Με την επιφυλλίδα μου της 21ης Φεβρουαρίου, γραμμένη με αφορμή τη φετινή συμπλήρωση εκατό χρόνων από τη γέννηση του Ανδρέα Καραντώνη, αμφισβητούσα την επικρατούσα σήμερα πεποίθηση, την υποστηριζόμενη κυρίως από την ορθοπολιτική κριτική, ότι ο Καραντώνης, προκειμένου να ανοίξει τον δρόμο για τους ποιητές της γενιάς του ΄30, έγραφε αντικαρυωτακικά κείμενα με σκοπό να υποβαθμίσει την αξία της ποίησης του Καρυωτάκη, που είχε μεγάλη απήχηση στους νέους ποιητές της εποχής. Και έλεγα ότι εκείνο που ενοχλούσε τον σπουδαίο αυτό κριτικό, που ήταν από τους πρώτους που διέγνωσε τη μεγάλη αξία της καρυωτακικής ποίησης, ήταν η δουλική και άστοχη μίμησή της, την οποία χαρακτήριζε με τον όρο καρυωτακισμός.

Προσπαθώντας να διερευνήσει κανείς τα αίτια της παρανάγνωσης από τους ορθοπολιτικούς κριτικούς του κειμένου «Η επίδραση του Καρυωτάκη στους νέους» (1935), με το οποίο ο Καραντώνης κωδικοποιεί την έννοια του καρυωτακισμού και το οποίο οι εν λόγω κριτικοί πιστεύουν ότι βάλλει εναντίον του Καρυωτάκη, ο προσεκτικός αναγνώστης δεν μπορεί παρά να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι οι κριτικοί αυτοί ανακαλύπτουν στον Καραντώνη, και κρίνουν, προθέσεις που δεν είχε. Για τον Καραντώνη τα στοιχεία που συνέθεταν τον καρυω τακισμό ήταν η, σε αντίθεση με «την ηθική λάμψη και ψυχική δικαίωση του Καρυωτάκη, […] τεχνητή καλλιέργεια ψυχικών μικροβίων»· «η ασταμάτητη κλάψα» που «δεν είναι [όπως η οδύνη του Καρυωτάκη] αληθινό ανάβρυσμα πόνου που έγινε ζωή» αλλά μηχανική αναπαραγωγή «μιας βιομηχανοποιημένης απελπισιάς»· ο εντελώς διαφορετικός από «την τραγική ευγένεια και την ειλικρίνεια του σπαραχτικού πόνου του Καρυωτάκη επιδεικτικός κυνισμός»· το ανεπιτυχές, σε σύγκριση με εκείνο του Καρυωτάκη, «ανακάτωμα δημοτικής και καθαρεύουσας». Με λίγα λόγια, ο Καραντώνης έκρινε ότι «η εκλαΐκευση με τον πιο πρόστυχο και ακαλαίσθητο τρόπο μιας λεπτής και ολότελα προσωπικής τέχνης» καθιστούσε «την αντιπαράσταση της ποίησης του καρυωτακισμού με την ποίηση του Καρυωτάκη τραγική».

Για τους ορθοπολιτικούς κριτικούς ο καρυωτακισμός, όπως περιγράφεται παραπάνω, αποτελεί πρόσχημα για να χτυπήσει ο Καραντώνης τον (υποτιθέμενο) κίνδυνο που έβλεπε στο πολιτικό, αριστερής κατευθύνσεως, στοιχείο των στίχων του Καρυωτάκη, το οποίο έτεινε να αποτελέσει φραγμό για την άνοδο της (υποτιθεμένως) πολιτικά συντηρητικής ποίησης της γενιάς του ΄30· ένα στοιχείο, βέβαια, που και στη δεκαετία του ΄30 ήταν ανύπαρκτο. Γι΄ αυτό και κανείς από τους κριτικούς του Καρυωτάκη, εκείνης της εποχής, δεν έβλεπε αριστερά στοιχεία στα κείμενά του (ακόμη και τα, περίφημα σήμερα, τέσσερα ποιήματα του «κύκλου της πολιτικής σάτιράς» του, που διέκρινε

Κώστας Καρυωτάκης

ο Αγρας- τέσσερα σε σύνολο εκατόν είκοσι δύο κειμένων- περιγράφονται από τον Αγρα με όρους κάθε άλλο παρά αριστερούς).

