Το Εθνικό Σύστημα Υγείας μπορεί να συνεχίσει να προσφέρει στους πολίτες υψηλού επιπέδου υπηρεσίες υγείας με χαμηλότερο κόστος; Δύο έρευνες που διενεργήθηκαν από την εταιρεία δημοσκοπήσεων Κάπα Research, σε συνεργασία με την Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας, δείχνουν, μεταξύ άλλων, ότι πολύς κόσμος δεν είναι δυσαρεστημένος από τις υπηρεσίες υγείας παρά την υποχρηματοδότηση του Συστήματος. Θεωρούν όμως ότι ο Οργανισμός πρέπει να ενισχυθεί οικονομικά, ίσως επειδή έχουν πια αντιληφθεί ότι χωρίς τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων ο ΕΟΠΥΥ θα αποτελεί σύντομα παρελθόν. Ο υπουργός Υγείας κ. Α. Λυκουρέντζος μιλώντας προς «Το Βήμα» δεσμεύεται ότι δεν θα κοπούν παροχές υγείας, ωστόσο τονίζει ότι δίδεται αγώνας περιορισμού της σπατάλης. Τοποθετήσεις και προτάσεις για τη σωτηρία του ΕΣΥ και ειδικότερα του ΕΟΠΥΥ κάνουν ο πρόεδρος της Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής, καθηγητής κ. Δ. Κρεμαστινός, ο κοσμήτορας της ΕΣΔΥ, καθηγητής κ. Ι. Κυριόπουλος και ο πρώην αντιπρόεδρος του ΕΟΠΥΥ, λέκτορας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου κ. Κυρ. Σουλιώτης.

Εντονες είναι το τελευταίο διάστημα οι συζητήσεις σχετικά με το αν είναι δαπανηρό το σύστημα υγείας και αν μπορεί να προσφέρει τις ίδιες – αν όχι καλύτερες – υπηρεσίες στους πολίτες με μικρότερο κόστος. Τη στιγμή που η τρόικα πιέζει προς την κατεύθυνση των περικοπών, η εταιρεία δημοσκοπήσεων Κάπα Research, σε συνεργασία με την Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ), κάνει την «ακτινογραφία» του ΕΣΥ. Δύο έρευνες που διενεργήθηκαν τον περασμένο Σεπτέμβριο – η μία απευθυνόταν στους πολίτες και η δεύτερη στο ιατρικό σώμα – δίνουν πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία. Από την ανάλυσή τους προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι οι πολίτες, στη μεγάλη πλειονότητά τους (85%), είναι ικανοποιημένοι από το επίπεδο της υγείας τους. Παρά τα προβλήματα χρηματοδότησης, ο ένας στους δύο εκφράζεται θετικά για τις υπηρεσίες παροχής υπηρεσιών υγείας και ειδικότερα του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ). Πλην όμως, οι περισσότεροι θεωρούν ότι πρέπει να ενισχυθεί οικονομικά ο Οργανισμός με διάφορους τρόπους (αύξηση συμμετοχής ασφαλισμένων βάσει εισοδηματικών κριτηρίων, επιβολή φόρων σε προϊόντα που βλάπτουν την υγεία κτλ.), ενώ τάσσονται υπέρ της δημιουργίας ενός δικτύου πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας ανά δήμο.

Από την πλευρά τους, οι γιατροί σε ποσοστό 49% ζητούν την αντικατάσταση του ΕΟΠΥΥ από άλλον ενιαίο φορέα. Οι έξι στους δέκα αναφέρουν ότι δεν έχουν σύμβαση με τον ΕΟΠΥΥ, κυρίως διότι δεν είναι ικανοποιητική η αμοιβή. Η συντριπτική πλειονότητα των γιατρών δηλώνει ότι κάνει χρήση του συστήματος ηλεκτρονικής συνταγογράφησης. Σε ό,τι αφορά τους συμβεβλημένους με τον ΕΟΠΥΥ γιατρούς, σημαντικό είναι το στοιχείο που δείχνει ότι μόνο ο ένας στους δέκα εξαντλεί το πλαφόν των επισκέψεων που μπορεί να κάνει από το πρώτο δεκαπενθήμερο.
