«Σφίξε με κι ενωμένα τα χείλη ας μένουν / φίλα με, τα φιλιά και νεκρούς ανασταίνουν…». Ποιος δεν έχει άραγε σιγοτραγουδήσει αυτούς τους στίχους; Κι όμως, ελάχιστοι γνωρίζουν ότι το εν λόγω πασίγνωστο βαλσάκι αποτελεί επαναλαμβανόμενο μοτίβο στο «Πικ Nικ», την οπερέτα του Θεόφραστου Σακελλαρίδη που παρουσιάζει η Καμεράτα υπό τον καλλιτεχνικό διευθυντή της Γιώργο Πέτρου σε συμπαραγωγή με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών προσκαλώντας τους φιλόμουσους της πρωτεύουσας σε ένα τρελό αποκριάτικο πάρτι!
Με οπερέτα όμως γιορτάζει την Αποκριά και η Εθνική Λυρική Σκηνή απευθύνοντας τη δική της πρόσκληση σε ένα γοητευτικό ταξίδι στη χώρα του μειδιάματος μέσα από το έργο που αποτελεί σήμα κατατεθέν της μεγάλης βιεννέζικης σχολής: ο λόγος για την περίφημη «Νυχτερίδα» του Γιόχαν Στράους υιού που παρουσιάζεται στην ελληνική γλώσσα, σε νέα παραγωγή και σε σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Ευκλείδη. Γνωστός για τη συμβολή του στην αναβίωση και τη νεωτερική προσέγγιση της οπερέτας, ο σκηνοθέτης μεταφέρει εν προκειμένω τη δράση του έργου στην αθηναϊκή μπουρζουαζία της δεκαετίας του ’60.
Τα τελευταία χρόνια η οπερέτα έχει επανακάμψει δριμύτερη στην πολιτιστική ζωή της πρωτεύουσας και ίσως όχι μόνο αυτής. Η επιστροφή του είδους στο ρεπερτόριο της ΕΛΣ, η μεγάλη επιτυχία του σακελλαρίδειου «Βαφτιστικού» που παρουσίασε η Καμεράτα στο Μέγαρο το 2012 αλλά και ανεξάρτητες παραγωγές, όπως η «Κόρη της Καταιγίδος» του ίδιου συνθέτη από τις «Οπερες των Ζητιάνων» και οι «Απάχηδες των Αθηνών» του Νίκου Χατζηαποστόλου στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης συντέλεσαν αποφασιστικά. Αναζητώντας τις αιτίες του ανανεωμένου ενδιαφέροντος για ένα είδος το οποίο επί δεκαετίες είχε περιέλθει σε λήθη, οι βασικοί συντελεστές έχουν πολλά να πουν…
Γαμήλιο «Πικ Νικ»

Ο Γιώργος Πέτρου μιλά με μεγάλο θαυμασμό για τον Θεόφραστο Σακελλαρίδη, τον «πατέρα» της ελληνικής οπερέτας. «Πρόκειται για σπουδαίο συνθέτη, έναν χείμαρρο που κατορθώνει να «χωνεύει» όλα τα στυλ της εποχής του αλλά και της προηγούμενης και δημιουργεί ένα νέο, προσωπικό ύφος το οποίο είναι μεν εξευρωπαϊσμένο, αλλά… μυρίζει Αθήνα!» λέει ο βραβευμένος αρχιμουσικός. Και συνεχίζει: «Χαρακτηριστική είναι η απάντηση του Σακελλαρίδη όταν κάποτε τον ρώτησαν πού σπούδασε: «Στο σπίτι μου, στους Αμπελοκήπους» απάντησε αφοπλιστικά… Κι όμως, αυτός ο νεαρός συνθέτης είχε αφομοιώσει τους συνθέτες της γαλλικής και της βιεννέζικης σχολής, τον Οφενμπαχ, τον Στράους, τον Λέχαρ. Γνώριζε την ιταλική όπερα ενώ είχε υπόψη του και τα πρώτα ακούσματα της τζαζ και του σουίνγκ που έκαναν τότε δειλά-δειλά την εμφάνισή τους στα σαλόνια της Ευρώπης. Καταλαβαίνει κανείς πόσο δύσκολο ήταν αυτό το 1910 που το μουσικό υλικό δεν κυκλοφορούσε με την ευκολία με την οποία κυκλοφορεί σήμερα…».
Το «Πικ Νικ», οπερέτα σε τρεις πράξεις, παρουσιάστηκε στο θέατρο Πανελλήνιον το 1915 και σημείωσε τεράστια επιτυχία. Το λιμπρέτο του Νικόλαου Λάσκαρη αναφέρεται σε μια σειρά από ξεκαρδιστικές περιπέτειες και παρεξηγήσεις οι οποίες λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια ενός γαμήλιου πικ νικ, ή αλλιώς «δείπνου εκ συμβολής» επί το ελληνικότερον, το οποίο διοργανώνει ο νικητής του λαχείου «υπέρ της αποξήρανσης της Μεσογείου», με αφορμή τους αρραβώνες της κόρης του. Φαρσικές καταστάσεις και απίθανες παρεξηγήσεις, ερωτικές περιπλοκές και αναπάντεχες ανατροπές εκτυλίσσονται σε έναν πραγματικό «κήπο των απολαύσεων» στη «μαγευτική Κολοκυνθού» των αρχών του 20ού αιώνα.
Παραμύθι στη σκηνή

