Δεν ήταν με τίποτα ο καλλιτέχνης τον οποίο θα έψαχνε το ελληνικό μουσικό σταρ σύστεμ για να τον αναδείξει: ένας τραγουδοποιός που ανεβαίνει στη σκηνή και αρχίζει να παίζει τη δική του, συχνά μονότονη μουσική, ενώ για στίχους συνήθως μουρμουρίζει δικές του προσωπικές ιστορίες. Οι ιστορίες όμως που λέει και η μουσική με την οποία τις «ντύνει» μαγεύουν τόσο κόσμο ώστε να είναι εδώ και χρόνια στην κορυφή. Η συνάντησή μας με τον Σωκράτη Μάλαμα, πριν από τη μεγάλη συναυλία του στο Γκάζι στις αρχές Σεπτεμβρίου, ήταν τύπου «Μάλαμας»: «Πάμε να πιούμε κάτι και να τα λέμε σαν άνθρωποι». Εξ ου και ο ενικός στην κουβέντα…

Μπορεί κάποιος να πει ότι δεν του αρέσουν τα τραγούδια σου, αλλά πολύ δύσκολα θα αμφισβητήσει την πρόθεσή σου απέναντι στην ελληνική μουσική. Εχει μεγάλη σημασία η πρόθεση και η «χειρονομία» του καλλιτέχνη προς την τέχνη και προς το κοινό. Η δική σου «χειρονομία» όλα αυτά τα χρόνια είχε σκοπό να αναβαθμιστούν τα μουσικά πράγματα, δεν συμφωνείς; «Εγώ πιστεύω ότι καλλιτέχνης θα πρέπει να λέγεται κάποιος ο οποίος έχει ακονίσει την “προσοχή” του, και το να έχει κάποιος αυτού του τύπου την προσοχή είναι ικανότητα και ταλέντο. Οι καλλιτέχνες πρέπει να “βγαίνουν” κάθε φορά με πολύ συγκεκριμένη πρόταση, με προσεκτικό λόγο και με μια αυστηρή δόμηση της τέχνης τους».

Υπάρχει επομένως «σοβαρή» και «ευτελής» στάση απέναντι στην ελληνική μουσική; «Δεν με έχει απασχολήσει ποτέ το πώς κρίνει η κοινωνία τη σοβαρή και την ευτελή τέχνη, γιατί δεν έχω καμία εμπιστοσύνη στην κρίση της. Ετσι όπως το έθεσες όμως, βέβαια και υπάρχει, αλλά εγώ προσπαθώ να σκεφτώ έναν συνειδητά ευτελή καλλιτέχνη με την επίγνωση ότι δημιουργεί κάτι τέτοιο επιδιώκοντας να κατακτήσει τις ψυχές του κοινού με κάτι τόσο κακό. Δεν βρίσκω κάποιον τέτοιο».

Ολοι αυτοί που γράφουν τραγούδια ποντάροντας στα 17χρονα που θα χορεύουν πάνω στα τραπέζια δεν κάνουν συνειδητά αυτό το πράγμα; «Ναι, αλλά αυτοί ζουν έτσι, και αυτό είναι το πιστεύω τους. Δεν μπορώ να τους βάλω μέσα στο κάδρο αυτών που έχουν πρόθεση. Αυτοί είναι έτσι».

{{{ moto }}}

Εσύ επί πάρα πολλά χρόνια δούλευες σε τέτοια μαγαζιά. «Ημουν όπως οι πόρνες που δεν θέλουν τη δουλειά τους. Γυρνώντας σπίτι, έγραφα τραγούδια για να φεύγει ο νους μου τελείως από όλο αυτό το πράγμα που γινόταν. Για πάρα πολλά χρόνια έκανα αυτό: έπαιρνα την κιθάρα, καθόμουν ήσυχα, γιατί οι ώρες ήταν και επικίνδυνες, και ψιθύριζα και έγραφα. Ησύχαζα, ηρεμούσα. Ξεχνούσα τελείως όλο το έργο των τρελών».

Αρα η επιτυχία δεν είναι πάντα το μέτρο του καλλιτέχνη. «Οχι, καθόλου. Ιδίως σε κοινωνίες που βρίσκονται σε παρακμή».

