ΤΟ 1994 η φωτογραφία του ψηφίστηκε στην Αγγλία ως η καλύτερη αθλητική φωτογραφία της χρονιάς. Στο στιγμιότυπο ο Πέτερ Σμάιχελ εκτινάσσεται προς την αριστερή επάνω γωνία του τέρματός του μπλοκάροντας την μπάλα και αποσοβώντας έτσι ένα γκολ που, αν ήταν ίσως κάποιος άλλος τερματοφύλακας στη θέση του, θα εθεωρείτο βέβαιο.
Τη χρονιά εκείνη όμως ο δανός γκολκίπερ της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ήταν ακόμη 30 χρόνων, ηλικία που για πολλούς χαρακτηρίζεται ιδανική για έναν τερματοφύλακα. Πριν από τέσσερα χρόνια λοιπόν ο Σμάιχελ βρισκόταν πραγματικά στα… επάνω του. Υπήρχαν φάσεις-αποκρούσεις της μπάλας όπου, κατά την έκφραση της εξέδρας, ο Σμάιχελ… «πετούσε», εξ ου και το προσωνύμιο «φάντομ» που του είχε αποδοθεί.
Εν έτει 1999 ωστόσο τα πράγματα μοιάζουν να έχουν αλλάξει για κάποιον που θεωρείται από ειδικούς του ποδοσφαίρου ο καλύτερος τερματοφύλακας της τελευταίας δεκαετίας. Ο Σμάιχελ δείχνει να μην είναι αυτός που ήταν. Σε αρκετές περιπτώσεις τα γκολ που έχει δεχτεί τον τελευταίο καιρό, κυρίως σε αγώνες του αγγλικού πρωταθλήματος, φαντάζουν απίστευτα δεδομένης της κλάσης του. Ετσι, κατά μία άλλη προσφιλή ρήση της εξέδρας, ο Σμάιχελ έχει μετατραπεί πλέον από τερματοφύλακα-«φάντομ» σε… «τροχονόμο».
Πάντως το γεγονός ότι η απόδοσή του δεν βρίσκεται στα ίδια (παλιά) υψηλά επίπεδα έχει αρχίσει πλέον να το αντιλαμβάνεται και ο ίδιος. Αυτός εξάλλου πρέπει να είναι κι ο λόγος που ο ξανθομάλλης τερματοφύλακας ανακοίνωσε την απόφασή του να εγκαταλείψει την Γιουνάιτεντ και την Πρέμιερ Λιγκ ή και να σταματήσει εντελώς το ποδόσφαιρο στο τέλος της τρέχουσας αγωνιστικής περιόδου. Η αποχώρησή του πάντως από την ομάδα του Μάντσεστερ θεωρείται σχεδόν σίγουρη μετά από την πρόσφατη δήλωση του μάνατζέρ του Ολε Φρεντέρικσεν ότι ο Σμάιχελ έχει προτάσεις από γαλλικές, ισπανικές και πορτογαλικές ομάδες με πιο ενδιαφέρουσα εκείνη της ιταλικής Ουντινέζε.
* Με την πείρα του σαραντάρη
Η απόφασή του αυτή ωστόσο ξάφνιασε πολλούς. Ο Σμάιχελ, υποστηρίζουν, μπορεί να μη βρίσκεται στην καλύτερη δυνατή κατάσταση, ωστόσο δεν παύει να αποτελεί εγγύηση για την εστία τόσο της Γιουνάιτεντ όσο και της Εθνικής Δανίας. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η πρόκριση της Δανίας στα τελικά του Μουντιάλ ’98 καθώς και η καλή παρουσία της στα γήπεδα της Γαλλίας οφείλονταν εν πολλοίς στις δικές του ικανότητες.
