«Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας;». Ο Πέτρος Μάρκαρης χρησιμοποιεί το τσιτάτο αυτό του Μπέρτολτ Μπρεχτ ως εισαγωγικό μότο στο μυθιστόρημά του Ληξιπρόθεσμα δάνεια στέλνοντας ένα μήνυμα στον ψαγμένο αναγνώστη ότι θα προσλάβει ένα ανάγνωσμα εξόχως πολιτικό. Και δεν θα πέσει έξω. Τα Ληξιπρόθεσμα δάνεια είναι ένα πολιτικό μυθιστόρημα αστυνομικής πλοκής που διαδραματίζεται στη σημερινή εποχή των μέτρων της τρόικας. Εξαγγέλθηκε ως πρώτο μέρος της «Τριλογίας της Κρίσεως».
Διαβάζοντας το τσιτάτο για τις τράπεζες του Μπρεχτ θυμήθηκα και αναζήτησα ένα ανάλογο που λέει ένας ήρωας του Μπαλζάκ στο μυθιστόρημά του Ο οίκος Νυσενζέν και το οποίο ο Μάρκαρης θα το προσυπέγραφε με χαρά: «…Ο τραπεζίτης είναι ένας κατακτητής που θυσιάζει μάζες προκειμένου να φτάσει σε αποτελέσματα τα οποία κανείς δεν γνωρίζει. Χαράζει τη στρατηγική του, στήνει ενέδρες, ρίχνει στη μάχη τους οπαδούς του, παίρνει πόλεις. Οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους γειτονεύουν τόσο στενά με την πολιτική που τελικά αναμειγνύονται ενεργά σ΄ αυτήν- και οι περιουσίες τους χάνονται» (μετάφραση: Εφη Κορομηλά, εκδόσεις Εξάντας). Ο Μάρκαρης κάνει ό,τι και ο Μπαλζάκ: αφηγείται μια ιστορία προσώπων για να αφηγηθεί μέσα από αυτήν τον σκληρό πυρήνα της εποχής του, τον ρόλο του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τις κοινωνικές επιπτώσεις του.
Η ιστορία
Η ιστορία αρχίζει «ειδυλλιακά» με τον γάμο της Κατερίνας, κόρης του Χαρίτου και ειδικευόμενης δικηγόρου, με τον Φάνη, έναν νεαρό γιατρό, αλλά γρήγορα θα προσγειωθεί στον πρώτο φόνο. Ενας πρώην τραπεζίτης βρίσκεται αποκεφαλισμένος και ταυτόχρονα αφίσες γεμίζουν την πόλη που προτρέπουν τους πολίτες να μην πληρώνουν τις οφειλές τους στις τράπεζες. Οι αποκεφαλισμοί θα συνεχιστούν και σειρά θα πάρει ο Ρίτσαρντ Ρόμπινσον, διοικητής της First Βritish Βank, μετά ο Ολλανδός Χένρικ ντε Μορ, στέλεχος του οίκου αξιολόγησης Γουόλας και Τσένι, και στο τέλος ο Κυριάκος Φαναριώτης, ιδιοκτήτης της Cash Flow- Εισπρακτικές Επιχειρήσεις. Οι φόνοι γίνονται με ένα σπαθί που θυμίζει μονομάχους άλλων εποχών και τα θύματα έχουν κοινό παρονομαστή το τραπεζικό χρήμα. Ο Κώστας Χαρίτος, ένας αστυνομικός ρουτίνας, μικροαστός κάτοικος του Παγκρατίου, θα πρέπει να κινηθεί ανάμεσα στις εσωτερικές διαμάχες Αστυνομίας, Αντιτρομοκρατικής και υπουργείου, να χρησιμοποιήσει την τυπική έρευνα, το μάζεμα των στοιχείων πετραδάκι πετραδάκι, να μάθει για τα hedge funds και το πώς λειτουργεί το τραπεζικό χρήμα, να συναντήσει ειδικούς αλλά και κοινούς ανθρώπους που σχολιάζουν την περικοπή μισθών και συντάξεων, να συνομιλήσει με οργισμένους μάρτυρες που κατακρίνουν την κυβερνητική διαφθορά, να οδηγήσει τη σακαράκα του μπλοκαρισμένος από απεργούς διαδηλωτές μέσα από δρόμους γεμάτους πτωχευμένα μαγαζιά. Ολοι θύματα αλλά και χορευτές μιας γκρίζας πραγματικότητας που, αντί να τους τινάζει ψηλά, τους βυθίζει κάτω από τη γη. Πολύ σφικτή η πλοκή θα κυλήσει με διαδοχικά ερωτήματα στα οποία ο Κώστας Χαρίτος θα επικαλεστεί τον κοινό νου για να τα επιλύσει.
