Οταν ένας μουσικός καθηλώνει τη δυτική ψυχή με ξένους και «παράξενους» ανατολίτικους ήχους, με νότες που δεν υπακούουν σε κανέναν οικείο μουσικό νόμο, που δεν χωράνε στις γνωστές κλίμακες και στο πεντάγραμμο, είναι ή σοφός γνώστης της ανθρώπινης ψυχής ή βαθύς γνώστης των μουσικών του πλανήτη ή μάγος. Ο Ραβί Σανκάρ είναι όλα μαζί. Ενας γκουρού επιφορτισμένος από μια ανώτερη δύναμη με το καθήκον να διαδώσει αυτή τη σοφία των ήχων του σε όλον τον κόσμο. Και αυτό ακριβώς κάνει. Περιοδεύει παντού: από την Ασία και τις ΗΠΑ ως την Ευρώπη. Και σε μια πολύτιμη για εμάς στάση αυτού του ατέρμονου περιδιαβάσματος του κόσμου βρίσκεται στην Αθήνα μαζί με το φυσικό και πνευματικό τέκνο του, τη μουσικό, θυγατέρα του Ανούσκα Σανκάρ.


«Τα αγαθά που μας προσφέρει η γη αρκούν για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες όλων μας, όχι όμως και την απληστία ενός και μόνον ανθρώπου» είχε πει ο Μαχάτμα Γκάντι. Πιστός σε αυτή τη ρήση, ο πολυβραβευμένος ινδός μουσικός, ως πρεσβευτής της κουλτούρας του στη Δύση, δεν πρόκειται να δώσει στην Ελλάδα αυτό που λέμε απλώς μια «επιτυχημένη συναυλία». Τα έσοδα της εμφάνισής του στη χώρα μας (στη μουσική σκηνή «Σφεντόνα») θα διατεθούν στην ActionAid. Μουσικός πλούτος εναντίον της φτώχειας του πλανήτη. Εμένα όμως αυτή τη φορά δεν με μάγεψαν οι ήχοι του – αυτό είχε ήδη συμβεί πριν από πολλά χρόνια. Ετεινα ευήκοον ους και με μάγεψαν τα λόγια του. Το ίδιο θα συμβεί και σε εσάς όταν διαβάσετε το «μανιφέστο» της σκέψης του που περικλείεται στη συνέντευξη η οποία ακολουθεί.





– Χαίρομαι που σας συναντώ…


«Συγγνώμη για σήμερα το πρωί. Κάποια παρανόηση έγινε στο ραντεβού μας».


– Δεν πειράζει. Αλλωστε οι παρανοήσεις είναι μέσα στη ζωή.


«Προσωπικά με στενοχωρούν πάρα πολύ. Τις θεωρώ πηγή κακού».


– Υπάρχει ένας φίλος συγγραφέας στην Ελλάδα – ο Νίκος Χουλιαράς ­, που μου έχει πει σε ανύποπτο χρόνο: «H ζωή μας είναι μια σειρά από παρανοήσεις»…


«Θα μου επιτρέψετε να μη συμφωνήσω απολύτως με τον φίλο σας… (γέλια) Δεν ξέρω αν ισχύει αυτό γενικώς. Αποφεύγω άλλωστε τις γενικεύσεις στη ζωή».


– Για τις βεβαιότητες ισχύει; Είστε για κάτι βέβαιος σε αυτή τη ζωή; (γέλια)


«Βέβαιος είμαι γι’ αυτό που σας έλεγα πριν, ότι οι παρανοήσεις είναι πηγή κακού, όταν και όπου συμβαίνουν».


– Δεν υπάρχουν παρανοήσεις δηλαδή που να μας οδηγούν σε κάτι καλό;


«Οχι! Δεν έχω ακούσει να έχει γίνει κάτι καλό, ποτέ, από παρανόηση».


– Αν αποκαλυφθεί η παρανόηση;


«Πάντα οι παρανοήσεις αποκαλύπτονται. Μυστική μπορεί να μείνει για πάντα μόνο η αλήθεια. H μοίρα του ψέματος και της παρανόησης είναι η αποκάλυψη».


– Δεν υπάρχει αποκάλυψη μιας αλήθειας;


«Και βέβαια. Αλλά αποκάλυψη με αποκάλυψη διαφέρουν. H αποκάλυψη μιας αλήθειας που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η έκθεσή της στο φως είναι αποκάλυψη με κεφαλαίο το άλφα. Αυτή είναι η σοβαρή διαφορά. Αλλωστε η αλήθεια, όπως σας είπα και πριν, υπάρχει. Δεν είναι επινόηση κανενός η αλήθεια. Δεν υπάρχουν αληθινές επινοήσεις».