Αλλωστε τον καρυωτακισμό, αντιδιαστέλλοντάς τον από την ποίηση του Καρυωτάκη, επέκριναν τότε, ως βλαβερό για τους νέους ποιητές, μετά τον Καραντώνη και όλοι όσοι μίλησαν γι΄ αυτόν, όποιες κι αν ήταν οι πολιτικές τους πεποιθήσεις: Ο Αγρας θλιβόταν γιατί έβλεπε ότι «όλοι σχεδόν οι νέοι γράφουν με το παράδειγμα του Καρυωτάκη» και με ποιητικές αρχές «τόσο προγραμματικές, θα έλεγε κανείς [η υπογράμμιση του Αγρα], ώστε να χάνεται συχνά όχι μόνο η πρωτοτυπία αλλά και η προσωπικότητα του κάθε ποιητού» (1935)· ο Ξενόπουλος δυσανασχετούσε γιατί «ο Καρυωτάκης έγινε καρυωτακισμός- κάτι σα σχολή και σα θρησκεία» (1936)· ο Ν. Παππάς έβλεπε στον καρυωτακισμό «μια κατάσταση επικίνδυνη για την πνευματική Ελλάδα» (1936)· για τον Χουρμούζιο ο καρυωτακισμός είναι σύμπτωμα μιας εποχής και εκφράζει την ιδεολογική παρακμή (1936)· ο Σκαρίμπας θεωρούσε «καταστροφική τη γοητεία της τέχνης του Καρυωτάκη» (1936)· ο Βαρίκας μιλούσε για «τις καταστροφικές συνέπειες που θα είχε η εξακολούθηση της επίδρασής του» (1938)· για τον Θεοτοκά ο καρυωτακισμός «γέμισε την Ελλάδα με φτηνή στιχουργημένη λογοτεχνία» (1938)· για τον Παπανικολάου ήταν «μια αρρώστια που έδωσε τα χειρότερα κατασκευάσματα στην ποίησή μας μετά το 1928» (1938).

Να χρησιμοποιούσαν άραγε όλοι οι παραπάνω κριτικοί (δεξιοί, κεντρώοι, αριστεροί) «το πρόσχημα του Καρυωτακισμού» γιατί «σκοπό τους είχαν την ποίηση με [αριστερή] κοινωνική αιχμή» του Καρυωτάκη; (Δ. Τζιόβας, 1997)· να «αποσκοπούσε η άρνηση του καρυωτακισμού στην κάθαρση της ποίησης και από το στοιχείο της κοινωνικής διαμαρτυρίας»; (Χρ. Ντουνιά, 2000). Διαπιστώσεις όπως αυτές αισθάνεται κανείς ότι είναι αποτέλεσμα ιδεολογηματικής ανάγνωσης.

Ο Καραντώνης, που πίστευεόπως και τόσοι άλλοι το 1930- ότι η ελληνική ποίηση είχε κλείσει έναν κύκλο, με ένα «απροσδόκητα ωραίο τέλος», που ήταν ο Καρυωτάκης, και ότι θα έπρεπε να αναζητήσει νέες κατευθύνσεις, χτύπησε τον καρυωτακισμό, όχι για να αποτρέψει τους νέους ποιητές από το παράδειγμα του Καρυωτάκη, αλλά γιατί δεν κατάλαβαν τίποτε από αυτό· γιατί, αντί να ακολουθήσουν το εσωτερικό δίδαγμα της τέχνης του, που ο Καραντώνης τη θεωρούσε (μαζί με εκείνη «του Ερωτόκριτου, της δημοτικής ποίησης, του Σολωμού, του Παλαμά, του Σικελιανού»), ένα καλλιτεχνικό «πρότυπο» (1931), «μια στάθμη γούστου που πρέπει να είναι ο γνώμονας της κριτικής εκτίμησης των ποιητικών έργων» (1936), οι ποιητές αυτοί αναλώνονταν στην άθλια μίμηση εξωτερικών στοιχείων της.

Θα τελειώσω με την επόμενη επιφυλλίδα μου.

Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.