Αυτό το εννοείς μόνο για την Ελλάδα; «Παντού. Νομίζεις ότι η Lady Gaga είναι η μουσική πρόταση που θα εκπροσωπούσε το Παγκόσμιο Χωριό αν αυτό δεν ήταν σε παρακμή; Εγώ την ακούω από τα παιδιά μου, αλλά αυτή νομίζω ότι είναι η πραγματικότητα».

Η Lady Gaga έχει ένα τατουάζ με μια πρόταση από το βιβλίο του Ρίλκε «Γράμματα σ’ έναν νέο ποιητή». Αυτό δεν δείχνει ότι έχει κάποιο υπόβαθρο; «Φυσικά και μπορεί να υπάρχει κάτι στο βάθος της ψυχής της, αλλά, όπως είπες πριν, αυτή είναι η “χειρονομία” της παγκόσμιας πιάτσας για τα μουσικά πράγματα;».

Ποια θεωρείς την τελευταία καλή πρόταση που έκανε η μουσική βιομηχανία στο κοινό; «Δεν μπορώ να τις πω όλες γιατί είναι πολλές και για όλα τα μουσικά είδη. Μια τέτοια, ας πούμε, ήταν η Εϊμι Γουάινχαουζ. Βέβαια, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ακροατές συνήθως δεν αντιλαμβάνονται αμέσως αν βγει κάτι καινούργιο που είναι καλό. Πρέπει να είσαι πολύ ψαγμένος, πολύ “ετοιμοπόλεμος” για να το πάρεις χαμπάρι, αλλιώς παραμένεις στα δεδομένα της δικής σου ιστορίας, της δικής σου γενιάς».

Εσύ σε ποιους κόλλησες για χρόνια; «Στον Ντίλαν. Που εξερράγη σαν βόμβα και από αυτήν την έκρηξη δημιουργήθηκαν 250 καλλιτέχνες σε όλον τον κόσμο».

Πόση απόκλιση νομίζεις ότι δικαιολογείται να έχει ένας καλλιτέχνης μεταξύ της αρχής και του τέλους της διαδρομής του; Ο Ντίλαν, για παράδειγμα: πρόσφατα στην Κίνα δέχτηκε να λογοκριθούν τα τραγούδια του για να μην ακυρωθεί η συναυλία του. «Yπάρχει ακόμη ρευστότητα στις πεποιθήσεις που έχει αυτός ο άνθρωπος και η ρευστότητα είναι ένα άγιο έργο. Οι παγιωμένες απόψεις, οι αντιλήψεις και οι στάσεις είναι μια αθλιότητα. Δες, ας πούμε, τους θρησκευτικούς ταγούς όλου του κόσμου και τους οπαδούς τους. Αυτό το κοκαλωμένο πράγμα, το αμετακίνητο, το αδιαφοροποίητο. Ο Ντίλαν, αφού κουράστηκε να εκφέρει έναν λόγο πολιτικό, κοινωνικό ή μυστικιστικό, άρχισε να μετατοπίζει την προσοχή του σε όλο και πιο “κοντινές αποστάσεις”. Λόγω ηλικίας έρχεται μια κούραση η οποία σε βάζει και ρωτάς τον εαυτό σου: “Εχει σημασία όλο αυτό που νομίζουμε ότι πρέπει να το τραγουδήσουμε; Και αν έχει, ποια;”. Αυτήν την ερώτηση την έχω κάνει και εγώ, παρ’ ότι είμαι σχετικά νέος. Συνήθως το συμπέρασμα είναι ότι δεν έχει καμία σημασία, γιατί η ζωή, ό,τι και να κάνεις εσύ, θα συνεχίσει να είναι αυτό το αδιανόητο άγνωστο».