Σε ό,τι αφορά τις υποδομές πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, η Ελλάδα διαθέτει τον υψηλότερο δείκτη γιατρών ανά 1.000 κατοίκους μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ (5,7 γιατροί ανά 1.000 κατοίκους το 2010, με δεύτερη την Αυστρία με 4,6, ενώ χώρες όπως η Γερμανία και η Δανία έχουν 3,6 γιατρούς ανά 1.000 κατοίκους). Σε κάθε γιατρό αντιστοιχούν 175 κάτοικοι και 42 χρονίως πάσχοντες. Η χώρα μας διαθέτει σχεδόν πέντε κλίνες ανά 1.000 κατοίκους (με μέσο όρο στην ΕΕ τις 5,7 κλίνες) και καθεμιά από αυτές αντιστοιχεί σε 217 κατοίκους και σε 51 χρονίως πάσχοντες. Οι υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας παρέχονται μέσω 138 νοσοκομείων του ΕΣΥ, 203 Κέντρων Υγείας, 150 Μονάδων υγείας ΕΟΠΥΥ (πρώην ΙΚΑ), 175 ιδιωτικών κλινικών, 4.000 διαγνωστικών κέντρων και εκατοντάδων αγροτικών ιατρείων. Επίσης περίπου 50.000 γιατροί (ιδιώτες και του ΕΣΥ χωρίς τους οδοντιάτρους) εξυπηρετούν ασφαλισμένους, εκ των οποίων οι 30.000 πιστοποιημένοι μπορούν να συνταγογραφούν ηλεκτρονικά. «Εχουμε, δηλαδή, ποσοτικά το πιο εκτεταμένο πλέγμα σημείων παροχής υπηρεσιών υγείας μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ» συμπεραίνουν οι ερευνητές.
Προσφορά, ζήτηση και χρήση
Τον υψηλότερο δείκτη επισκέψεων σε γιατρό σε ετήσια βάση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ έχει η Ελλάδα, όπως συμπεραίνουν οι ερευνητές. Κάθε πολίτης επισκέπτεται 4,2 φορές το χρόνο κάποιον γιατρό. Ο δείκτης πάντως φαίνεται να μειώνεται αφού το 2009 ήταν 4,4. Η επισκεψιμότητα είναι συνάρτηση της ηλικίας (φθάνει ως τις 6 επισκέψεις τον χρόνο στους συνταξιούχους). Είναι επίσης υψηλότερη στις γυναίκες (πέντε επισκέψεις) σε σχέση με τους άνδρες (τέσσερις επισκέψεις).
Το 58% των πολιτών επισκέφθηκε τον τελευταίο χρόνο γιατρό του συστήματος υγείας (ΕΟΠΥΥ, ΕΣΥ κτλ.) και το 42% είδε ιδιώτη γιατρό τον οποίο πλήρωσε ο ίδιος. Για να μιλήσουμε σε απόλυτους αριθμούς, τον τελευταίο χρόνο έγιναν περίπου 20 εκατομμύρια επισκέψεις σε γιατρούς του ΕΣΥ και των Ταμείων. Ωστόσο, ο ΕΟΠΥΥ παρέχει στους ασφαλισμένους του 40 εκατομμύρια επισκέψεις τον χρόνο (23 εκατομμύρια στις μονάδες υγείας – πρώην ΙΚΑ, 13 εκατομμύρια επισκέψεις στους συμβεβλημένους γιατρούς του ΕΟΠΥΥ και 4 εκατομμύρια επισκέψεις στα απογευματινά ιατρεία γιατρών του ΙΚΑ).