– Με τρελάνατε τώρα!.. Πείτε μου μια παρανόηση που έχει αποδειχθεί για σας πηγή κακού.


«Υπάρχουν παρανοήσεις που κατά καιρούς μάς έχουν οδηγήσει σε πολέμους, σε καβγάδες, σε διάλυση σχέσεων. Πιστεύω ότι, αν έλειπε οποιαδήποτε παρεξήγηση ανάμεσα σε ανθρώπους, θα τα έβρισκαν μια χαρά οι άνθρωποι μεταξύ τους. Αν μπορούσε να καταλάβει ο ένας τον άλλον, τα πράγματα θα ήταν για όλους πιο εύκολα. Αλλά ο εγωισμός τις περισσότερες φορές δεν μας αφήνει να καταλάβουμε τι έχει ανάγκη ή τι αισθάνεται ο διπλανός μας. Γι’ αυτό σας λέω ότι είναι κάτι που με στενοχωρεί».


– Μεταξύ δυτικής και ανατολικής μουσικής έχει υπάρξει ποτέ παρεξήγηση;


«Οχι. Αυτό που λέτε είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Δεν νομίζω ότι η παρανόηση αφορά τα είδη της μουσικής αλλά τους ανθρώπους, στους οποίους ενδεχομένως να μην αρέσει το ένα ή το άλλο είδος. Εξαρτάται βεβαίως και τι εννοεί ο καθένας όταν μιλάει για ανατολική μουσική: εννοεί την αιγυπτιακή, την αραβική, την κινεζική, την ινδική; Για ποιο είδος μουσικής μιλάμε; Ακόμη και η ινδική μουσική χωρίζεται σε διάφορα είδη. Πρέπει κανείς να είναι γνώστης αυτών των πραγμάτων για να μπορεί να μιλήσει συγκεκριμένα. H γνώση είναι πάρα πολύ σημαντική».


– Υπάρχουν διαφορές ανάμεσα σε έναν δυτικό μουσικό και σε έναν μουσικό της Ανατολής;


«Νομίζω ότι η μεγαλύτερη διαφορά είναι η ίδια η μουσική. H δική μας η μουσική ξεκίνησε ως καθαρά πνευματική, ήταν άμεση η σχέση της με τη θρησκεία – καταλαβαίνετε; Σιγά σιγά όμως εξελίχθηκε σε ψυχαγωγική. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι η ινδική μουσική δεν υπάρχει πουθενά καταγεγραμμένη. Είναι μουσική που απομνημονεύεται και από ‘κεί και πέρα βασίζεται πάρα πολύ στον αυτοσχεδιασμό. Τα σύμβολα, οι φόρμες και οι κανόνες είναι πράγματα που τα μαθαίνουμε μετά. Επειδή οι Δυτικοί είναι δύσκολο να τα καταλάβουν όλα αυτά, τους είναι δύσκολο και να τα εκτιμήσουν. Οπως και για τους Ινδούς είναι δύσκολο να εκτιμήσουν τη δυτική μουσική, η οποία συνήθως έχει συγκεκριμένες φόρμες και είναι πάρα πολύ οργανωμένη. Αλλά αυτού του είδους την αδυναμία – να καταλαβαίνουν οι άνθρωποι αυτού του είδους τις διαφορές – τη θεωρώ πάρα πολύ φυσιολογική, γιατί έχει άμεση σχέση με την κουλτούρα του καθενός μας».


– Ο Γεχούντι Μενουχίν είχε πει ότι η ιδιοφυΐα και ο ανθρωπισμός σας μπορούν να συγκριθούν μόνο με του Μότσαρτ. Είχατε συνεργαστεί στενά με τον Μενουχίν, έτσι δεν είναι;


«Ναι, ήταν πάρα πολύ φίλος μου και ο θάνατός του υπήρξε για μένα μεγάλη απώλεια. Καταπληκτικός μουσικός και υπέροχος άνθρωπος».


