Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, με το οποίο συνδέονται τα πρόσωπα του μυθιστορήματος

Ο τίτλος του μυθιστορήματος Απόψε δεν έχουμε φίλους είναι η κουβέντα ενός ταραξία, ταμπουρωμένου στο Αριστοτέλειο κατά τις βιαιοπραγίες τον Δεκέμβριο του 2008. Η αίσθηση του βιβλίου είναι ότι γενικώς δεν έχουμε φίλους, απόψε και χθες και πιο παλιά ακόμη. Οι φωτιές και τα σπασίματα στις καταλήψεις μοιάζουν εντελώς συμβολικά σε αυτό το βιβλίο που ακολουθεί την εσωτερική ιστορία της Φιλοσοφικής Σχολής της Θεσσαλονίκης. Η βία και ο σφετερισμός παρουσιάζονται ως σταθερές αξίες μεταξύ διδασκόντων από το 1934 ως σήμερα.

Τα οκτώ κεφάλαια αναφέρονται εναλλάξ στην Κατοχή, στη δεκαετία του ΄80 και στο 2008, με τη Θεσσαλονίκη να συνδέει τις ιστορίες αναμεταξύ τους. Μικρή πόλη, οι πάντες γνωρίζονται, δεν μοιάζει παράταιρο που στο πολυπρόσωπο μυθιστόρημα όλοι έχουν κάποια κοντινή ή μακρινή σχέση με τους υπολοίπους. Δεν υπάρχει κάποιος κεντρικός χαρακτήρας, αν και η συγγραφέας προσανατολίζει τον αναγνώστη σε συμπάθειες. Ο στρεβλός είναι στρεβλός και ο καλός είναι καλός, ξεκάθαρα, χωρίς επιχρίσματα. Χωρίς να καταλαμβάνει περισσότερες σελίδες στην αφήγηση, ο φιλόλογος Μαρίνος Σουκιούρογλου, ορφανός, μεγαλωμένος στα Προσφυγικά από τη γιαγιά του, είναι ο αδικημένος της υπόθεσης. Λαμπρός φοιτητής, έχει ισχυρή προσωπικότητα, παρά το παππουδίστικο παρουσιαστικό του. Θέλει να κάνει διδακτορικό υπό την επίβλεψη του καθηγητή Αστερίου, παρ΄ ότι είναι στριφνός και δολοπλόκος.

Ο Σουκιούρογλου και ο Αστερίου έχουν τις ίδιες κοινωνικές καταβολές. Υπήρξαν πάμπτωχοι και η μόρφωση ήταν ο μόνος τρόπος να ξεφύγουν από τη μιζέρια. Ο νεαρός όμως δείχνει πολύ πιο παθιασμένος για την επιστήμη του, την Ιστορία, ενώ ο καθηγητής θέλει να επιβεβαιώνει την εξουσία του με κάθε τρόπο: ελέγχοντας επιτροπές, αρθρογραφόντας σε ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδα, φέρνοντας σε δύσκολη θέση τους φοιτητές του. Το διδακτορικό ξεκινά με θέμα «Η Εθνική Υπόθεσις και οι Δωσίλογοι». Ο ερευνητής δεν έχει πρόβλημα χρόνου, δεν θέλει να ξεπετάξει τη δουλειά του. Ετσι αφιερώνεται στη μελέτη αρχείων με τη βοήθεια ενός υπαλλήλου στο Εφετείο, ο οποίος είναι πατέρας της συμφοιτήτριάς του Φανής Ντόκου, μιας καλής φοιτήτριας, που γίνεται τραγουδίστρια. Ταυτόχρονα επιδιώκει επί μία τετραετία να αποσπάσει τη μαρτυρία ενός παλαιού καθηγητή της Φιλοσοφικής. Ο Γ. Ι. Εξάγγελου, γερμανοτραφής θαυμαστής του Χίτλερ, μεγαλούργησε στο Πανεπιστήμιο στην Κατοχή και κρύβει πολλά από τα μυστικά της εποχής. Η αφήγηση εναλλάσσεται από την Κατοχή στα πρώτα χρόνια της εκλογής του Αντρέα. Η Ελλάδα γυρίζει σελίδα πολιτικά, ενώ τα πρόσωπα του βιβλίου τα απασχολεί η καταγραφή των γεγονότων σε σχέση με την πολιτική θεώρηση της Ιστορίας. Ολοι έχουν άποψη: ο Ντόκος, ο οποίος ως φοιτητής έχασε την υποτροφία των σπουδών λόγω φρονημάτων, ο Σουκιούρογλου, που ασχολείται με ζώντες-ιστορικά πρόσωπα, ο Εξαγγέλου, που δικαιολογεί εαυτόν από τις ιστορικές συγκυρίες, η γιαγιά Νίνα έχοντας ζήσει η ίδια όσα οι υπόλοιποι μελετούν. Στο πανεπιστήμιο πάντως δεν αναδεικνύεται ούτε ο πιο εργατικός, ο πιο ευφυής, ο πιο πρωτότυπος. Καθώς το διδακτορικό για την Κατοχή καθυστερεί, ο καθηγητής Αστερίου δανείζεται ένα ολόκληρο κεφάλαιο και το δημοσιεύει σαν δικό του. Εκπλήσσεται όταν ο φοιτητής επισημαίνει την κλοπή και εκπλήσσεται ακόμη περισσότερο από το αποτέλεσμα της έρευνας. Είναι πολύ καλύτερο από το αναμενόμενο, δεν είναι όμως αυτό που ο ίδιος είχε υποδείξει. Με τον γνωστό υπόγειο τρόπο του καταστρέφει τις ακαδημαϊκές προοπτικές του νεαρού.