Ποιότητα υπηρεσιών
Παρά τα προβλήματα χρηματοδότησης, το 42% των Ελλήνων κρίνουν θετικά τον ΕΟΠΥΥ, ενώ το ποσοστό ικανοποίησης ανεβαίνει στο 45% μεταξύ όσων έκαναν χρήση των υπηρεσιών του.
Το 86% όσων νοσηλεύτηκαν δηλώνουν ικανοποιημένοι, με τον δείκτη να παρουσιάζει σοβαρή διαφοροποίηση μεταξύ νοσοκομείων ΕΣΥ (80% ικανοποίηση) και ιδιωτικών κλινικών (96% ικανοποίηση).
Το 30% όσων επισκέφθηκαν γιατρό του συστήματος υγείας πλήρωσε κάποιο χρηματικό ποσό, δεν μπόρεσε δηλαδή να καλύψει την επίσκεψη με το ασφαλιστικό του βιβλιάριο. Επίσης, το 4,7% δηλώνει ευθέως ότι πλήρωσε «φακελάκι» για να εξυπηρετηθεί σε νοσοκομείο.
Ο έλεγχος είναι το «κλειδί»
Οι εννέα στους δέκα έλληνες γιατρούς κάνουν χρήση των συστημάτων e-syntagografisi και e-diagnosis δίδοντας τη δυνατότητα παρακολούθησης του «δρομολογίου» που κάνει ένα φαρμακευτικό σκεύασμα.
Σύμφωνα με τα δεδομένα του διαστήματος Μαρτίου – Αυγούστου 2012, το σύστημα υγείας προσέφερε στους ασφαλισμένους 36 εκατομμύρια ιατρικές πράξεις και εξετάσεις. Μάλιστα υπάρχει αναλυτική καταγραφή 2.100 διαφορετικών πράξεων και εξετάσεων (π.χ., ποιοι γιατροί τις παρήγγειλαν, σε ποια διαγνωστικά κέντρα έγιναν, πόσες εκτελέστηκαν σε εργαστήρια του ΕΣΥ κτλ.). Από αυτές το 80% πραγματοποιείται από τους συμβεβλημένους με τον ΕΟΠΥΥ φορείς (διαγνωστικές κλινικές) και το 20% από τις δομές του ΕΣΥ (νοσοκομεία, Κέντρα Υγείας, Μονάδες Υγείας – ΙΚΑ). Παρ’ ότι δόθηκε η δυνατότητα σε 10 εκατομμύρια Ελληνες να πραγματοποιούν μέσω του ΕΟΠΥΥ εξετάσεις και ιατρικές πράξεις σε ιατρικές μονάδες της επιλογής τους, η δαπάνη δεν αυξήθηκε.
Μάλιστα τα στοιχεία δείχνουν ότι η δαπάνη που καταβάλλει ο ΕΟΠΥΥ στα διαγνωστικά κέντρα και στις κλινικές για ιατρικές εξετάσεις και πράξεις δεν θα ξεπεράσει το ποσό των 500 εκατ. ευρώ. Σε αυτό φαίνεται ότι έχουν συμβάλει και οι γιατροί, τόσο οι συμβεβλημένοι με τον ΕΟΠΥΥ όσο και οι μη συμβεβλημένοι, αφού έχει μειωθεί η μέση δαπάνη ανά παραπεμπτικό. Αυτή κινείται σήμερα στα 65 ευρώ, ενώ πριν από την ηλεκτρονική καταγραφή και παρακολούθηση μέσω του e-diagnosis έφθανε τα 100 ευρώ.


Περιορισμός σπατάλης χωρίς έκπτωση ποιότητας

Τι λένε ο υπουργός Υγείας και πανεπιστημιακοί για τη βιωσιμότητα του Συστήματος Υγείας
Τη δέσμευση ότι δεν θα κοπούν παροχές Υγείας προς τους ασφαλισμένους ανέλαβε με δηλώσεις του προς «Το Βήμα» ο υπουργός Υγείας κ. Α. Λυκουρέντζος.