– Υπάρχουν πράγματα που πήρατε απ’ αυτόν;


«Για να είμαι ειλικρινής, όχι. Γιατί στη συνεργασία μας εγώ ήμουν αυτός που έκανε τη σύνθεση. H μουσική που έγραψα ήταν βασισμένη στο ινδικό κλασικό στυλ, στις μελωδίες της ράγκα. Και στους ρυθμούς ταλάς. Υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες τέτοιοι ρυθμοί. Ενώ όλα αυτά υπήρχαν σε παρτιτούρες, είχα αφήσει το περιθώριο για να μπορεί να υπάρξει και αυτοσχεδιασμός. Με τον Μενουχίν είχαμε κάνει τρεις δίσκους. Επίσης ανάλογη συνεργασία υπήρξε με τον Ζαν-Πιερ Ρανπάλ, τον σπουδαίο αυτό γάλλο φλαουτίστα, και με τον μεγάλο Ροστροπόβιτς. Εχουμε παίξει μαζί του και εγώ και η Ανούσκα, η κόρη μου. Εχω γράψει δύο κομμάτια ειδικά γι’ αυτόν. Εγώ συνέθεσα και εκείνος ήταν ο μαέστρος».


– Εχετε συνεργαστεί και με τον Ζούμπιν Μέτα, έτσι δεν είναι;


«Ναι, συνέθεσα δύο κονσέρτα για συμφωνική ορχήστρα με κεντρικό όργανο το σιτάρ – ένα για τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου, το οποίο διηύθυνε ο Αντριου Πρεβέν, και ένα για τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης με μαέστρο τον Ζούμπιν Μέτα. Εχω συνεργαστεί με πολλούς μεγάλους μουσικούς. Από τον Οϊστραχ ως τον Φίλιπ Γκλας, με τον οποίο έχω ηχογραφήσει και δίσκο».


– Σε μια συνέντευξη που μου έδωσε ο Φίλιπ Γκλας μού είπε ότι νιώθει πολύ επηρεασμένος από σας.


«Ναι, τον γνωρίζω από τότε που σπούδαζε στο Παρίσι. Εγραφα μουσική για μια ταινία – πρέπει να ήταν το 1964, αν θυμάμαι καλά – και εκείνος ήταν ένας νεαρός μουσικός, ο οποίος με είδε λιγάκι σαν δάσκαλο. Τον είχα μάθει διάφορα πράγματα γύρω από την ινδική μουσική και έκτοτε δεν έχει πάψει να μου δείχνει αγάπη και σεβασμό. Και εγώ τον αγαπάω πολύ και θεωρώ ότι είναι πάρα πολύ καλός μουσικός».


– Ο Ζούμπιν Μέτα έχει πει για σας ότι, όταν παίζετε με ορχήστρα, οι Ινδοί σάς βλέπουν σαν πουλί με κομμένα φτερά.


(γέλια) «Δεν ξέρω… Κομπλιμέντο ήταν ή το είπε για κακό;».


– Εσείς πώς νιώθετε; Ας πούμε, έχετε αισθανθεί ποτέ την ινδική κουλτούρα να σας καταπιέζει, να μη σας αφήνει να εκφραστείτε όπως θα θέλατε;


«Αυτό όχι, με τίποτε. H δική μου η μουσική, η ινδική, σε κάνει να αισθάνεσαι απολύτως ελεύθερος, σε αφήνει να πετάξεις ψηλότερα από οποιαδήποτε άλλη κουλτούρα. Και είναι λογικό – σας εξήγησα ότι βασίζεται στον αυτοσχεδιασμό. Και η τζαζ βεβαίως βασίζεται στον αυτοσχεδιασμό αλλά εκεί τα πράγματα λειτουργούν πιο ελεύθερα. Αντιθέτως, η ινδική μουσική κουβαλάει ένα αυστηρό επιστημονικό υπόβαθρο, στο πλαίσιο του οποίου ισχύουν αρκετοί κανόνες. Και έτσι υπάρχει ελευθερία αλλά όλο αυτό βασίζεται κάπου, υπάρχει ένα ολόκληρο οικοδόμημα το οποίο στηρίζει αυτή την ελευθερία».


– Τι είναι για σας η μουσική;


«Για να είμαι ειλικρινής, για μένα η μουσική είναι η ζωή μου – ό,τι πιο σημαντικό υπάρχει. Ο,τι ωραιότερο, ό,τι πιο πνευματικό, ό,τι πιο ρομαντικό μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος στη ζωή του εγώ το βιώνω μέσα από τη μουσική. Ειδικά όσον αφορά την ινδική μουσική εκείνο που τη χαρακτηρίζει είναι αυτή η πνευματικότητα που σας είπα και στην αρχή».


– Είναι αλήθεια ότι έχετε πει πως χωρίς μουσική νιώθετε νεκρός;


«Ναι, αλήθεια είναι. Μου είναι αδύνατον να φανταστώ ότι θα μπορούσα να ζήσω χωρίς μουσική».


