολουθήσει την ίδια μεθοδολογία και να είναι της ίδιας «σχολής».

Όπως σημείωσε η κυρία Μενδώνη, το υπουργείο και η ανασκαφική ομάδα πιστεύουν στην επάρκεια του ελληνικού επιστημονικού δυναμικού και γίνεται έρευνα ώστε να επιλεγούν έλληνες επιστήμονες, οστεοανθρωπολόγοι. Αυτό, όπως εξήγησε, απαιτεί χρόνο.

Ο τάφος είναι ένα μικρό τμήμα του τύμβου

Η μελέτη του τάφου ο οποίος, σύμφωνα με τον αρχιτέκτονα κ. Μιχάλη Λεφαντζή, μέλος της ανασκαφικής ομάδας, «αποτελεί μόνο ένα μικρό τμήμα του τύμβου», είναι ακόμα αντικείμενο έρευνας.

Πάντως θεωρεί ότι ο τάφος και ο τύμβος από άποψη οικοδομικής φάσης κατασκευής συνταυτίζονται. Έδειξε εικόνες αναπαράστασης του τρόπου με τον οποίο κατασκευάστηκε ο περίβολος με τη χρήση μαρμάρων Θάσου αλλά και ο λέοντας.

Τα μάρμαρα ξηλώθηκαν, σύμφωνα με τον κ. Λεφαντζή, κατά τα ρωμαϊκά χρόνια. Το υλικό αυτό λιθολογήθηκε. Ήταν συνολικά πάνω από 3.000 κομμάτια και χρησιμοποιήθηκε για πάρα πολλά χρόνια σε ολόκληρη την περιοχή σε επανάχρηση για την κατασκευή βάθρων σε μνημεία, μέχρι τον 5ο-6ο αιώνα λιθολόγημα. Ίσως είναι το μόνο μνημείο στην περιοχή αυτή με τόσο πολύ μάρμαρο το οποίο ξαναχρησιμοποιήθηκε, σημείωσε. Βρήκε επίσης τις ράμπες που υποδηλώνουν το ξεφόρτωμα – αφαίρεση του μαρμάρου από την κορυφή. Στα ρωμαϊκά χρόνια πρέπει να έγινε, όπως τονίζει, και η κατάχωση του τάφου.

Ανακαλύπτοντας ξανά τον λέοντα

Τη σχέση του λέοντος της Αμφίπολης με τον Τύμβο Καστά ο κ. Λεφαντζής την ανέδειξε λέγοντας μια ιστορία που την ξεκίνησε από τον 20ό αιώνα.

Ορόσημο; 3 Οκτωβρίου 1916: «Σήμερα έγινε η επιχείρηση κατάληψης του Γενίμπεη. Χρησιμοποιήσαμε 6 φορτηγίδες στο ποτάμι για να κουβαλήσουμε τα πυροβόλα στις οχυρές θέσεις γύρω από το ποτάμι. Σήμερα θα φτάσουμε στο Ρούπελ, μάλλον μέχρι το τέλος της ημέρας».

Αυτό έγραφε ο άγγλος διοικητής της ταξιαρχίας η οποία ήταν έτοιμη τότε να μεταφέρει στο Λονδίνο 1.000 κομμάτια από το περίβολο του τύμβου Καστά, από την Αμφίπολη (Γενίμπεη, όπως την έλεγαν), μαζί με το λιοντάρι.

Με τη βοήθεια των σκαπανέων, ο γιατρός της ταξιαρχίας και τρεις αρχαιολόγοι που ήταν στρατευμένοι τα συγκέντρωσαν. Τα έντεκα κομμάτια του λέοντος που βρέθηκαν από το 1911 και το 1912, σε ακτίνα δυο μιλίων μέσα στον Στρυμόνα σε ρωμαϊκά και βυζαντινά φράγματα για την αποξήρανση της λίμνης του Αχινού, είχαν γύρω τους αυτά τα 1.000 κομμάτια. Οι Άγγλοι τα φόρτωσαν σε φορτηγίδες πιστεύοντας ότι βρήκαν ένα μεγάλο λιοντάρι και τα κομμάτια από ένα τεράστιο βάθρο και συνέχισαν να τα μεταφέρουν μέχρι που οι Βούλγαροι και οι Αυστριακοί βούλιαξαν τις φορτηγίδες. Έτσι αυτό το εγχείρημα απέτυχε και τα κομμάτια έμειναν για πάρα πολλά χρόνια στον πάτο του Στρυμόνα, στο σημείο όπου είναι σήμερα η γέφυρα.