«Ο αγώνας που δίνουμε σήμερα είναι να περιορίσουμε τη σπατάλη χωρίς να πέσει η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών» τονίζει ο υπουργός. Οπως σημειώνει, ένα εργαλείο ελέγχου είναι «η ηλεκτρονική συνταγογράφηση, η οποία μας δίνει πολύτιμα στοιχεία για το πού παράγεται ανεξέλεγκτη φαρμακευτική δαπάνη». Μάλιστα, προσθέτει ότι υπάρχουν σοβαρές σκέψεις να επιβληθούν αυστηρές ποινές στους επίορκους γιατρούς και φαρμακοποιούς.
Ο πρόεδρος της Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής, καθηγητής Δ. Κρεμαστινός, ερωτηθείς σχετικά με τη βιωσιμότητα του Συστήματος Υγείας απαντά ότι ο δρόμος για την οικονομική εξυγίανσή της είναι πολύπλοκος. Πρώτιστα όμως, αναφέρει, πρέπει να στηριχθεί στην ποιοτική αναβάθμιση των ιατρών.
Οπως εξηγεί ο καθηγητής: «Η ποιοτική αναβάθμιση για να επιτύχει προϋποθέτει ιατρική παιδεία υψηλής στάθμης, δηλαδή ευρωπαϊκού επιπέδου εκπαίδευση και μετεκπαίδευση. Σήμερα ο γιατρός κυρίως μετεκπαιδεύεται μέσω των λεγομένων ιατρικών συνεδρίων, τα οποία σε αριθμό ίσως είναι περισσότερα και από όσα γίνονται σε όλη την Ευρώπη. Ο ιδιόμορφος αυτός τρόπος «μετεκπαίδευσης»», συνεχίζει ο κ. Κρεμαστινός, «προάγει ουσιαστικά την παραοικονομία της Υγείας. Η φαρμακευτική δαπάνη από το 2004 και μέσα σε πέντε χρόνια τετραπλασιάστηκε και από 4,5 δισ. ευρώ έφθασε τα 17 δισ. ευρώ. Τα προτεινόμενα μέτρα περικοπών από την τρόικα στους μισθούς και τις συντάξεις είναι της τάξης των 6 δισ. ευρώ. Οι αριθμοί μιλούν μόνοι τους».
Σύμφωνα με τον κ. Κρεμαστινό, η ηλεκτρονική συνταγογράφηση καλύπτει μια πλευρά του θέματος, αλλά ως την ολοκληρωτική εφαρμογή της το «party» της Yγείας συνεχίζεται.
«Εάν δεν υπάρξει μηχανισμός ελέγχου για τις κατευθυντήριες οδηγίες που ισχύουν για όλο τον κόσμο, η πολυφαρμακία με διάφορες μορφές θα συνεχιστεί και τα αναλώσιμα υλικά θα καταναλώνονται χωρίς επιστημονικό έλεγχο με αποτέλεσμα οι δαπάνες για την Yγεία να γίνουν ανεξέλεγκτες» λέει.
Αναφερόμενος στον χώρο των νοσοκομείων ο καθηγητής τονίζει ότι «άμεσα και με βάση πάντα τον χάρτη Υγείας πρέπει να ενισχυθούν τα ειδικά τμήματα σε κάθε νοσοκομείο και να συγχωνευθεί ό,τι σήμερα εμφανίζεται βάσει των μετρήσεων πως υπολειτουργεί».
