Η µελιτζάνα µάς συστήνεται επισήµως ως Solanum melongena. Με το λαµπερό, βαθύ µοβ δέρµα της, χωρίς αµφιβολία είναι µια από τις πιο όµορφες κυρίες του µπαξέ. Είναι κοσµοπολίτισσα και πολυταξιδεµένη.

Οι πρόγονοί της – σε αρκετά µικρότερο µέγεθος από το σηµερινό – ήταν ιθαγενή φυτά στη µεγάλη περιοχή που απλώνεται από τη Βόρεια Ινδία, την πάλαι ποτέ Μπούρµα, και τη Βόρεια Ταϊλάνδη ως τη Νότια Κίνα. Σε σανσκριτικά κείµενα που χρονολογούνται από το 300 π.Χ. η µελιτζάνα αναφέρεται µε διάφορα ονόµατα όπως, για παράδειγµα, «shakasreshta», που σηµαίνει «εξαιρετικό λαχανικό», ως τροφή αλλά και ως φάρµακο.

Στην Ινδία τη θεωρούσαν βασίλισσα των λαχανικών και στην Κίνα εντοπίζεται σε µια πραγµατεία για τα φυτά που γράφτηκε την περίοδο της δυναστείας Τζιν (265-316 µ.Χ.) και κατατάσσεται ανάµεσα στις «ασφαλείς» για τον αυτοκράτορα τροφές.

Οι αρχαίοι Ελληνες και οι Ρωµαίοι µάλλον δεν συστήθηκαν ποτέ µαζί της, κατάφερε όµως να φτάσει στην Περσία και να τραβήξει το ενδιαφέρον του φιλόσοφου και αλχηµιστή Αλ Ραζί (865-925), που αναφέρει οδηγίες για τη χρήση της. Από εκεί, µαζί µε τους Αραβες, ταξίδεψε µέχρι την Αφρική.

Τον 7ο και 8ο αιώνα, ακολουθώντας τους µουσουλµάνους, η χάρη της έφτασε στη λεκάνη της Μεσογείου. Η αναφορά της στην πραγµατεία του Ανδαλουσιανού Αβερρόη (όπως αυτό) τον 11ο αιώνα δείχνει ότι ήταν πλέον ευρέως γνωστή στη Νότια Ισπανία και από εκεί, αιώνες αργότερα, περνά στη γαλλική κουζίνα.

Διαφορετικές απόψεις

Στο µενού των Ιταλών µπήκε περίπου τον 13ο αιώνα και λίγα χρόνια αργότερα φτάνει στην Ελλάδα. Τα αισθήµατα των Ευρωπαίων του Μεσαίωνα για τη µελιτζάνα ήταν διφορούµενα. Από τη µία τη «στόλιζαν» µε απαγορεύσεις και προειδοποιήσεις και από την άλλη την ευλογούσαν για τις διατροφικές και φαρµακευτικές ιδιότητές της. Η στυφή γεύση της θεωρούσαν ότι προκαλούσε µελαγχολία και επιθετικότητα, γι’ αυτό και την περιέγραφαν σαν «µεγάλο αχλάδι, αλλά µε κακές ιδιότητες». Μια αντίληψη που συνεχίστηκε για αιώνες και την οποία δεν κατόρθωσε να αλλάξει ούτε ο Λουδοβίκος ΙΔ’, όταν θέλοντας να εντυπωσιάσει τους καλεσµένους του τους σέρβιρε µελιτζάνες στο βασιλικό δείπνο.

Τη φήµη της αποκατέστησαν κατά κάποιον τρόπο οι βοτανολόγοι της Αναγέννησης δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στις αφροδισιακές ιδιότητές της και έτσι τον 16ο αιώνα, εκτός από mala insana (τρελό µήλο), αναφερόταν και ως µήλο της αγάπης (poma amoris), όπως και η ντοµάτα.

Πηγή έµπνευσης

Στα επόµενα χρόνια η δηµοτικότητά της απογειώνεται, ταξιδεύει στον Νέο Κόσµο µαζί µε τους Πορτογάλους και τους Ισπανούς θαλασσοπόρους και αποτελεί πηγή έµπνευσης για ζωγράφους όπως ο Βιτσέντζο Κάµπι, ο Χέντρικ βαν Μπάλεν, ο Αντόνιο Μαντσίνι και ο Ανρί Ματίς.

Παρ’ όλο που οι βοτανολόγοι µέχρι τον 19ο αιώνα θεωρούσαν ότι πρόκειται µάλλον για διακοσµητικό φυτό παρά βρώσιµο λαχανικό, ευτυχώς µπήκε δυναµικά στην παγκόσµια κουζίνα.

Από τότε, «ένας αέρας µελιτζάνας» – patlican metlemi (όπως έλεγαν ποιητικά οι Τούρκοι τον «νότιο άνεµο», επειδή όταν φυσούσε είχε τη µυρωδιά από τη φωτιά που έψηναν τις µελιτζάνες) – πνέει στην υφήλιο.