Από το 1919, αρχαιολόγοι χρονολογούν στο τελευταίο τέταρτο του 4ου π.Χ. αιώνα τόσο τα κομμάτια του περιβόλου όσο και το λιοντάρι, ως σύνολο. Το 1935 ο Ροζέ και ο Μπρονίρ εκπονούν μελέτες για το λιοντάρι και το βάθρο του, όπως έκαναν αργότερα και άλλοι για το γλυπτό και τα μάρμαρα. Ωστόσο η μελέτη των ορθοστατών, των βάσεων και των γείσων έγινε με μεγάλη επιμονή και επιμέλεια από τον Στέφανο Μίλερ. Αποτύπωσε μοντέλο του υλικού και έκανε μια πρώτη τεκμηρίωση. Όμως, όπως επεσήμανε ο κ. Λεφαντζής, δεν μέτρησε τις λεπτές κλίσεις που εμφανίζουν τα πλευρικά μέτωπα των λίθων με γωνία μικρότερη των 90 μοιρών, όπως και καμπυλώσεις στα οριζόντια τμήματα της περιταίνιας, που υποδηλώνουν την ύπαρξη μιας τοιχοποιίας σε ένα τεράστιο οικοδόμημα.

Το θεμέλιο που θεωρείτο ότι είναι βάθρο του λέοντος είναι ένα οικοδόμημα του οποίου το μαρμάρινο υλικό είναι τοποθετημένο σε δεύτερη χρήση.

Το συμβατικό βάθρο του Οσκαρ Μπρονίρ, εξ ολοκλήρου κατασκευασμένο από τον περίβολο του Τύμβου Καστά, δημιούργησε για περισσότερο από ένα αιώνα «σημείο αναφοράς για τα βάθρα άλλων ανάλογων γλυπτών δημιουργώντας ιστορικά ένα λάθος» σημειώνει ο κ. Λεφαντζής.

Τα μαρμάρινα κομμάτια που βρέθηκαν in situ στον περίβολο του Τύμβου Καστά, διατηρημένα για χρόνια κάτω από το χώμα, έχουν σαφή ομοιότητα με τα εκείνα που βρέθηκαν στο ποτάμι και τα οποία είχαν επιχειρήσει να μεταφέρουν οι Άγγλοι. Ο κ. Λεφαντζής σημείωσε ότι υπήρχε η εσφαλμένη εντύπωση ότι τα κομμάτια βρέθηκαν όλα στο ίδιο σημείο ή σε δύο σημεία του Στρυμόνα. Αυτό είναι λάθος, είπε. Βρέθηκαν σε μια ακτίνα περίπου 5 χιλιομέτρων από τον Λόφο 133 μέχρι και τη Γέφυρα και συγκεντρώθηκαν από τους Άγγλους εκεί.

Η ανασκαφική ομάδα έκανε την ταύτιση των μελών, γνωρίζοντας ότι υπάρχουν 475 κομμάτια διάσπαρτα στο Λιοντάρι. Παράλληλα, ανέμεναν εδώ και τρία χρόνια να πέσει η στάθμη του Στρυμόνα, κάτι που έγινε και εντοπίστηκαν ακόμη 58 στον λιθότοπο. Οι ανασκαφείς θεωρούν ότι άλλα κομμάτια βρίσκονται επίσης στο θεμέλιο του φράγματος της Κερκίνης, από όπου δεν μπορούν να αφαιρεθούν, αλλά, όπως λέει ο κ. Λεφαντζής, μπορεί να γίνει μια εξαιρετική αποκατάσταση του περιβόλου του Λόφου Καστά τα επόμενα χρόνια. Παράλληλα, εκτιμάται ότι κομμάτια του περιβόλου υπάρχουν στα τείχη της ακρόπολης της Αμφίπολης.

Ο αρχιτέκτονας έχει εξαγάγει συμπεράσματα για τη συνολική γεωμετρία της κατασκευής του περιβόλου του Τύμβου Καστά σε σχέση με το ταφικό σήμα στην κορυφή. Εκτιμά μάλιστα ότι το άγαλμα του λέοντος κοιτούσε Νοτιοανατολικά.

Σε… δεύτερο πλάνο ο Δεινοκράτης

Παρά τις συχνές αναφορές που έκανε, μέχρι πρότινος, η κυρία Περιστέρη στον Δεινοκράτη, τον αρχιτέκτονα και συνεργάτη του Μ. Αλεξάνδρου, αυτή τη φορά χρειάστηκε ερώτηση δημοσιογραφου για να αναφερθεί το όνομά του. Η επικεφαλής της ανασκαφής επανέλαβε ότι η ανασκαφική ομάδα θεωρεί ότι ο Δεινοκράτης ενδέχεται να είναι το πρόσωπο που είχε την αρχιτεκτονική σύλληψη και κατασκευαστική υλοποίηση του ταφικού μνημείου.

Παράλληλα, διευκρινίσεις έδωσε ο κ. Λεφαντζής, ο οποίος έχει μελετήσει τις μαθηματικές σχέσεις που διέπουν το μνημείο και τον χώρο στον Τύμβο Καστά, συσχετίζοντας με αναλογίες που χρησμιποιούσε ο Δεινοκράτης. Παρατήρησε με έμφαση ότι η αναφορά στον Δεινοκράτη ως πιθανό αρχιτέκτονα που κατασκεύασε το μνημείο δεν σημαίνει ότι πρέπει να δημιουργούνται συνειρμοί και συσχετίσεις με τον Μ. Αλέξανδρο…