Ο Ντίλαν, σε μια περιοδεία του στον Καναδά, επισκέφθηκε το πατρικό του Νιλ Γιανγκ, γιατί, όπως είπε, «ήθελα να δω τι έβλεπε μικρός ο Νιλ και έγραψε τέτοια μουσική». Εσύ θα το έκανες αυτό για κάποιον; «Σίγουρα θα αισθανόμουν πολύ καλά αν υπήρχε ένα σπίτι του Βαμβακάρη να πάω να καθήσω μισή ώρα σε ησυχία και να αφουγκραστώ τον χώρο. Ή τον χώρο του Τσιτσάνη, του Μότσαρτ ή και των Zeppelin»…

Υπάρχουν τραγούδια που τα έγραψες και μετά λογόκρινες τον εαυτό σου και δεν τα έβγαλες προς τα έξω; «Αν έχω ηχογραφήσει 150 τραγούδια, 200 έχουν μείνει απ’ έξω. Πιο πολλά είναι τα απ’ έξω. Πολύ συχνά βγαίνουν κομμάτια από τον κακό μου εαυτό και λέω: “Τώρα τι είναι αυτό; Δεν έχουμε σχέση οι δυο μας”».

Δεν σου έχει τύχει ποτέ να κάνεις λάθος εκτίμηση για ένα τραγούδι και μετά να αλλάξεις γνώμη, και αυτό να σε δικαιώσει; «Κατά μια έννοια, έτσι έγινε με την “Πριγκηπέσα”! Την έγραψα ως δώρο γενεθλίων σε μια γυναίκα, επειδή δεν είχα λεφτά να της πάρω κάτι. Μαγείρευε να φάμε φακές, που ήταν ό,τι είχε απομείνει, και ενώ την έβλεπα σκέφτηκα: “Αυτό αξίζει τον κόπο τώρα να το τραγουδήσει κάποιος, να το βγάλει προς τα έξω”. Το έγραψα και το έπαιξα κατευθείαν, χωρίς να μεσολαβήσει καθόλου χρόνος. Οταν το έπαιξα λύθηκα στα γέλια, το θεώρησα τόσο αστείο. Η φίλη μου, η οποία δεν είχε καμία σχέση με τη μουσική, άφησε κάτω τις κουτάλες και μου είπε: “Πότε το έγραψες αυτό το τραγούδι; Το ξέρεις ότι είναι πάρα πολύ καλό; Απορώ γιατί γελάς”».

Συγγνώμη, αλλά έπειτα από αυτό το δώρο δεν άλλαξε η σχέση σου με αυτήν τη γυναίκα; «Την παντρεύτηκα».

Στους δίσκους σου χρησιμοποιείς στίχους άλλων στιχουργών, αλλά ποτέ δεν έχεις χρησιμοποιήσει μουσική κάποιου άλλου. Γιατί έχει γίνει αυτό; Σου φέρνουν στίχους και δεν τολμάνε να σου φέρουν μουσική; «Στίχους άλλων έχω χρησιμοποιήσει για να μην έχω συνέχεια μπροστά μου τη δική μου πρόταση. Στη μουσική δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Δεν θα χρησιμοποιούσα μια άλλη μουσική, το έχω αποκλείσει αυτό το πράγμα».

Δηλαδή, ακόμη και αν σου έφερνε κάποιος μια εξαιρετική μουσική, δεν θα τη χρησιμοποιούσες; «Αμα ήταν πάρα πολύ καλή μουσική, θα του έλεγα: “Αυτό είναι πολύ καλό, πήγαινέ το σε αυτήν την εταιρεία, σε αυτόν τον άνθρωπο”».

Είσαι ελαφρώς εγωιστής ή μου φαίνεται; «Ημουν και είμαι εγωιστής. Η διαφορά είναι ότι τώρα το ξέρω πως είμαι, ενώ παλιά δεν το ήξερα. Νόμιζα ότι ήμουν ένας δίκαιος άνθρωπος. Υπήρξα και αυτοκαταστροφικός, αλλά τώρα δεν είμαι. Εξέλιξη των πραγμάτων δεν είναι μόνο τα βήματα που κάνεις μπροστά, αλλά και το να αλλάξεις κατεύθυνση λιγάκι για να δεις τι γίνεται παραδίπλα».

Αυτοκαταστροφή εννοείς το αλκοόλ; «Πίνω από τότε που ήμουν μικρός και το διασκεδάζω βαθιά. Οταν παίζω κάποιο βράδυ, προτού κάτσω και πω τα τραγούδια μου, χρειάζομαι ένα είδος ισορροπίας και κάνω αυτό ακριβώς που κάνω και στο σπίτι μου όταν μιλάω με τα παιδιά μου ή διαβάζω: βάζω ένα ποτό. Ξέρω πως δεν είναι ό,τι καλύτερο, η καλύτερη παρέα, αλλά δεν έχω καλύτερη».