Ο Γιώργος Πέτρου (ο οποίος μετά τον «Βαφτιστικό» με την Καμεράτα στο Μέγαρο συνεργάστηκε και με την Εθνική Λυρική Σκηνή σε μια ακόμη οπερέτα του Σακελλαρίδη, τη «Χαλιμά») δεν κρύβει τον ενθουσιασμό του για την επιμελή αποκατάσταση του μουσικού κειμένου του «Πικ Νικ» και στο σημείο αυτό επισημαίνει την ουσιαστική συμβολή του μουσικολόγου Γιάννη Τσελίκα από το Κέντρο Ελληνικής Μουσικής.
Με ανάλογο ενθουσιασμό μιλά ο αρχιμουσικός και για τη σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού, ο οποίος επιχειρεί την πρώτη του αναμέτρηση με το λυρικό θέατρο. «Χρησιμοποιεί στοιχεία της εποχής του έργου, υπάρχει δηλαδή η παράμετρος της νοσταλγίας, τα χρώματα είναι πολύ ζωντανά, η ατμόσφαιρα παραμυθένια, αλλά το κυριότερο, είναι ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης τη δραματουργία και βγάζει μέσα από ένα κείμενο του 1915 κάτι τρομερά σύγχρονο και έξυπνο…» σχολιάζει χαρακτηριστικά. Ταυτόχρονα, δεν παραλείπει να επισημάνει τη σύμπραξη ενός πολυπρόσωπου επιτελείου πρωταγωνιστών, λυρικών τραγουδιστών αλλά και ηθοποιών.
Αναφερόμενος στην αναβίωση του ενδιαφέροντος για την οπερέτα ο Γιώργος Πέτρου δεν το συνδέει τόσο με τη νοσταλγία όσο με μια τάση επιστροφής στην εγχώρια παραγωγή. «Δεν ξέρω αν οφείλεται στην κρίση ή αν τώρα πια εμείς οι νεότεροι αγαπάμε και πιστεύουμε σε αυτή την παραγωγή. Προσωπικά, τη σχέση που έχω με την παλιά μουσική θα μπορούσα να τη χρησιμοποιήσω για να στηρίξω αυτά τα έργα τα οποία και αξία έχουν και μιλούν στη γλώσσα μας».
Η «Νυχτερίδα» είναι έργο συνυφασμένο με αυτή καθαυτή την πορεία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής: με το αριστούργημα του Γιόχαν Στράους υιού εγκαινιάστηκαν οι εκδηλώσεις της ΕΛΣ στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου στις 5 Μαρτίου 1940. Το έργο είχε δοθεί στα ελληνικά και έκτοτε παρουσιάζεται σταθερά στη γλώσσα μας: η μετάφραση της νέας παραγωγής είναι του Δημήτρη Δημόπουλου και πρωταγωνιστούν μερικοί από τους πιο διακεκριμένους μονωδούς της νεότερης γενιάς, ενώ συμμετέχει το μπαλέτο της Λυρικής σε χορογραφία της α’ χορεύτριας Μαρίας Κουσουνή. Την ευθύνη της μουσικής διεύθυνσης έχουν οι αρχιμουσικοί Μιχάλης Οικονόμου, Ζωή Τσόκανου και Ανδρέας Πυλαρινός.
Στην προκειμένη περίπτωση ο Αλέξανδρος Ευκλείδης μεταφέρει τη δράση του έργου στα αστικά σαλόνια της Αθήνας και στις καμπάνες του «Αστέρα» της Βουλιαγμένης, τη δεκαετία του ’60. Μάλιστα, το πάρτι του σοβιετικού πρέσβη Ορλόφσκι διοργανώνεται το βράδυ της 20ής Απριλίου 1967, παραμονή του στρατιωτικού πραξικοπήματος, ενώ το ξημέρωμα της επομένης βρίσκει τους ήρωες στα κρατητήρια. Στη διάρκεια της παράστασης οι συνταγματάρχες της χούντας συναντούν τους σοβιετικούς κοσμοναύτες, τα αντίπαλα στρατόπεδα του Ψυχρού Πολέμου θερμαίνουν τις σχέσεις τους υπό την επήρεια της σαμπάνιας, ενώ τα μπαλέτα Κίροφ κονταροχτυπιούνται με αυτά της όπερας του Παρισιού. «Η διαδικασία της μεταφοράς στα καθ’ ημάς είναι συνυφασμένη με την οπερέτα» εξηγεί ο Αλέξανδρος Ευκλείδης. «Και η ίδια η «Νυχτερίδα»» συνεχίζει «η οποία πλέον έχει περάσει στο πεδίο του κλασικού, στην εποχή της γνώρισε τοπικές διασκευές στις διαφορετικές χώρες που παίχτηκε… Είναι ένα έργο βιεννέζικο αλλά αυτό συμβαίνει χάρη στη μουσική, όχι λόγω της υπόθεσης».
Πραξικόπημα-οπερέτα