Επιπλέον, δεν είναι λίγοι οι τερματοφύλακες που συνέχισαν την καριέρα τους ως την ηλικία των 40 ετών. Αν και αποδεδειγμένα τα αντανακλαστικά τους είχαν μειωθεί κατά πολύ, ο Ιταλός Ντίνο Τζοφ, ο Ιρλανδός Πατ Τζένιγκς, οι Αγγλοι Ρέι Κλέμενς και Πίτερ Σίλτον και ο Σκωτσέζος Τζίμι Λέιτον, για παράδειγμα, εξακολούθησαν να παίζουν, αν και σαραντάρηδες, ακριβώς επειδή η προσωπικότητα και η πείρα τους ήταν τέτοια που αντιστάθμιζαν την παραπάνω αδυναμία.
«Η αλήθεια είναι ότι μετά τα 35 συνειδητοποιείς πως η απόδοσή σου δεν είναι αυτή που θα ήθελες» θα πει ο Ρέι Κλέμενς, βασικός τερματοφύλακας για χρόνια της Λίβερπουλ και της Εθνικής Αγγλίας. «Βλέπεις την μπάλα να περνά από δίπλα σου και νιώθεις ότι δεν έχεις τη δύναμη που είχες παλαιότερα για να εκτιναχθείς προς το μέρος της. Από την άλλη πλευρά όμως η πείρα που έχεις συσσωρεύσει τόσα χρόνια εξακολουθεί να σου προσδίδει αυτοπεποίθηση. Προσωπικά νομίζω ότι αν δεν αντιμετώπιζα πρόβλημα τραυματισμού, θα συνέχιζα να αγωνίζομαι και μετά τα 40».
* Η σιγουριά και οι εντυπώσεις
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η άποψη του άγγλου πρώην διεθνούς γκολκίπερ Πίτερ Σίλτον: «Νομίζω ότι αυτό που πάνω απ’ όλα έχει σημασία είναι το κατά πόσο εξακολουθείς να παρέχεις στους συμπαίκτες σου μια αίσθηση σιγουριάς. Αυτός ήταν και ο λόγος που συνέχισα να αγωνίζομαι ακόμη και μετά τα 40. Ενιωθα δηλαδή ότι, παρά τις αδυναμίες μου, αποτελούσα για τους συμπαίκτες μου μια πολύ πιο αξιόπιστη λύση από ό,τι αρκετά πιο νέα παιδιά που αγωνίζονταν στην ίδια θέση με εμένα».
Αντίθετη πάντως εδώ είναι η άποψη του παλιού τερματοφύλακα της Αρσεναλ Μπομπ Γουίλσον, ο οποίος τερμάτισε την καριέρα του σε ηλικία 33 ετών, αν και πολλοί πίστευαν τότε ότι θα μπορούσε να συνεχίσει να αποδίδει ποδόσφαιρο αξιώσεων τουλάχιστον για μία τριετία ακόμη. «Δεν ήθελα να συνεχίσω να παίζω και ο κόσμος να λέει ότι «αυτός ήταν κάποτε σπουδαίος γκολκίπερ». Προτίμησα να σταματήσω στην καλύτερη στιγμή της καριέρας μου έτσι ώστε να αφήσω τις καλύτερες δυνατές εντυπώσεις στους φιλάθλους. Επομένως η απόφαση του Σμάιχελ με βρίσκει απολύτως σύμφωνο».
Στην Ελλάδα μια ανάλογη περίπτωση θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτή του Γιόζεφ Βάντσικ, του τερματοφύλακα του Παναθηναϊκού και κατά πολλούς καλύτερου γκολκίπερ του ελληνικού πρωταθλήματος τα τελευταία χρόνια. Την περυσινή χρονιά το νούμερο ένα του Παναθηναϊκού αμφισβητήθηκε έντονα, με αποτέλεσμα να χάσει τη θέση του κάτω από τα δοκάρια του «τριφυλλιού» από τον αναπληρωματικό γκολκίπερ Αντώνη Νικοπολίδη. Εφέτος όμως δείχνει να έχει επιστρέψει δριμύτερος, αν και κάποιες επικρίσεις προς το πρόσωπό του εξακολουθούν να υφίστανται.