Το τόλμημα
Ο Μάρκαρης είναι ένας πρωτοπόρος: εκεί που οι σύγχρονοι συγγραφείς διστάζουν να έχουν ως πρώτη ύλη τις αφηγήσεις της εποχής τους, αυτός βουτάει βαθιά σε αυτήν. Και αυτό δεν είναι απλό. Οι περισσότεροι συγγραφείς φοβούνται την αφηγηματική ύλη που είναι ακόμη νωπή, αδούλευτη, δέσμια των απλοϊκών αναλύσεων και των παραναγνώσεών της. Φοβούνται ότι ο αναγνώστης του μυθιστορήματος θα έχει να συγκρίνει από τη μία τη μυθοπλαστική ύλη του συγγραφέα και από την άλλη τις ψευδοαφηγήσεις των media για το ίδιο θέμα. Ακόμη και οι ήρωες ενός μυθιστορήματος κινδυνεύουν να γίνουν «μικρότεροι» και περισσότερο αδιάφοροι από τους αντιστοίχους της (τηλεοπτικής) καθημερινότητας. Ο συγγραφέας καλείται να επεξεργαστεί την εποχή του χρησιμοποιώντας τα εργαλεία της τέχνης, τη φόρμα, τις αισθητικές πτυχές, την ανάπλαση της ρεαλιστικής πραγματικότητας με τέτοιον τρόπο που να γίνεται πειστική μυθοπλασία. Ο Μάρκαρης νομίζω ότι το πετυχαίνει. Δίνει ένα ανάγνωσμα όπου αναγνωρίζουμε την εποχή μας, τους ανθρώπους της, τα δεινά της και ταυτόχρονα μας απογειώνει στα μυθοπλαστικά του τερτίπια, στις δικές του μυθιστορηματικές περσόνες, σε μια δεύτερη αφήγηση μέσα στην αφήγηση.
Ο «άχρωμος» Χαρίτος
Ο Πέτρος Μάρκαρης ανήκει στη χορεία των αστυνομικών συγγραφέων που προέρχονται από την Αριστερά και έχουν χρησιμοποιήσει την αστυνομική πλοκή για να ανατάμουν την εποχή τους,έχοντας πρότυπο τον Μπέρτολτ Μπρεχτ που ήθελε την πολιτική να είναι ο καμβάς της φόρμας.Από την άλλη μεριά,είναι πολύ κοντά στο μεσογειακό ταμπεραμέντο του Αντρέα Καμιλέρι και του Μανουέλ Βάσκεζ Μονταλμπάν. Το ατμοσφαιρικό πλαίσιο είναι φωτεινό,η βία είναι όση χρειάζεται για να τροφοδοτεί την πλοκή,υπάρχει η γκάμα των γαστριμαργικών απολαύσεων και τα προσωπικά φετίχ των ντετέκτιβ,που για τον ήρωα του Μάρκαρη,τον Κώστα Χαρίτο,αυτά είναι το Λεξικό Δημητράκου και το παμπάλαιο Fiat Μirafiorri που οδηγεί σε μια πόλη γεμάτη Καγέν και ΒΜW.Ο Χαρίτος είναι ο άχρωμος συνάνθρωπός μας που σέρνει τα δεινά του οποιουδήποτε ζει σε αυτή την πόλη.Ούτε μάγκες μοναχικοί ντετέκτιβ ούτε μοιραίες γυναίκες ούτε μπαρ και καπνοί.Μόνο ντολμαδάκια,τηλεόραση και χρέη.Ο «άχρωμος» Χαρίτος έχει το χρώμα της εποχής,το χρώμα της κρίσης.