Υπάρχει κάποιο τραγούδι για το οποίο να μπορείς να πεις ότι αν δεν είχες πιει δεν θα το είχες συνθέσει ποτέ; Και κάποιο άλλο για το οποίο να λες «αυτό, αν είχα πιει, δεν θα το είχα γράψει ποτέ»; «Το τραγούδι “Του Ασώτου” δεν θα το έγραφα αν δεν έπινα. Το “Τίποτα δεν χάθηκε ποτέ από κανέναν” είναι αυτό που γράφτηκε σε πλήρη νηφαλιότητα. “Τίποτα” λέγεται το τραγούδι, έχει αρνητικό τίτλο, αλλά στην ουσία είναι τελείως το αντίθετο. Κοίτα, δεν έχω ελαττώματα· είμαι ελαττωματικός από μόνος μου. Η φύση μου η ίδια είναι σχετικά προβληματική. Δεν είμαι εύθυμος, δεν είμαι άνθρωπος εξωστρεφής».

Τόσο νταουνιάρης που είσαι έπρεπε να έχεις μελοποιήσει τα «Κεριά» του Καβάφη… «Και όμως, το έχω μελοποιήσει αυτό το ποίημα, αλλά δεν το βγάζω προς τα έξω το τραγούδι· το αποτέλεσμα δεν με ικανοποίησε».

Φοβάσαι την κακή κριτική; «Δεν με ενοχλεί η κακή κριτική, γιατί και για τα άσχημα πράγματα και για τα καλά που έχω κάνει δεν μου ασκήθηκε κριτική. Εγώ ουσιαστικά πέρασα έξω από τα σύρματα της κριτικής και της σοβαρής αντιμετώπισης. Δεν με πήραν τόσο πολύ χαμπάρι οι άνθρωποι για να ασχοληθούν μαζί μου. Νομίζω πάντως ότι δεν χρειάζεται να καταπιανόμαστε με τους ποιητές σώνει και καλά. Εκανα μια προσπάθεια, εκτός από τον Καβάφη, και με το “Μονόγραμμα” του Ελύτη. Σαγηνεύτηκα από τη μετρική που είχε το συγκεκριμένο σημείο του ποιήματος που λέει: “Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί”. Αλλά δεν μπορούσα να μελοποιήσω όλο το έργο και το άφησα. Η σκέψη των ποιητών είναι ο προωθημένος δρομέας. Ενώ οι φιλόσοφοι κάνουν ό,τι κάνουν οι επιστήμονες: επεκτείνουν τα όρια της άγνοιάς μας».

Πιστεύεις ότι οι Ελληνες τελικά είμαστε ψυλλιασμένοι ή έχουμε άγνοια των πραγμάτων; «Υπάρχουν τόσο λίγοι άνθρωποι μέσα στα δέκα εκατομμύρια οι οποίοι ψάχνουν να βρουν όλες τις παραμέτρους των πραγμάτων που τους αφορούν. Καθόμαστε σαν μοιρολάτρες και δεχόμαστε ό,τι μας λένε, και από την άλλη πλευρά έχουμε μέσα μας μια αδιανόητη επαναστατικότητα».

Επομένως, βλέπεις άμεσα κάποια διέξοδο στην κατάστασή μας; «Κάποια στιγμή ο Ελληνας θα ξεκολλήσει. Δεν γίνεται αλλιώς, αυτός είναι ο τρόπος που κυλάει η ζωή εδώ και αιώνες. Η αλήθεια είναι ότι πέσαμε σε ξέρα ενώ είχαμε την ψευδαίσθηση ότι πηγαίναμε καλά».