– Θυμάστε την πρώτη φορά που ακούσατε μουσική;


«Πρέπει να ήμουν πάρα πολύ μικρός γιατί στο σπίτι μας όλοι άκουγαν πολλή μουσική, χωρίς κανένας από τους γονείς μου να ασχολείται επαγγελματικά. Στα δέκα μου άρχισα να ασχολούμαι και με τον χορό. Μπήκα και εγώ στην ομάδα του αδελφού μου και με έδρα το Παρίσι αρχίσαμε να ταξιδεύουμε σε όλον τον κόσμο. Ο αδελφός μου ήταν ήδη διάσημος και είχε πάρει μαζί του πολλούς χορευτές και μουσικούς από την Ινδία. Ετσι μπήκα και εγώ από πολύ νωρίς σε αυτόν τον κόσμο του χορού και της μουσικής. Στο Παρίσι γνώρισα πολλούς μεγάλους καλλιτέχνες. Τον Αντρέ Σεγκόβια, τον Πάμπλο Καζάλ… όλους τους μεγάλους και άκουσα σχεδόν όλα τα είδη της μουσικής – ελληνική, αιγυπτιακή, μουσικές από την Αλγερία… τα πάντα. Για μένα το Παρίσι από το 1930 ως το 1938 υπήρξε το άντρο της επαφής μου με την τέχνη».


– Πού μεγαλώσατε;


«Γεννήθηκα στο Μπεναρές και έζησα εκεί ως τα 10 χρόνια μου. Ξέρετε, το Μπεναρές είναι μια παλιά πόλη, πάρα πολύ σημαντική σε ό,τι έχει σχέση με τη θρησκεία. Στα δεκαοκτώ μου παράτησα τον χορό και επί επτά χρόνια σπούδασα σοβαρά πια τη μουσική κοντά στον άνθρωπο που υπήρξε για μένα ο γκουρού μου».


– Οι γονείς σας τι σχέση είχαν με τη μουσική;


«Ο πατέρας μου τραγουδούσε αλλά ερασιτεχνικά. Χωρίς να έχει ασχοληθεί ποτέ επαγγελματικά, έτρεφε μεγάλη αγάπη για τη μουσική και ειδικά για τις παλιές ψαλμωδίες. Ηξερε σχεδόν όλους τους ψαλμούς απ’ έξω».


– Τι δουλειά έκανε;


«Στην Ινδία είχε ασχοληθεί με την πολιτική. Ηταν ο πρώτος πρωθυπουργός του μαχαραγιά. Μετά πήγε στο Λονδίνο, σπούδασε νομικά και ασχολήθηκε με τη δικηγορία. Επίσης εργάστηκε και για την Κοινωνία των Εθνών στη Γενεύη. Γενικώς ήταν άνθρωπος με ευρύτατες γνώσεις γύρω από διάφορα θέματα».


– Ποιος σας επηρέασε περισσότερο; ο πατέρας ή η μητέρα σας;


«Οχι, τον πατέρα μου τον έβλεπα τόσο λίγο ώστε ήταν αδύνατον να με επηρεάσει. Αλλες φορές τον έβλεπα πέντε ημέρες και άλλοτε μία εβδομάδα. Συνολικά ωστόσο από τη μέρα που γεννήθηκα δεν πρέπει να τον είδα πάνω από δύο-δυόμισι μήνες. Περισσότερο θα έλεγα ότι με επηρέασε το αδελφός μου. Το γεγονός ότι με πήρε μαζί του στο Παρίσι με βοήθησε πάρα πολύ στην επαφή μου με την τέχνη. Και φυσικά πάνω απ’ όλους με επηρέασε ο γκουρού μου. Για μένα είναι ο πιο σημαντικός άνθρωπος από όσους έχω γνωρίσει».


– Από τους καλλιτέχνες με τους οποίους συνεργαστήκατε ποιους ξεχωρίσατε;


«Από ένα σημείο και μετά είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσεις τον πιο σημαντικό. Και ο Μενουχίν και ο Πάμπλο Καζάλς και ο Αντρές Σεγκόβια, όλοι τους ήταν υπέροχοι. Πολύ μεγάλοι καλλιτέχνες».


