Καταρχήν θέλω να δώσω μια εξήγηση για τον τίτλο της επιφυλλίδας. Πρόθεσή μου ήταν να ασχοληθώ με την παιδεία και μάλιστα την ανώτατη, με αφορμή γεγονότα που συμβαίνουν καθημερινά σε πανεπιστημιακούς χώρους. Ωστόσο ένα τέτοιο θέμα δεν ταιριάζει στο εορταστικό κλίμα των ημερών και γι’ αυτό το λόγο θα αφήσω τα κακώς κείμενα των AEI της χώρας, έναν πραγματικά γόρδιο δεσμό που δεν μπορεί να λυθεί χωρίς γνώση, τόλμη και βεβαίως πολιτικό κόστος. (Και αν δεν εμφανιστεί ένας… Αλέξανδρος το μέλλον του δημόσιου πανεπιστημίου προβλέπεται δυσοίωνο, προς μεγάλη χαρά των θιασωτών της ιδιωτικής ανώτατης εκπαίδευσης). Το ίδιο όμως εορταστικό κλίμα των ημερών, στο οποίο τα παιδιά είχαν την τιμητική τους, με οδήγησε να γράψω σήμερα για τα παιδικά παιχνίδια της αρχαίας Ελλάδας και έτσι να στραφώ από την παιδεία στην παιδιά, μιμούμενος, κατά κάποιο τρόπο, τον Πλάτωνα, ο οποίος, ως γνωστόν, έπαιξε με τις δυο αυτές λέξεις.


Αλλά η παιδιά και η παιδεία δεν είναι και έννοιες άσχετες μεταξύ τους. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα λέει επ’ αυτού ο Πλάτων: «λέω λοιπόν και ισχυρίζομαι ότι αυτός που θέλει να γίνει ενάρετος, πρέπει από μικρός με το παιχνίδι, να εξοικειώνεται με τα μυστικά του επαγγέλματος που έχει την κλίση να ακολουθήσει. Π.χ., για να γίνει κάποιος καλός γεωργός θα πρέπει να παίζει με μικρά ομοιώματα αληθινών γεωργικών εργαλείων και για να γίνει καλός οικοδόμος θα πρέπει να παίζει φτιάχνοντας διάφορα σπιτάκια… Βασικός λοιπόν στόχος της παιδείας πιστεύουμε ότι πρέπει να είναι η σωστή ανατροφή, η οποία με το παιχνίδι θα βοηθήσει, όσο γίνεται πιο αποτελεσματικά, την ψυχή του παιδιού να γίνει ενάρετη και να αγαπήσει εκ βαθέων τον κλάδο στον οποίο, όταν θα γίνει άνδρας, θα πρέπει να είναι τέλειος».


Και μη νομίσει κανείς ότι ανάμεσα στα παιχνίδια που έπαιζαν οι μικροί στις γειτονιές της αρχαίας Αθήνας της εποχής του Πεισίστρατου και του Περικλή και σ’ αυτά των παιδιών των νεοτέρων χρόνων, ακόμη και της σημερινής ελληνικής υπαίθρου, υπάρχει χάσμα αγεφύρωτο. Αντιθέτως μάλιστα οι ομοιότητες είναι πολλές και χαρακτηριστικές. Στις Νεφέλες του Αριστοφάνη ο Στρεψιάδης καυχιέται ότι ο γιος του, όταν ήταν μπόμπιρας, έπλαθε μικρά σπιτάκια, σκάλιζε καραβάκια, έφτιαχνε αμαξάκια από δέρμα και με περίτεχνο τρόπο, από φλούδες ροδιών, βατράχια. Κούκλες (πλαγγόνες), ζωάκια με ρόδες ή χωρίς, διάφορα έπιπλα, όπως τραπεζάκια, σβόλοι, τσέρκια, σβούρες, γιο-γιο, ήταν συνήθη παιδικά παιχνίδια. Σε αγγειογραφίες συχνά βλέπουμε παιδιά να κάνουν κούνια (αιώρα), τραμπάλα (πέταυρον), να παίζουν κότσια (αστραγάλους) και ποικίλα παιχνίδια με μπάλες, ενώ γραπτές πηγές κάνουν λόγο για τον ασκωλιασμόν (το κουτσό), την ακινητίνδα (το σκούντημα ή οι αγκωνιές), τη διελκυστίνδα, τον κυνδαλισμόν (τα καζίκια ή καρφιά), τη μυίνδα, χαλκή μύια και αποδιδρασκίνδα (η τυφλόμυγα, το κρυφτό ή κρυφτό-κυνηγητό), τη χυτρίνδα (η γαϊδάρα ή παππαδίτσα), το κολαβίζειν (το βζζ ή η μύα), τη σχοινοφιλίνδα (το λουρί), τον εφεδρισμό (η γαϊδούρα) και για πολλά άλλα παιχνίδια. Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις τα ονόματα των παιχνιδιών αυτών είναι όμοια με τα αντίστοιχα σημερινά, όπως π.χ. συμβαίνει με τη χυτρίνδα ή τη χαλκή μύια. Σίγουρα πολλά από αυτά έχουν μεταδοθεί από γενιά σε γενιά, αλλά δεν πρέπει να ξεχνούμε και την άποψη του Πλάτωνα σύμφωνα με την οποία τα παιχνίδια στα παιδιά ηλικίας ως έξι χρόνων είναι έμφυτα μέσα τους, ανακαλύπτονται δηλαδή σχεδόν αυτόματα.


