Σκηνή από την ταινία «8 χιλιοστά»: Ο Νίκολας Κέιτζ, στον ρόλο ιδιωτικού ντετέκτιβ, προσπαθεί να ανακαλύψει τους δημιουργούς ενός σναφ φιλμ στο οποίο δολοφονείται μια νεαρή γυναίκα

Η Ελένη Γιαννακάκη εμφανίζεται κάθε τέσσερα-πέντε χρόνια με ένα νέο μυθιστόρημα που ξεπερνάει τις προσδοκίες που μας έχει δημιουργήσει το προηγούμενο. Μόλις κυκλοφόρησε το τρίτο κατά σειρά, με τον περίεργο τίτλο Σναφ, ο οποίος, αν για τους περισσότερους παραπέμπει ηχητικά σε φτάρνισμα ή σνιφάρισμα, δεν αποτελεί άγνωστη λέξη για τους κινηματογραφόφιλους. Snuff είναι, μας πληροφορεί η συγγραφέας, «μια ταινία στην οποία παρακολουθούμε μια δολοφονία πραγματική που εκτελείται με σκοπό την κινηματογραφική της καταγραφή και τη συνακόλουθη εμπορική της εκμετάλλευση» . Ακούγεται εφιαλτικό και κάποιοι προτιμούν να πιστεύουν ότι πρόκειται για αστικό μύθο, στους κινηματογραφικούς κύκλους όμως ισχυρίζονται ότι είναι υπαρκτό είδος που διακινείται υπογείως.

Ο Μανούσος, ένας 14χρονος έφηβος από την Αθήνα, περνά το καλοκαίρι του 2008 τις διακοπές του στην Κρήτη. Ο πατέρας του δικηγόρος και η μητέρα του συμβολαιογράφος, προσφέρουν στον μοναχογιό τους μια άνετη ζωή και μόρφωση σε ιδιωτικό σχολείο. Ο Μανούσος μεγαλώνει όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας του, με το κινητό του, τον υπολογιστή και το Ιnternet, τα βιντεογκέιμ και τα ριάλιτι σόου στην τηλεόραση. Παιδί μιας γενιάς όπου όλα είναι θέαμα, ακόμη και το μυστήριο του θανάτου. Εκείνο το καλοκαίρι, αναζητώντας θέαμα αυθεντικό, όχι κονσέρβας, κινηματογραφεί με το κινητό του το πρώτο του σναφ, τον θάνατο δύο ανθρώπων σε τροχαίο δυστύχημα.

Κάνοντας μια προβολή στο μέλλον, η Γιαννανάκη μάς πηγαίνει στην Αθήνα του 2014. Ο Μανούσος σπουδάζει στη Νομική, ασχολείται ερασιτεχνικά με τον κινηματογράφο και χάνεται με την παρέα του μέσα σε παιχνίδια εικονικής πραγματικότητας. Ενα καλοκαίρι, στην Κρήτη, γυρίζουν όλοι μαζί ένα σναφ, για να παίξουν τον ρόλο του Χάρου και να αποτυπώσουν αισθητικά τον θάνατο. Οι επιπτώσεις αυτής της ιστορίας σε καθέναν από τους συμμετέχοντες είναι διαφορετική, καθώς αναζητούν άλλος την κάθαρση και άλλος τη λήθη.

Ο ήρωάς μας βρίσκει καταφύγιο στην Οξφόρδη, όπου το 2028 είναι λέκτορας πολιτισμικών σπουδών, προσπαθώντας να επιστρέψει από την εικόνα στις λέξεις, στη χαμένη αθωότητα. Αναπολώντας τα γεγονότα που τον έφεραν ως εκεί απενοχοποιεί τα πάντα εκλογικεύοντάς τα. Ενα μαθηματικό μοντέλο με πολλές μεταβλητές είναι η ζωή μας, και όσο και αν εξετάζει ποια μπορεί να ήταν εκείνη η οποία προκάλεσε τον μόνο θάνατο από τους πολλούς που δεν ήταν θέαμα γι΄ αυτόν, απόφαση δεν βγάζει. Δεν υπάρχει σχέση αιτίου-αιτιατού στη ζωή, όλα είναι τυχαία. Και την τύχη πώς να την προβλέψεις;

Το Σναφ είναι ένα σύγχρονο μυθιστόρημα μαθητείας που παρακολουθεί την ενηλικίωση ενός νέου ανθρώπου στην εποχή μας, κάνοντας λόγο για όλα, για το Ιnternet, τα βιντεάκια που ανεβαίνουν στο ΥouΤube, τα παιχνίδια και την κοινωνία του θεάματος, για τις σχέσεις στην ελληνική οικογένεια, για την τύχη των λαθρομεταναστών, για τις εκθέσεις σύγχρονης τέχνης όπου η διαδικασία του θανάτου και της σήψης, σε πραγματικό χρόνο και χώρο, αποτελεί εικαστικό δρώμενο για τους θεατές, για τα δικαιώματα ανθρώπων και ζώων, για τα αντανακλαστικά της ελληνικής και της ευρωπαϊκής κοινωνίας μπροστά στη βία που μας κατακλύζει στην καθημερινότητά μας.

