Ηταν µια ιδέα που µόνο ενθουσιασµό µπορούσε να προκαλέσει: ένα ζωντάνεµα στη µεγάλη οθόνη της περίφηµης Boulevard du Crime, της Λεωφόρου του Εγκλήµατος, περιοχής του Παρισιού που µια φορά κι έναν καιρό ήταν γεµάτη από κάθε καρυδιάς καρύδι: µικροαπατεώνες, αστοί, ηθοποιοί, µίµοι, τυχοδιώκτες, νοµικοί, οι πάντες σύχναζαν στη Λεωφόρο για να παρακολουθήσουν τις υπαίθριες θεατρικές παραστάσεις που ανθούσαν εκεί τη δεκαετία 1830-1840.
Ο κλήρος για την κινηµατογραφική ανάπλαση της θρυλικής εκείνης εποχής έπεσε στον Μαρσέλ Καρνέ και µάλιστα την πιο δύσκολη χρονιά που θα µπορούσε κανείς να διανοηθεί: το 1943, σε ένα Παρίσι που βρισκόταν υπό τη γερµανική κατοχή. Η έλλειψη φιλµ ήταν το λιγότερο από τα τεράστια προβλήµατα που χρειάστηκε να αντιµετωπιστούν για να γίνει πραγµατικότητα η κλασική ταινία του γαλλικού σινεµά «Τα παιδιά του Παραδείσου», η οποία από την περασµένη Πέµπτη επαναπροβάλλεται σε πλήρως αποκατεστηµένη κόπια και στην αρχική διάρκειά της των 190’!
«Η ταινία προέκυψε όταν ο ηθοποιός Ζαν-Λουί Μπαρό (που παίζει στην ταινία δίπλα στους Αρλετί, Πιερ Μπρασέρ, Μαρσέλ Εράντ, Μαρία Καζαρές ) µας αφηγήθηκε την ιστορία ενός µίµου, του Ντεµπερό, η οποία µας καταγοήτευσε» είπε αργότερα ο Μαρσέλ Καρνέ µιλώντας για τη µνηµειώδη δηµιουργία του. Στην ακµή της καριέρας του ο µίµος Ντεµπερό περπατούσε στη Λεωφόρο του Εγκλήµατος µαζί µε την ερωµένη του. Οταν ένας µεθύστακας την πείραξε, ο Ντεµπερό τον έσπρωξε µακριά µε το µπαστούνι του. Ο µεθύστακας επέστρεψε και άρχισε να αποκαλεί τη γυναίκα µε διάφορες ονοµασίες.
Οργισµένος ο Ντεµπερό χτύπησε τον µεθυσµένο µε το µπαστούνι τόσο δυνατά που εκείνος έπεσε νεκρός. Και τότε όλοι έτρεξαν στη δίκη που έγινε για να ακούσουν τον διάσηµο µίµο να µιλάει! «Θεώρησα ότι ήταν µια απίθανη ιστορία» είπε ο Καρνέ, που κλήθηκε τελικά να κάνει µια «πολύ µεγάλη ταινία, σαν µια τοιχογραφία».
Οσο µεγάλη σε διάρκεια είναι η ταινία τόσο τεράστια ήταν η δουλειά που έκαναν ο Καρνέ και το επιτελείο του. Αναφερόµαστε σήµερα για την παραγωγή πολιτισµού εν µέσω κρίσης, αν όµως εξετάσουµε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγιναν τα γυρίσµατα αυτού του αριστουργήµατος γίνεται αµέσως αντιληπτό ότι πρόκειται περί άθλου. Το φιλµ δεν ήταν φυσικά δυνατόν να γυριστεί στο Παρίσι, γι’ αυτό και ως χώρος γυρισµάτων επελέγη η Νίκαια. Χρειάστηκαν έξι ολόκληροι µήνες για να γραφεί το σενάριο του Ζακ Πρεβέρ έπειτα από επίπονη έρευνα στο µουσείο Καρναβαλέ, όπου ο Καρνέ έβγαλε περίπου 200 φωτογραφίες από χαρακτικά.
