Ρίχνοντας μια ματιά στο «Σαν Σήμερα», το μάτι μου έπεσε στην 8η Φεβρουαρίου 1981. Αποφράδα ημέρα για τον Ολυμπιακό και το ελληνικό ποδόσφαιρο, κάτι σαν ειρωνική, μακάβρια φάρσα της μοίρας, θαρρείς για να μας διδάξει πως η απόσταση ανάμεσα στη μέθη του θριάμβου και το θρήνο της καταστροφής μπορεί και να ‘ναι πολύ πιο μικρή απ’ όσο νομίζουμε…

Η Τραγωδία της Θύρας 7 δεν έχει προηγούμενο στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Τα γεγονότα είναι γνωστά, και είναι μάλλον περιττό να τα παραθέσουμε αναλυτικά. Αρκεί να αναφέρουμε πως 21 νέα παιδιά πέθαναν από ασφυξία κατά την έξοδό τους από τη Θύρα 7 του Σταδίου Καραϊσκάκη μετά το τέλος ενός θριαμβευτικού, για τους ερυθρόλευκους, ντέρμπι με την ΑΕΚ. Τους θρήνησε όλη η φίλαθλη Ελλάδα, ανεξάρτητα από συλλογικά χρώματα και ποδοσφαιρικές συμπάθειες (ο κυρ-Σωκράτης δεν είχε κάνει ακόμα την εμφάνισή του στα ποδοσφαιρικά πράγματα, κι ο Ολυμπιακός ήταν τότε για μας τους άλλους απλά ένας αντίπαλος – όχι ο ορισμός του απόλυτου κακού!).

Αν και βρέθηκα πολύ κοντά στο χώρο της τραγωδίας, ευτύχησα να μην έχω άμεσες εικόνες της φρίκης. Ήταν η χρονιά που τελείωνα το Πανεπιστήμιο στην Αθήνα και ετοιμαζόμουν για υπερατλαντικά ταξίδια. Εκείνη την Κυριακή συναντήθηκα, μετά από καιρό, με έναν αγαπητό μου καθηγητή από τα χρόνια του σχολείου, φανατικό Ολυμπιακό. Είχα δύο εισιτήρια για το «Καραϊσκάκη», και τον κάλεσα να πάμε να δούμε μαζί το ντέρμπι, ως φίλοι κι αντίπαλοι μαζί! Αν θυμάμαι καλά, ήμασταν στη Θύρα 1, σχεδόν δίπλα από το πέταλο που βρισκόταν απέναντι από την «7».

Ο νεαρός Στέλιος Μανωλάς έκανε τότε τα πρώτα του βήματα στην ΑΕΚ. Με την απειρία του, «κατόρθωσε» να αποβληθεί, αφήνοντας από νωρίς την ομάδα με 10. Το αποτέλεσμα είναι σε όλους γνωστό: 6-0 (ένα αποτέλεσμα που κανένας φίλος του Ολυμπιακού δεν πανηγύρισε, αφού επισκιάστηκε από το τραγικό συμβάν…). Για να αποφύγουμε το συνωστισμό, αφήσαμε να αδειάσει το γήπεδο πριν κατέβουμε τα σκαλιά προς την έξοδο.

Από την άλλη μεριά του «Καραϊσκάκη» ακούγονταν σειρήνες και υπήρχε η αίσθηση της γενικής αναστάτωσης. Υποθέσαμε όμως πως θα ήταν κάποιοι «θερμόαιμοι» φίλαθλοι που πανηγύριζαν. Το αυτοκίνητο βρισκόταν μακριά απ’ την «7», κι έτσι δεν περάσαμε από κει φεύγοντας.

Μετά από μια βόλτα για καφέ, πήρα το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι. Θα ήταν βραδάκι όταν έφτασα. Ανοίγοντας την πόρτα, είδα τους γονείς μου σε κατάσταση αλλοφροσύνης, να μιλούν στο τηλέφωνο με κάποιον απ’ την αστυνομία, στον οποίο προσπαθούσαν να εξηγήσουν ότι ήμουν αγνοούμενος! Βλέπετε, εκείνοι είχαν πληροφορηθεί από την τηλεόραση αυτό που εγώ, αν και παρών στον τόπο της τραγωδίας, αγνοούσα…

Ας θυμόμαστε πάντα τα παιδιά που χάθηκαν τόσο άδικα. Ευχόμενοι παράλληλα το -στερεότυπο πλην ουσιαστικό- «ποτέ ξανά»!