– Μιλάτε πολύ για τον άνθρωπο που υπήρξε δάσκαλός σας, για τον γκουρού σας, όπως λέτε. Τι είναι ο γκουρού; Είναι κάποιος που φέρνει τους ανθρώπους σε επαφή με τον Θεό;


«Εξαρτάται από τον μαθητή. Ο γκουρού μπορεί να σε βοηθήσει. Είναι όπως το θετικό με το αρνητικό: όταν έρθουν σε επαφή δημιουργείται ανάμεσά τους ηλεκτρισμός και από ‘κεί μπορεί να ξεπηδήσει μια σπίθα φωτός. Ο γκουρού μπορεί να σου δείξει το φως, όχι να το βάλει μέσα σου. Το φως πρέπει να το έχεις ήδη, να είσαι ευλογημένος από το φως, να το έχει η μοίρα σου να πορεύεσαι προς αυτό. Πιστεύω πάρα πολύ στη μοίρα».


– Στον Θεό πιστεύετε;


«Απολύτως. Στην Ινδία βεβαίως έχουμε πολλούς θεούς, όπως είχατε παλιά εσείς οι Ελληνες. Αλλά πιστεύω ότι, αν πάει κανείς πιο βαθιά, μπορεί να ανακαλύψει τον Θεό παντού: στον αέρα, στα λουλούδια, παντού. Είναι ένα συναίσθημα που όσο περισσότερο ανακαλύπτεις τον κόσμο τόσο πιο έντονο γίνεται μέσα σου. Προσωπικά περισσότερο από οπουδήποτε αλλού το νιώθω μέσα από τη μουσική. Βιώνοντας τη μουσική νιώθω να έρχομαι πιο κοντά στον Θεό».


– Το ταλέντο είναι ένα δώρο του Θεού προς τους ανθρώπους;


«Ακριβώς. Αλλοι το βλέπουν ως δώρο του Θεού, άλλοι ως κάτι που υπάρχει στα γονίδια του ανθρώπου. Οπως και να ‘χει, είναι κάτι με το οποίο γεννιέσαι. Από ‘κεί και πέρα αν είσαι τυχερός θα το βοηθήσεις να αναπτυχθεί. Υπάρχουν άνθρωποι που, ενώ γεννιούνται με ένα ταλέντο, καταλήγουν στη ζωή τους να κάνουν κάτι άλλο. Αυτό εγώ το θεωρώ ατυχία. Από την άλλη θεωρώ εξαιρετικά τυχερούς αυτούς που έχουν προικιστεί με πολλά ταλέντα. Οι περισσότεροι άνθρωποι βεβαίως είναι καλοί σε κάτι συγκεκριμένο, συνήθως μπορούν να κάνουν καλά μόνο ένα πράγμα. Και αυτό είπα πριν: ορισμένοι μπορεί να είναι τόσο άτυχοι ώστε σε όλη τη ζωή του να μην το ανακαλύψουν αυτό το ένα».


– Τι φταίει, λέτε, γι’ αυτό;


«Ισως να ‘ναι η μοίρα του μέσου όρου. Μη μου πείτε ότι δεν συναντάτε συνεχώς γύρω σας τέτοιους ανθρώπους;».


– Το δικό σας ταλέντο σας είναι μόνο η μουσική ή ανήκετε σε αυτούς που ο Θεός τούς προίκισε με πολλά ταλέντα;


«Νομίζω το δεύτερο. Υπήρξα από τους τυχερούς. Ασχολήθηκα με διάφορα πράγματα στη ζωή μου και – όπως έλεγαν και οι άλλοι – ό,τι κι αν έκανα το έκανα καλά. Κάποια στιγμή όμως ο δάσκαλός μου μού έδωσε να καταλάβω ότι αν συνέχιζα να ασχολούμαι με όλα, στο τέλος κανένα δεν θα το έκανα τέλεια. Συνειδητοποίησα λοιπόν ότι έπρεπε να αφήσω όλα τα άλλα και να συγκεντρωθώ περισσότερο στη μουσική».


– Αν δεν είχατε γίνει μουσικός, θα μπορούσατε να είχατε γίνει κάτι άλλο;


«Ναι, είμαι σίγουρος. Ημουν πολύ καλός στη ζωγραφική, στο γράψιμο, στον χορό… Γενικώς είχα το χάρισμα ό,τι κάνω να το κάνω καλά».