Μικρά μυστικά που αποκαλύπτονται αργά προκαλούν διαρκείς ανατροπές στην πορεία της αφήγησης, στην οποία η Γιαννακάκη δοκιμάζει τις ικανότητές της στις τεχνικές του μοντερνισμού. Μετά το εικοσιτετράωρο δράσης α λα Τζέιμς Τζόις στα Χερουβείμ της μοκέτας, ασκείται εδώ στην τεχνική του εσωτερικού μονολόγου και μας δίνει, ειδικά στο πρώτο μέρος, ένα από τα καλύτερα ελληνικά του δείγματα.

Το «βιογραφικό του συγγραφέα», στο τέλος του βιβλίου, δημιουργεί ένα πλαίσιο για την αφήγηση, κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη: Τελικά τι ήταν όλα αυτά; Οι εξομολογήσεις ενός δολοφόνου ή φιξιόν, φαντασία, το λογοτεχνικό ντεμπούτο του καθηγητή Μανούσου Νούσια, μύθος εν τέλει, όπως μπορεί να είναι τα σναφ; Ο καθένας διαλέγει.

Βία στη ζωή και στην τέχνη

Η 55χρονη Ελένη Γιαννακάκη ζει στη Μεγάλη Βρετανία και διδάσκει Νεοελληνική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.Η πρώτη λογοτεχνική της εμφάνιση έγινε με το πανεπιστημιακό και γαστρονομικό μυθιστόρημα Περί ορέξεως και άλλων δεινών(2001), που τιμήθηκε με το Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού Διαβάζω(2002).Τώρα,με τη γαλλική μετάφραση του δεύτερου μυθιστορήματός της,Τα χερουβείμ της μοκέτας, είναι συνυποψήφια«λιγάκι έκπληκτη,χαρούμενη και σίγουρα περήφανη»με άλλους συγγραφείς της Μεσογείου,ανάμεσα στους οποίους ο Ισραηλινός Αμος Οζ και η Τουρκάλα Ελίφ Σαφάκ.«Η ωμότητα και η βία έχουν έντονη παρουσία σήμερα στη ζωή και στην τέχνη.Η τέχνη αναπαριστά τη ζωή ή η ζωή μιμείται την τέχνη;»τη ρωτήσαμε και μας απάντησε: «Η σχέση είναι αμφίδρομη και γι΄ αυτό πιστεύω στον πολιτικό- με την ευρύτερη έννοιαρόλο της τέχνης.Ο ρόλος της κατ΄ εμέ είναι αφενός να μετουσιώνει αισθητικά αυτό που προσλαμβάνουν οι αισθήσεις μας αλλά και να το “ανοικειώνει” κατά τέτοιον τρόπο ώστε ο αναγνώστης ή ο θεατής να κατορθώσει να το δει από μια διαφορετική προoπτική». Παρακολούθησε από το Ιnternet τα βίαια γεγονότα της περασμένης Τετάρτης στο κέντρο της Αθήνας η συγγραφέας τουΣναφκαι μας σχολίασε:«Η βία από παραβατική συμπεριφορά έχει φθάσει πια να αποτελεί κεκτημένο δικαίωμα.Δυστυχώς αυτό που μας χαρακτηρίζει και μας ταλανίζει σαν κοινωνία κάποια χρόνια τώρα είναι η απουσία οποιουδήποτε αισθήματος συλλογικής ευθύνης.Και αυτό έχει γίνει σαφές όχι μόνο από τα περίφημα “Δεκεμβριανά”,αλλά κυρίως από την οικονομική- και όχι μόνο- κατρακύλα στην οποία έχουμε οδηγηθεί ως χώρα.Το ότι φτάσαμε στο σημείο να δολοφονούνται συμπολίτες μας διότι είτε εξαναγκάστηκαν είτε επέλεξαν να δουλέψουν σε ημέρα απεργίας,κι αυτό στο όνομα μιας κακώς εννοούμενης δημοκρατίας,αποτελεί για μένα το έσχατο φαινόμενο φασισμού.Υστερα από αυτό όλα πια είναι πιθανά».