Ο καλλιτεχνικός διευθυντής Αλεξάντρ Τρονέρ και ο συνθέτης Ζοζέφ Κοσµά ήταν εβραίοι και έπρεπε να δουλεύουν στα κρυφά. Στη δύσκολη περίοδο του πολέµου η παραγωγή αναγκάστηκε να σταµατήσει έπειτα από µόλις τρεις εβδοµάδες γυρισµάτων. 1.800 κοµπάρσοι βρίσκονταν ταυτοχρόνως στα πλατό. Και βέβαια, λόγω του πολέµου, ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί φιλµ. Κάτω από την κυριαρχία του Βισύ απαγορευόταν να κάνεις ταινίες µε περισσότερο από 2.750 µέτρα φιλµ χωρίς να έχεις ειδική άδεια. Τα «Παιδιά του Παραδείσου» είχαν φτάσει τα 5.000. Επίσης, απαγορεύονταν από τους Γερµανούς τα νυχτερινά γυρίσµατα. Επειτα υπήρξαν και οι παράπλευρες απώλειες. Καταιγίδες κατέστρεψαν τα σκηνικά τα οποία, σύµφωνα µε τα δηµοσιεύµατα, είχαν χρειαστεί 67.000 ώρες για να κατασκευαστούν.
Οταν οι Γερµανοί κατέλαβαν τη Γαλλία το 1940, ο Μαρσέλ Καρνέ αποφάσισε όχι απλώς να µη σταµατήσει το σινεµά, αλλά να χρησιµοποιεί ιστορικά θέµατα και σκηνικά ως βιτρίνα πίσω από την οποία ασκούσε σκληρή κριτική για τη γερµανική κατοχή. Επαφιόµενος στο εξαιρετικό επιτελείο του ο Καρνέ απέφυγε τη λογοκρισία και πέτυχε τον στόχο του, τόσο στους «Επισκέπτες της νύχτας» όσο και στα «Παιδιά του Παραδείσου». Οι ήρωες των «Παιδιών» είναι σκληροί και µοναχικοί άνθρωποι. Οι γυναίκες, θύµατα µε χρυσή καρδιά, ατσαλένιο χαρακτήρα και ψήγµατα µαγείας, αγωνίζονται για την επιβίωση, αντιµέτωπες µε µια αναπόδραστη µοίρα, όπως ακριβώς και η πατρίδα του Καρνέ.
Πάνω από τέσσερις µήνες διήρκεσε η πλήρης αποκατάσταση του αριστουργήµατος του Μαρσέλ Καρνέ από το αυθεντικό αρνητικό του εξαιρετικά ευπαθούς νιτρικού φιλµ στο οποίο γυρίστηκε. Το αποτέλεσµα ήταν µια ταινία σε 2K DCP(ψηφιακό κινηµατογραφικό πακέτο), σε µια επεξεργασία που έγινε για πρώτη φορά στην Ευρώπη.
«Τα παιδιά του Παραδείσου» προβλήθηκαν για πρώτη φορά στις 9 Μαρτίου 1945 σε ένα γκαλά ειδικά για κοινωνικό έργο σχετικά με το σινεμά και για αιχμαλώτους πολέμου.
Τον uni0394εκέμβριο του 1946 ο Πρεβέρ προτάθηκε για Οσκαρ καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου. Η ταινία συνέχισε να έχει κοινό σε όλον τον κόσμο και να δημιουργεί τη δική της λατρεία. Το 1995, με αφορμή τον εορτασμό των 100 χρόνων του σινεμά, γαλλική επιτροπή δημοσιογράφων και ιστορικών έφτιαξε μια λίστα με τις 1.000 καλύτερες ταινίες που γυρίστηκαν μεταξύ 1944-1994. Στην πρώτη θέση βρίσκονταν «Τα παιδιά του Παραδείσου».
«Τα θέματα που πραγματεύονται τα “Παιδιά του Παραδείσου” και τα δίπολα που εγείρουν ενδιαφέρουν πολύ περισσότερο από την πλοκή» είχε επισημάνει ο ιστορικός του κινηματογράφου Ζορζ Σαντούλ σε έναν ύμνο του για το έργο, το οποίο χαρακτήρισε μία από τις σημαντικότερες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ. Και συμπλήρωνε: «Η πόλη και το θέατρο, πρόσωπα φανταστικά και πρόσωπα πραγματικά, το θέατρο και η παντομίμα, το θέατρο και το σινεμά, οι ηθοποιοί και οι άνθρωποι, με μια λέξη η τέχνη και η ζωή. Αυτές οι θεματικές, αυτοί οι προβληματισμοί, αυτά τα δίπολα δεν μελετώνται αφαιρετικά, μα αποτελούν μέρος της δράσης».
Η ταινία «Τα παιδιά του Παραδείσου» προβάλλεται από την περασμένη Πέμπτη στις αίθουσες Ταινιοθήκη της Ελλάδας και Ααβόρα (διανομή NEW STAR)
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ


![Πορεία Γρηγορόπουλου στην Αθήνα – Ποιοι δρόμοι είναι κλειστοί [εικόνες]](https://www.tovima.gr/wp-content/uploads/2025/12/06/PER_5426-90x90.jpg)