– Δεν πιστεύετε δηλαδή ότι η τέχνη είναι μία και ότι απλώς υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να εκφράζεται;


«Είναι κάτι που μπορείς εύκολα να το πεις αλλά δεν νομίζω ότι ισχύει. Πρώτα απ’ όλα κάθε άνθρωπος εμπνέεται από διαφορετικά πράγματα. Από ‘κεί και πέρα υπάρχουν καλλιτέχνες, υπάρχουν και τεχνίτες. Το ότι μπορεί κάποιος να δημιουργεί όμορφα πράγματα δεν σημαίνει απαραιτήτως πως είναι και καλλιτέχνης. Το ότι μπορεί, ας πούμε, κάποιος να γράφει δεν τον εξισώνει αυτομάτως με τον Σαίξπηρ. Υπάρχουν άνθρωποι που μέσα απ’ αυτό που κάνουν ανοίγουν νέους δρόμους, προτείνουν νέες ιδέες. Αυτοί ναι, είναι μεγάλοι καλλιτέχνες. Υπήρξαν και θα υπάρξουν πολλοί καλοί μουσικοί. Πόσοι από αυτούς όμως θα μπορούσαν να συγκριθούν με έναν Μπαχ ή έναν Μότσαρτ;».


– Τα καινούργια πράγματα τα γεννούν οι ταλαντούχοι άνθρωποι ή υπάρχουν ήδη και απλώς κάποιοι άνθρωποι μπορούν να τα δουν – και από ‘κεί και πέρα να τα δείξουν κα σε όλους τους άλλους;


«Θίγετε τώρα ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα. Μερικές φορές τα καινούργια πράγματα είναι όντως εκεί και οι άνθρωποι δεν μπορούν να τα δουν. Είναι ταλέντο το να μπορείς να τα ξεχωρίσεις και να τα κάνεις ορατά στους άλλους. Ειδικά στην τέχνη όμως αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο γιατί, για να καταλάβει κάποιος την ομορφιά, δεν αρκεί να του την παρουσιάσεις. Πρέπει να έχει την ευαισθησία να καταδυθεί στα βάθη της για να καταφέρει να τον αγγίξει».


– Αρα για σας πρέπει και το κοινό να διαθέτει ένα ανάλογο ταλέντο;


«Αυτό είναι ένα άλλο θέμα το οποίο έχει συζητηθεί πάρα πολύ. Υπάρχουν δύο θεωρίες: η μία λέει πως ό,τι είναι ωραίο και καλό πρέπει να ανήκει σε όλους. Ερχεται όμως η ακριβώς αντίθετη άποψη να πει ότι κάτι που είναι ωραίο δεν είναι δυνατόν να το εκτιμήσουν οι πάντες».


– Με τι έχει να κάνει δηλαδή η δυνατότητα να εκτιμάς το ωραίο;


«Με αυτό που κουβαλάει ο καθένας μας πίσω του – με τη μόρφωσή του, με την καλλιέργειά του… Κάτι που αρέσει σε μένα σε εσάς μπορεί να μην αρέσει. Επίσης κάποια πράγματα να μου αρέσουν πολύ, κάποια άλλα λιγότερο… Σαν να είμαστε αυτοκίνητα σε δρόμο διπλής κυκλοφορίας. Ο ένας πάει από ‘δώ, ο άλλος προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ετσι είναι».


– Τι είναι η ομορφιά;


«Τι είναι η ομορφιά!.. Κάτι που το συναντώ συνεχώς μπροστά μου επειδή υπάρχει παντού. Στους ανθρώπους, στα παιδιά, στις ωραίες γυναίκες, στους ωραίους άνδρες. Και ωραίοι να μην είναι, μπορεί να έχουν κάτι, μια έκφραση που να τους κάνει να δείχνουν υπέροχοι. Ομορφιά βεβαίως δεν υπάρχει μόνο στους ανθρώπους· υπάρχει και στα λουλούδια, στους ήχους. Υπάρχει συνεχώς και παντού».


– Εσείς εμπνέεστε από την ομορφιά;


«Φυσικά. Αν και στη μουσική την έμπνευση κάποια στιγμή πρέπει να αρχίσεις να την αντλείς από τον ίδιο σου τον εαυτό. Στην αρχή βοηθάει να την αναζητάς σε πράγματα εξωτερικά. Σιγά σιγά όμως αρχίζεις να την ανακαλύπτεις στην ίδια τη διαδικασία της αναζήτησης. Και όταν καταφέρεις να ανακαλύψεις την ομορφιά που κρύβεται μέσα σου, μετά δεν υπάρχει πια λόγος να συνεχίσεις να κοιτάς προς τα έξω».


– Αρα κάθε τι που υπάρχει γύρω μας είναι απλώς το κίνητρο που θα μας κάνει να κοιτάξουμε βαθύτερα μέσα μας.