Το λέμε εκ των υστέρων, αλλά κανένας δεν μιλούσε όταν έπρεπε. «Σωστά. Αυτή η λάθος ζωή ξεφύτρωσε μπροστά στα μάτια μας τα τελευταία 30 χρόνια σαν ένα ψεύτικο έργο και άρχισε να γιγαντώνεται μέχρι που έγινε ένα απεχθές θέαμα στο οποίο χειροκροτούσαμε ο ένας τον άλλον. Ενώ βλέπαμε μέσα από το κέλυφος του αβγού του φιδιού δεν κάναμε τίποτα, καθήσαμε πάνω και το επωάσαμε, και τώρα που μας τρώει τα σωθικά φωνάζουμε. Βέβαια η ταινία του Μπέργκμαν μιλάει για τον φασισμό, αλλά “αβγό του φιδιού” είναι και ο τόσο απεχθής τρόπος με τον οποίο ζούσαμε όλα αυτά τα χρόνια».

Τρελαινόμαστε και για τις θεωρίες συνωμοσίας, ότι υπάρχουν κάποιοι που μαζεύονται κάθε βράδυ και ψάχνουν να βρουν τρόπο να καταστρέψουν την Ελλάδα. «Και εγώ είχα την πεποίθηση ότι υπάρχει εκεί πέρα κάποιος που ευθύνεται για την κατάσταση εδώ γύρω και πως είμαστε θύματα. Αυτό άλλαξε. Δεν είμαστε θύματα, είμαστε ουσιαστικότατα υπεύθυνοι για οτιδήποτε εδώ γύρω. Θέλουμε να είμαστε θύματα γιατί είναι ένας εύκολος τρόπος. Και γιατί είμαστε πάρα πολύ ερωτευμένοι με το δράμα της ζωής».

Σου έχει μπει η ιδέα να γράψεις τη βιογραφία σου; «Οχι, με τίποτα. Ακου τι έγινε συμπτωματικά μόλις προχθές: Ηρθε ένας νέος άνθρωπος που συνεργάζεται με εκδοτικό οίκο και μου είπε ότι θέλουν να κάνουν κάτι τέτοιο. Τους είπα ότι είναι τουλάχιστον γελοίο επειδή γράψαμε πέντε τραγούδια ξαφνικά να γίνουμε και βιογραφίες».

Εσύ διαβάζεις συχνά; «Στην τουαλέτα έχω τρία βιβλία Ιστορίας. Στο στούντιο έχω βιβλία που τα διαβάζω ανάλογα με τη διάθεση. Στο σαλόνι έχω βιβλία στο πάτωμα για τα οποία μαλώνω συνέχεια με τη γυναίκα μου. Διαβάζω Αναγνωστάκη και Λειβαδίτη, όπως και τον Κατσαρό για δέκατη φορά. Αυτός ξυπνούσε το πρωί ποιητής, το μεσημέρι ήταν ένας ξένος και το βράδυ ξαναγινόταν ποιητής».

Οσο περνούν τα χρόνια γράφεις μουσική πιο συχνά ή τεμπελιάζεις πιο πολύ; «Εχει συμβεί ήδη, έχει επιβραδυνθεί η δημιουργικότητά μου. Και γράφω πιο αραιά και πλέον δεν πειραματίζομαι ούτε καν με τις μελωδίες. Τα τελευταία χρόνια πάντως ακούω μουσική από τη Δυτική Ινδία. Πιο ισχυρή μουσική και τραγούδισμα δεν υπάρχει. Σε βάζει σε έναν εσωτερικό ενθουσιασμό, σαν να νομίζεις ότι έχεις μείνει από καύσιμα ενώ έχεις μια αποθήκη 50 λίτρων που δεν τη γνωρίζεις. Αυτή η μουσική θα ήταν μια εξαιρετική πρόταση, αλλά ποιος μέσα στη μαζική βιομηχανία θέλει να ανοίγει τις αποθήκες καυσίμων του κόσμου; Κανένας».

Αυτή ήταν η τελευταία ερώτηση και δεν έχει «ανκόρ». «Το “ανκόρ” το θεωρώ το πιο γελοίο πράγμα. Δεν το κάνω ποτέ ούτε σε μαγαζιά ούτε σε συναυλίες. Το να είναι υποχρεωμένοι οι άνθρωποι να χειροκροτούν και να τους λέμε “θα σας κάνουμε τη χάρη να πούμε ακόμα δύο τραγούδια” με ξενερώνει. Εγώ όταν λέω “καληνύχτα”, λέω “καληνύχτα”».


Αυτή η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 28 Αυγούστου 2011.