Πώς οδηγήθηκε όμως στη μεταφορά της δράσης στη συγκεκριμένη συγκυρία; «Η ιδέα για την παράσταση της «Νυχτερίδας» διαμορφώθηκε μέσα από κάποιους αυθαίρετους συνειρμούς: τη συγγένεια των λέξεων «πραξικόπημα» και «οπερέτα», την ιδιομορφία του έργου το οποίο περιγράφει μια ιστορία που ξεκινά το απόγευμα σε ένα σαλόνι και καταλήγει το ξημέρωμα σε μια φυλακή, το μυστηριώδες πρόσωπο του Ορλόφσκι το οποίο με δελέασε να προβάλω επάνω του το σοβιετικό φαντασιακό και, κυρίως, την προσωπική μου εμμονή για εκδοχές έργων του μουσικού θεάτρου που αντλούν έμπνευση από κομβικές στιγμές της ελληνικής ιστορίας» σημειώνει συγκεκριμένα ο σκηνοθέτης.
Ο Αλέξανδρος Ευκλείδης εξηγεί ότι επιδίωξή του δεν είναι να δημιουργήσει ένα πλαίσιο διαγγελματικό ή να δώσει στο έργο διαστάσεις σημαντικών πολιτικών μηνυμάτων. Ο σκοπός του είναι να ενεργοποιηθούν οι κωμικοί μηχανισμοί έτσι ώστε να αναδειχθεί όσο περισσότερο γίνεται η πραγματική ουσία της «Νυχτερίδας»: μιας κωμωδίας μουσικού θεάτρου. «Δεν έχω διάθεση να δώσω στην παράσταση διάσταση ιστορικής πραγματείας, ούτε να παίξω με την ιστορική ακρίβεια. Εξ ου και στο επίπεδο της γλώσσας δεν θελήσαμε να δώσουμε μια απόχρωση της δεκαετίας του ’60» λέει συγκεκριμένα αναφερόμενος στη νέα μετάφραση που έρχεται να διαδεχθεί αυτή του Αγγελου Τερζάκη, με την οποία παιζόταν το έργο ως σήμερα στην ΕΛΣ.
Νέοι δρόμοι