Μεταρρύθμιση τώρα
Την ανάγκη να γίνουν αμέσως μεταρρυθμίσεις στον χώρο της Υγείας εκφράζει ο κοσμήτορας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας καθηγητής κ. Ι. Κυριόπουλος. Οπως αναφέρει ο καθηγητής: «Η οικονομική κρίση προκαλεί βαρέα πλήγματα στο «λυμφατικό» κοινωνικό κράτος και ιδιαίτερα στον υγειονομικό τομέα. Η πολιτική της τρόικας συνιστά βεβαίως αιτιολογικό, αλλά και εκλυτικό παράγοντα να αναδειχθούν και να ενταθούν οι χρόνιες στρεβλώσεις του Συστήματος Υγείας στη χώρα μας και να κινητοποιηθεί μια διαδικασία ταχείας και εκτεταμένης απο-ασφάλισης του πληθυσμού, η οποία οδηγεί σε κοινωνική παλινδρόμηση. Το εγχείρημα του ΕΟΠΥΥ αποδεικνύεται – εν τοις πράγμασι – ατελέσφορο ως προς τη δομή και τη χρηματοδοτική βάση του».
«Είναι προφανές», σημειώνει ο κ. Κυριόπουλος, «ότι οι χρήστες υπηρεσιών Υγείας είναι σε δυσχερή θέση και η ελεύθερη επιλογή είναι η μοναδική δυνατότητά τους να έχουν μια αξιοπρεπή θέση στο Σύστημα Υγείας. Επιπροσθέτως, οι υφιστάμενες επιβαρύνσεις στην πρόσβαση (χρήματος και χρόνου) διευρύνουν τις μεγάλες ανισότητες, η άρση των οποίων είναι επείγουσα με κριτήριο την ανάγκη (αντιστρόφως ανάλογες) και το εισόδημα (ανάλογες).
Εν κατακλείδι, το δίλημμα το οποίο τίθεται είναι «μεταρρύθμιση ή πλήρης κατάρρευση;». Το δίλημμα δεν είναι ρητορικής φύσης, αλλά έχει επείγοντα πολιτικό και κοινωνικό χαρακτήρα».
«Απειλείται» η πρωτοβάθμια
Oι πολίτες φαίνεται πως «υπερασπίζονται» το δικαίωμα της ελευθερίας επιλογής (ιατρού, εργαστηρίου, νοσοκομείου κτλ.) «θυσιάζοντας» μέρος της ζήτησης για υπηρεσίες Υγείας, τονίζει ο λέκτορας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου κ. Κυρ. Σουλιώτης. «Οι γιατροί από την άλλη», επισημαίνει, «φαίνεται πως επιδεικνύουν σταδιακά μια προσαρμογή στους στόχους που έχουν τεθεί τόσο στο φάρμακο όσο και στην πρωτοβάθμια φροντίδα Υγείας. Η περίπτωση των απεικονιστικών εξετάσεων υψηλής τεχνολογίας οι οποίες παρουσιάζουν μείωση που αγγίζει το 50% είναι χαρακτηριστική. Ασφαλώς, οι «επιδόσεις» αυτές συνδέονται με τα περιθώρια που είχαν διαμορφωθεί εξαιτίας των πρακτικών του παρελθόντος και, στον βαθμό αυτό, μπορεί να υποστηριχθεί ότι πρόκειται για περιορισμό της σπατάλης».
«Ωστόσο», λέει ο κ. Σουλιώτης, «οι διαρκείς τροποποιήσεις του προϋπολογισμού του νέου οργανισμού απειλούν την εξαγγελθείσα έμφαση του ΕΟΠΥΥ στην πρωτοβάθμια φροντίδα Υγείας, καθώς το ποσοστό των δαπανών Υγείας που προορίζεται για αυτήν είναι πλέον μικρότερο του 8% και ως εκ τούτου δεν μπορεί να υποστηρίξει τη στόχευση των εμπνευστών του εγχειρήματος για ενδυνάμωση της πρωτοβάθμιας φροντίδας Υγείας».
Η άποψη του κ. Σουλιώτη είναι να τεθούν άμεσα σε εφαρμογή οι προτάσεις που σε τεχνικό επίπεδο έχουν κατά καιρούς κατατεθεί στον σχετικό διάλογο για τη βελτίωση της οικονομικής λειτουργίας του Οργανισμού.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