«Ετσι νομίζω. Δεν πιστεύω στους τεχνητούς τρόπους έμπνευσης. Αλλος, ας πούμε, πρέπει να πιει για να εμπνευστεί. Οι χίπι ή πριν απ’ αυτούς οι μπνίτινκ έβρισκαν την έμπνευση στα ναρκωτικά, στο χασίς και στην κοκαΐνη. Δεν πιστεύω καθόλου σε όλα αυτά. Επιμένω ότι κάθε τι αληθινό υπάρχει μέσα μας και πρέπει να ψάξουμε βαθιά για να το ανακαλύψουμε».


– Ισως ακουστεί λιγάκι αδιάκριτο, αλλά… εσείς δεν έχετε δοκιμάσει ποτέ ναρκωτικά;


«Βαριά ναρκωτικά όχι. Κάποιοι άνθρωποι μου είχαν δώσει να δοκιμάσω μαριχουάνα αλλά επειδή δεν καπνίζω δεν το τραβούσα μέσα, οπότε δεν κατάλαβα τίποτε. Γενικώς δεν με τραβάνε αυτά τα πράγματα. Πού και πού μου αρέσει να πίνω λίγη σαμπάνια ή άσπρο κρασί αλλά το πολύ ένα-δυο ποτήρια. Αυτό είναι όλο».


– Πώς έγινε κι ασχοληθήκατε ειδικά με το σιτάρ;


«Την εποχή που ήμουν με τον αδελφό μου έπαιζα και άλλα όργανα αλλά σιγά σιγά άρχισε να μου αρέσει περισσότερο το σιτάρ. Με παρότρυνε και ο δάσκαλός μου να επιλέξω ένα απ’ όλα και να του αφοσιωθώ κι έτσι επέλεξα το σιτάρ».


– Τι ήταν δηλαδή αυτό που σας άρεσε περισσότερο στο σιτάρ;


«Δεν ξέρω. Μου βγήκε εντελώς φυσικά αυτή η προτίμηση. Το νιώθω σαν προέκταση όχι μόνο του κορμιού αλλά και του μυαλού μου. Νιώθω πως ό,τι έχω να πω μπορώ να το πω μέσα απ’ αυτό. Με την ευκαιρία να σας πω ότι αγαπώ πάρα πολύ και το μπουζούκι».


– Εχετε παίξει ποτέ μπουζούκι;


«Οχι αλλά έχω ακούσει σπουδαίους μουσικούς – και στην Ελλάδα και στην Αμερική και στο Παρίσι… και σε άλλα μέρη. Δυστυχώς βεβαίως τις περισσότερες φορές έπαιζαν κομμάτια για χορό της κοιλιάς αλλά κάποιοι απ’ αυτούς ήταν πάρα πολύ καλοί. Εχω και μερικούς πολύ καλούς δίσκους».


– Αν δεν κάνω λάθος, κατά καιρούς έχετε συνθέσει μουσική και για κιθάρα, έτσι δεν είναι;


«Ναι, έχω κάνει τέτοιες συνθέσεις και αυτή τη στιγμή μάλιστα δουλεύω κάποια νέα κομμάτια για κιθάρα».


– Υπάρχει διαφορά από το να συνθέτετε για σιτάρ;


«Οχι, γιατί και αυτές οι συνθέσεις βασίζονται πολύ στον αυτοσχεδιασμό. Οπότε δεν νιώθω να υπάρχει διαφορά».


– Υπήρξε κάποια στιγμή που νιώσατε ότι δεν σας ήταν αρκετό το να εκφράζεστε παίζοντας κάποιο όργανο; Μια στιγμή, δηλαδή, που να καθόρισε το πέρασμά σας στη σύνθεση;


«Ηταν κάτι που ήρθε εντελώς φυσικά – δεν ξέρω γιατί… Ισως επειδή ως παιδί είχα αυτές τις εμπειρίες, έζησα πολύ έξω από τη χώρα μου, δέχτηκα όλα αυτά τα διαφορετικά ακούσματα. Μετά όλα αυτά κάθησα και τα αξιοποίησα· μελέτησα πάρα πολύ και τη μουσική της χώρας μου και την παράδοσή της. Οπότε το να ασχοληθώ με τη σύνθεση μου βγήκε ως κάτι απολύτως φυσικό. Δεν ήταν φιλοδοξία μου το να γίνω συνθέτης. Επί περίπου έξι χρόνια διηύθυνα το Κρατικό Ραδιόφωνο στην Ινδία και παράλληλα είχα μια ορχήστρα με την οποία πειραματιζόμουν. Μετά είχα πάλι την ευκαιρία να έρθω σε επαφή με μουσικούς απ’ όλον τον κόσμο – Ιάπωνες, Κινέζους, ό,τι μπορείτε να φανταστείτε ­, οι οποίοι έπαιζαν διάφορα είδη μουσικής: τζαζ, κλασική, φλαμένκο… Δυστυχώς ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ με έλληνες μουσικούς. Τέλος πάντων, εκείνο που θέλω να πω είναι ότι πάντα έπαιζα και τους δύο ρόλους: δηλαδή, και συνέθετα και έπαιζα ο ίδιος μουσική».