Με δεδομένη και την εμπειρία του τα τελευταία χρόνια στο είδος, ο Αλέξανδρος Ευκλείδης θεωρεί πολύ σημαντικό το γεγονός ότι η οπερέτα βρίσκει εκ νέου τον δρόμο προς τη σκηνή. «Ουσιαστικά από τη δεκαετία του ’60, οπότε η Λυρική σταμάτησε να παρουσιάζει συστηματικά οπερέτες, ως το 2010 που άρχισαν να επιστρέφουν στο ρεπερτόριο έργα για πολύ μεγάλο διάστημα ξεχασμένα, υπήρχε ένα μεγάλο κενό. Η ανατροπή αυτής της κατάστασης είναι θετικό και ελπιδοφόρο γεγονός» λέει συγκεκριμένα.
Ο ίδιος αποδίδει την αναβίωση του ενδιαφέροντος στην ίδια την επαφή με τα έργα η οποία είναι αποκαλυπτική. «Η επαφή αυτή» εξηγεί «είχε διακοπεί λόγω αδυναμίας πρόσβασης στο υλικό: από το σύνολο της ελληνικής παραγωγής του Μεσοπολέμου, η οποία αριθμεί γύρω στα 500 έργα, πραγματικά προσβάσιμα ήταν δύο ή τρία. Παράλληλα, το ερευνητικό ενδιαφέρον ήταν πολύ μικρό για πολλά χρόνια».
Εργα, όχι τραγουδάκια

Ο Αλέξανδρος Ευκλείδης θεωρεί ιδιαίτερα σημαντική τη συμβολή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και του καλλιτεχνικού διευθυντή της Μύρωνα Μιχαηλίδη στην επανάκαμψη της οπερέτας καθώς «δεν συνέχισε στη λογική των ποτ πουρί η οποία ενδεχομένως είναι ενδιαφέρουσα, αλλά στην πραγματικότητα δεν περιποιεί τιμή στο είδος. Το ενδιαφέρον αναβιώνει όταν παρουσιάζονται ολόκληρα έργα. Το να επιλέγουμε απλώς τραγουδάκια και να κάνουμε παραστάσεις που στοχεύουν στη νοσταλγία δεν είναι επιστροφή στο είδος…».
Ο σκηνοθέτης θεωρεί πως πράγματι υπάρχει μια διάθεση ρετρό σήμερα στον κόσμο. «Το ρετρό πουλάει» λέει χαρακτηριστικά. Ο ίδιος δηλώνει πως δεν τον ενδιαφέρει καθόλου αυτή η διάσταση. Τη θεωρεί ιδεολογικά προβληματική και καλλιτεχνικά επικίνδυνη. Τελικά το ρετρό είναι μια τεχνητή ανάγκη, λέει. «Αναρωτιέμαι: Νοσταλγία γιατί και από ποιον; Σχεδόν κανένας σημερινός θεατής δεν έχει πραγματική σχέση ως ενήλικος με την πρωτογενή παραγωγή της οπερέτας. Αυτό που υπάρχει είναι μια νοσταλγία για τα παλιά τραγούδια, για αυτό που λέμε «παλιά Αθήνα» αλλά όλο αυτό είναι έμμεσο, επί της ουσίας δεν έχει σχέση με το καλλιτεχνικό ιδίωμα της οπερέτας. Το είδος αυτό είναι του εδώ και του τώρα, το χαρακτηριστικό αυτό είναι βασική παράμετρος την οποία, καταδικάζοντάς το στη νοσταλγία, απλώς δεν τη βλέπουμε».
Ο Αλέξανδρος Ευκλείδης θεωρεί πως η κρίση έχει να κάνει με την αναβίωση της οπερέτας. Πιστεύει πως μέσα σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία αναζητούμε πράγματα τα οποία μπορούν να μας κάνουν υπερήφανους, συνειδητοποιούμε ότι πρέπει να σταθούμε στα πόδια μας μέσα από ένα είδος που δεν είναι δάνειο, αλλά δικό μας. «Είναι σημαντικό να δούμε τι έχουμε και όχι να κλαψουρίζουμε για αυτό που δεν έχουμε» καταλήγει.