Πολύ οικεία ηχούν και στις μέρες μας τα λόγια του Αριστοτέλη που υποστηρίζει ότι χρωστάμε χάρη στον Αρχύτα – πρόκειται ίσως για τον γνωστό Ταραντίνο πυθαγόρειο φιλόσοφο και πολιτικό – που εφεύρε την πλαταγήν (είδος κουδουνίστρας ή ροκάνας). Γιατί όσο τα παιδιά απασχολούνται μ’ αυτήν δεν σπάνε τίποτε στο σπίτι και ένας όψιμος λεξικογράφος συμπληρώνει ότι με τη βοήθεια της πλαταγής νανουρίζονται και κοιμίζονται τα «δυσυπνούντα των παιδίων». Στον 2ο αι. μ.X. ανάμεσα στα αναθήματα που υπήρχαν στο Ηραίο της Ολυμπίας ήταν και ένα κρεβατάκι, παιχνίδι λέγανε της Ιπποδάμειας, της κόρης του βασιλιά της περιοχής Οινόμαου. Ακόμη αρχαίοι συγγραφείς μιλούν για αγοράκια που έπαιζαν τα «άλογα», καβαλίκευαν δηλαδή ένα καλάμι («τον κάλαμον περιβαίνειν») και έτρεχαν μαστιγώνοντας το άψυχο ζώο τους. Και το ίδιο έκαναν και μεγάλοι, όπως οι Σωκράτης και Αγησίλαος, παίζοντας με τα παιδιά τους.


Οι Αθηναίοι του τελευταίου τετάρτου του 5ου αι. π.X., είχαν προσωποποιήσει την έννοια της παιδιάς (=παιχνίδι, διασκέδαση). Αυτό ίσως οφείλεται στο γενικότερο κλίμα της εποχής. H απογοήτευση από την εξέλιξη του Πελοποννησιακού Πολέμου τούς έκανε να ονειρεύονται έναν άλλο κόσμο, που δεν είχε καμιά σχέση μ’ αυτόν που βίωναν καθημερινά, ασφυκτιώντας μέσα στα τείχη της πόλης τους. Στον φανταστικό αυτόν κόσμο το παιχνίδι έπαιζε ένα σημαντικό ρόλο. Λίγο πριν ο ποιητής Κράτης είχε γράψει μια κωμωδία με το χαρακτηριστικό τίτλο «Παιδιαί», στην οποία γινόταν λόγος για πολλά από τα παιχνίδια της αρχαίας Αθήνας. Χωρίς άλλο, στο έργο αυτό θα εμφανιζόταν και η ίδια η προσωποποιημένη μορφή της Παιδιάς. Πάντως οι Αθηναίοι αγγειογράφοι τη μορφή αυτή την απεικονίζουν συχνά ως μέλος της ακολουθίας της Αφροδίτης, τα δώρα της οποίας επίσης τους τα είχε στερήσει ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, ενώ μερικές φορές το όνομά της το φέρουν και ακόλουθες του Διονύσου. Στον κόσμο που ονειρεύονταν οι Αθηναίοι στις τελευταίες δεκαετίες του 5ου αι. π.X. ο έρωτας, το κρασί και το παιχνίδι είχαν, χωρίς αμφιβολία, μια καίρια θέση.


Ο κ. Μιχάλης A. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.