Αυτός που τελικά γίνεται επίκουρος με τα χάδια του Αστερίου είναι ένας συνδικαλιστής, πρώτος στις κολακείες. Με τις ανέμπνευστες ομιλίες του κερδίζει μια θέση σε κάθε συνέδριο, με τις κομματικές γνωριμίες του δικτυώνεται σε επιχορηγούμενα προγράμματα. Υπάρχει αντίδοτο στην αδικία; Υπάρχει, ακόμη κι αν στην περίπτωση του γέροντα καθηγητή είναι μια κλωτσιά την ώρα που περπατά αμέριμνος μέσα στα λευκά λινά του. Υπάρχει και χειρότερο ώστε να κλείσει η αφήγηση με κάθαρση.

ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΚΛΗΡΟΙ

Η Σοφία Νικολαΐδου

Η ΣΟΦΙΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ θυμίζει πολύ ένα από τα κεντρικά πρόσωπα του καινούργιου μυθιστορήματός της.Πάντοτε δανείζει ακάλυπτα στοιχεία του εαυτού της στις ηρωίδες της.Η Σοφία και η Φανή, λοιπόν: Θεσσαλονικιές και οι δύο, με σπουδές στη Φιλοσοφική και μεταπτυχιακά δίχως βιάση,με έλξη για τους καλλιτέχνες,με μοναχογιό.Η ηρωίδα βρίσκει τον δρόμο της τραγουδώντας έθνικ.Στα 27 της αποφασίζει να δοκιμάσει τη φωνή της σε κάποιο μαγαζί της πόλης της.Ανεβαίνει στην πίστα φορώντας ένα εξώπλατο φόρεμα χρώματος σικλαμέν.Αν δεν είχαμε διαβάσει τη σκηνή όπου ράβει το ρούχο,θα νομίζαμε ότι το δανείστηκε από την ντουλάπα της Νικολαΐδου.

Τα πρώτα βήματα στα γράμματα έγιναν ως όφειλαν: πρώτα σύντομα διηγήματα, υπό τον τίτλοΞανθιά πατημένη(1997), να δοκιμαστούν οι δυνάμεις.Και άλλο ένα βιβλίο με διηγήματαΟ φόβος θα σε βρει και θα ΄σαι μόνος(1999) και μετά το φιλόδοξο μυθιστόρημαΠλανήτης Πρέσπα (2002),στο οποίο ένα βακτήριο αναλαμβάνει ρόλο αφηγητή και μια αρχαιολόγος σε ανασκαφή πιστεύει ότι είναι μακρινή απόγονος μιας αρχόντισσας του Βυζαντίου.Το δεύτερο μυθιστόρημα,λιγότερο φιλόδοξο στη δομή και την έρευνα,είναι και το πιο πετυχημένο εμπορικά, Ο μωβ μαέστρος(2006),με ξενύχτηδες στα μπαρ,με μια κόρη περπατημένου πατέρα που εγκαταλείπει τις σπουδές της και τη Θεσσαλονίκη να υποδέχεται για μία ακόμη φορά αλλόγλωσσους μετανάστες.

Με τι άλλο καταπιάνεται η Σοφία Νικολαΐδου; Μεταφράζει.ΤηνΑντιγόνητου Σοφοκλή,τηνΕλένητου Ευριπίδη,για παραστάσεις του ΚΘΒΕ. Μεταφράζει λοιπόν αρχαίους αλλά μεταφράζει και ροκάδες,όπως ο Νικ Κέιβ.Δική της είναι η απόδοση του τόμουΜπαλάντες για φόνους και άλλα τραγούδια.Για να μη δημιουργήσουμε λάθος εντυπώσεις,η Νικολαΐδου δηλώνει «μουσικά ανεξίθρησκη»: ακούει ρεμπέτικα,τζαζ,ίντι.Τι άλλο κάνει; Παρουσιάζει βιβλία ξένης πεζογραφίας στην εφημερίδα «Τα Νέα». Τίποτε από όσα αναφέραμε δεν αποτελεί την κυρίως απασχόλησή της.Εργάστηκε ως επιμορφώτρια φιλόλογος στις Τεχνολογίες της Πληροφορίας και της Επικοινωνίας (2000-2003) και ως επιμορφώτρια των επιμορφωτών φιλολόγων (2007-2008, Κέντρο Επιμόρφωσης Πανεπιστημίου Μακεδονίας).Εχει διδάξει το μάθημα της Λογοτεχνίας στην Ανώτερη Σχολή Δραματικής Τέχνης του ΚΘΒΕ (2001-2004).Σήμερα διδάσκει στο Πανεπιστήμιο.

Η Σοφία Νικολαΐδου είχε γράψει κάποτε ότι οι άνθρωποι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Δεν είναι οι νέοι και οι γέροι, οι πλούσιοι και οι φτωχοί,οι μορφωμένοι και οι ακαλλιέργητοι.Λέει ότι χωρίζονται σε γονείς και άκληρους: αφ΄ ης στιγμής κάποιος γίνεται γονιός,έχει μια διαφορετική θεώρηση για τη ζωή.Παρά την καριέρα,λοιπόν,παρά τις περγαμηνές και τις δόξες,η Σοφία Νικολαΐδου προσδιορίζει τον εαυτό της ως οικογενειάρχη,ως σύζυγο του συγγραφέα Σάκη Σερέφα και μητέρα του εξαετούς Γιάννη.