* Ποια είναι η καλύτερη ηλικία
Πού βρίσκεται η αλήθεια; Αραγε οι τερματοφύλακες, όπως το κρασί, όσο παλιώνουν γίνονται καλύτεροι ή μήπως κατά τη γνωστή ανάλυση των προπονητών της εξέδρας μετατρέπονται σε… «τροχονόμους»; Καταθέτουν την άποψή τους ο Αντώνης Μήνου, πρώην διεθνής τερματοφύλακας του Απόλλωνα, του Παναθηναϊκού και της ΑΕΚ, και ο Νίκος Κουρκούνας, νυν τερματοφύλακας του Απόλλωνα Αθηνών.
«Κατ’ αρχάς πιστεύω ότι ένας τερματοφύλακας βρίσκεται στην καλύτερη περίοδο της καριέρας του μετά τα 27 του χρόνια» σημειώνει ο Α. Μήνου. «Είναι τέτοια η θέση που ο ποδοσφαιριστής έχει πολλά περιθώρια βελτίωσης. Ενώ δηλαδή ένας παίκτης που αγωνίζεται «μέσα» στο γήπεδο ό,τι ήταν να μάθει το έχει μάθει ως την ηλικία των 20-22 ετών, ο γκολκίπερ εξακολουθεί να μαθαίνει τη θέση του ακόμη και μετά τα 30. Συνεπώς είμαι της άποψης ότι ηλικιακά ένας τερματοφύλακας συνήθως βρίσκεται στο ζενίθ της αγωνιστικής του κατάστασης γύρω στα 30-32».
«Είναι μια ηλικία κατά την οποία μπορεί τα αντανακλαστικά να έχουν αρχίσει να ατονούν, η πείρα όμως που έχεις αποκομίσει σε αποζημιώνει και με το παραπάνω» επισημαίνει ο Ν. Κουρκούνας. «Ο νέος τερματοφύλακας διαθέτει ενθουσιασμό και είναι σαφώς πιο ευκίνητος. Η απειρία του όμως είναι πολλές φορές καταλυτική. Βλέπεις νέα παιδιά να πραγματοποιούν μια άκρως εντυπωσιακή απόκρουση σε κάποιο σημείο του αγώνα και στην επόμενη φάση να δέχονται ένα γκολ αστείο. Βέβαια υπάρχουν πάντα και οι εξαιρέσεις. Η περίπτωση του Δημήτρη Ελευθερόπουλου είναι τέτοια».
* Η προσωπικότητα και τα «μικρολάθη»
Για τον Α. Μήνου το βασικό κριτήριο αξιολόγησης αποτελεί η ίδια η προσωπικότητα του τερματοφύλακα. «Ο Ντίνο Τζοφ είχε «πατήσει» τα 40 όταν το 1982 η Ιταλία κατακτούσε το Παγκόσμιο Κύπελλο. Σίγουρα δεν ήταν ο παλιός Τζοφ, παρ’ όλα αυτά οι ηγετικές ικανότητές του και το αρχοντικό παιχνίδι του συντελούσαν στο να τον εμπιστεύονται οι συμπαίκτες του και να τον σέβονται οι αντίπαλοι». Το γεγονός είχε προκαλέσει ιδιαίτερη εντύπωση στον Α. Μήνου, που σχολιάζει: «Συνειδητοποίησα τη διαφορά ποδοσφαιρικής παιδείας. Οι Ιταλοί αναγνώριζαν την αξία του Τζοφ και δεν στέκονταν στα όποια μικρολάθη. Αντιθέτως στην Ελλάδα είμαστε έτοιμοι με το πρώτο λάθος να χαρακτηρίσουμε τον Βάντσικ «γέρο»».
Κάποια στιγμή βέβαια έρχεται και η ώρα της αποχώρησης. «Εκτιμώ ότι ο Σμάιχελ θα μπορούσε να συνεχίσει να αγωνίζεται για κάποιο διάστημα» λέει ο Ν. Κουρκούνας και καταλήγει: «Δεν πιστεύω ότι η απόφασή του έχει σχέση με την πιθανότητα της μειωμένης απόδοσης. Απλώς νομίζω ότι ο άνθρωπος έχει κορεστεί. Αλλωστε τόσους τίτλους έχει κατακτήσει, τι άλλο μπορεί να περιμένει;».