Η ανακάλυψη του χαμένου θησαυρού
Αναφερόμενος στην αναβίωση του ενδιαφέροντος για την οπερέτα, ο Αλέξανδρος Ευκλείδης κάνει ιδιαίτερη μνεία στη δημοσίευση της μελέτης του θεατρολόγου Μανώλη Σειραγάκη με τίτλο «Το ελαφρό μουσικό θέατρο στη μεσοπολεμική Αθήνα» (εκδόσεις Καστανιώτη). «Η εικόνα που έφερε στο φως η συγκεκριμένη μελέτη είναι αποκαλυπτική, καθώς ανέτρεψε την ιδέα που είχαμε ως τότε για τη μουσικοθεατρική ζωή στον Μεσοπόλεμο και συνέβαλε αποφασιστικά στη συνειδητοποίηση της ανάγκης μιας εκ νέου ανακάλυψης ενός χαμένου θησαυρού» εκτιμά ο σκηνοθέτης.

«Η οπερέτα σαφώς αποτύπωνε την καθημερινή ζωή, αλλά απέφευγε την απευθείας πολιτική σάτιρα, σε αντίθεση με την «εξαδέλφη» της, την επιθεώρηση, η οποία έφερε έντονο το στοιχείο της επικαιρικότητας»
λέει από την πλευρά του ο Μανώλης Σειραγάκης. «Η οπερέτα προτίμησε να διατηρήσει τη χρήση μύθου, μια πλοκή συγκεκριμένη και όχι σπονδυλωτά νούμερα» συνεχίζει. Ο ίδιος αποδίδει την απουσία πολιτικής σάτιρας στο είδος σε πολλούς και διάφορους λόγους. Ωστόσο, σε αντίθεση με την κοινή αίσθηση, λέει πως η οπερέτα δεν ήταν απολίτικη. «Το πρώτο δείγμα του είδους, όμως, το «Θάλαττα – θάλαττα» του Σακελλαρίδη υπέστη ανηλεή επέμβαση της λογοκρισίας. Μιλάμε για το 1909, λίγες ημέρες πριν από το κίνημα στο Γουδί. Εφτασε στα χέρια του ίδιου του πρωθυπουργού Θεοτόκη, ο οποίος ζήτησε από τους δημιουργούς να ξαναγραφεί ολόκληρη η τρίτη πράξη και να αλλάξει ο τίτλος. Μιλάμε για ωμή παρέμβαση… Επειτα από αυτό, θεωρώ ότι η οπερέτα κράτησε αποστάσεις από την πολιτική σάτιρα…».
Ο Μανώλης Σειραγάκης υποστηρίζει ότι σαφώς μπορούμε να κάνουμε λόγο για ελληνική σχολή οπερέτας. «Μια γενική αρχή είναι ότι, παίρνοντας ως βάση τις δύο μεγάλες σχολές, τη γαλλική και τη βιεννέζικη, στις άλλες χώρες δημιουργούνται τοπικές παραλλαγές και διαφοροποιήσεις. Η δική μας εκδοχή είναι μάλλον αθηνοκεντρική, όπως ακριβώς και η επιθεώρηση, με την οποία, όπως προανέφερα, μοιράζονται πολλά κοινά. Το σίγουρο είναι ότι η μεσοπολεμική περίοδος είναι πραγματικός θησαυρός για την οπερέτα».
Από την πλευρά του θεωρεί ότι η εκ νέου στροφή στην οπερέτα έχει να κάνει με τη διαπίστωση ότι ένα σημαντικό μέρος μιας παραγωγής εγχώριας αγνοήθηκε επί μακρόν. Παράλληλα, κατά την άποψή του, είναι και μια αντίδραση στα μεγαλόπνοα αισθητικά οράματα τα οποία, τελικά, σπάνια υλοποιούνται. «Η προσδοκία ότι θα δει κανείς μια παράσταση η οποία θα του αλλάξει τη ζωή παραμένει συχνά προσδοκία» σχολιάζει. «Οπότε, το να καταφύγει κανείς σε ένα είδος το οποίο απλώς θα τον διασκεδάσει για τρεις ώρες, όσο δυσκολότερες είναι οι κοινωνικές συνθήκες, τόσο πιο εύκολο αποδεικνύεται».

πότε & πού:

Το «Πικ Νικ» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη παρουσιάζεται από τις 19 ως τις 28 Φεβρουαρίου, για 12 παραστάσεις, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη). Η «Νυχτερίδα» του Γιόχαν Στράους υιού παρουσιάζεται από τις 22 Φεβρουαρίου ως τις 18 Μαΐου, για 15 παραστάσεις, στο θέατρο Ολύμπια.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