– Πώς καταφέρατε και παντρέψατε μουσικά την Ανατολή με τη Δύση; Ποιος πολιτισμός έκλεψε από ποιον;


«Κανένας δεν έκλεψε κανέναν. H μουσική μας γεννιέται και μεγαλώνει μέσα μας αυτόνομη και αυτάρκης – επανειλημμένως το έχω δηλώσει αυτό».


– Είναι μια γλώσσα, λέτε, η μουσική, που οι άνθρωποι την έχουν ανάγκη;


«Μου ακούγεται λίγο δραματικό έτσι όπως το ρωτάτε… Οντως όμως η μουσική είναι από μόνη της μια γλώσσα που σήμερα όλο και περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να την καταλαβαίνουν. Ως τώρα οι άνθρωποι απολάμβαναν τα ίδια φαγητά, φορούσαν τα ίδια ρούχα, άκουγαν την ίδια μουσική. Σήμερα όσο περισσότερο μικραίνει ο κόσμος κυρίως χάρη στην τηλεόραση αλλά και γενικότερα χάρη στα MME τόσο πρέπει να αρχίσουν σιγά σιγά να ανακαλύπτουν και να εκτιμούν κι άλλα πράγματα».


Μέσα σε αυτά ίσως και την αξία που κρύβει ο ήχος της σιωπής;..


«Πιθανόν. Ισως να τους έκανε καλό αν το ανακάλυπταν. Γιατί με όλη αυτή την ευκολία που υπάρχει σήμερα όσον αφορά τα ακούσματα, μπορεί να είμαστε σε θέση να ακούμε υπέροχα πράγματα, αλλά τις περισσότερες φορές γράφονται μουσικές και βγαίνουν δίσκοι μόνο και μόνο επειδή είναι σίγουρο ότι θα πουλήσουν. Ποιος μπορεί λοιπόν να προβλέψει πώς θα είναι το μέλλον; Πάρτε για παράδειγμα όλους τους μεγάλους πολιτισμούς: της Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Κίνας. Πού είναι σήμερα το μεγαλείο τους; H παράδοση που σώζεται έχει αναμειχθεί τόσο πολύ με στοιχεία από άλλες κουλτούρες ώστε μερικές φορές χάνει την καθαρότητά της και γίνεται δυσδιάκριτη. Πιστεύω ότι εμείς στην Ινδία είμαστε τυχεροί, επειδή και επιρροές έχουμε δεχθεί, αλλά συγχρόνως έχουμε καταφέρει να διατηρήσουμε την παράδοσή μας σε όλα τα πράγματα. Σε εμάς η τέχνη παραμένει ακόμη ζωντανή σε όλες τις μορφές έκφρασής της: στον χορό, στο θέατρο, σε όλα. Μακάρι να παραμείνει έτσι».


– Τι σημαίνει αυτό που λέτε; Οτι δεν πιστεύετε στον πειραματισμό;


«Οχι, δεν θέλω να πω αυτό. Διότι από την άλλη βλέπεις ανθρώπους που τους αρέσει να πειραματίζονται, να παντρεύουν τα πράγματα και να δημιουργούν συνδυασμούς οι οποίοι ενίοτε έχουν ενδιαφέρον. Αλλοτε όμως όχι. Το θέμα είναι να μη φθάσουμε ποτέ στο σημείο να σκοτώσουμε την παράδοση».


– Δηλαδή πειραματισμός με καινούργια πράγματα ή προσκόλληση στην παράδοση;


«Δεν έχω καμία ένσταση απέναντι στα καινούργια πράγματα – ούτε τα σνομπάρω ούτε θεωρώ κάθε τι καινούργιο κακό. Οπως πιστεύω ότι δεν μπορείς να σταματήσεις την εξέλιξη. Είναι κάτι που η ανθρωπότητα δεν μπορεί να το ελέγξει. Εχουμε φθάσει πλέον στο σημείο να μπορούν όλες οι φωνές να ακούγονται. Και αυτό θα συνεχιστεί. Κάθε τόσο θα ερχόμαστε αντιμέτωποι με καινούργια πράγματα. Αν κάτι είναι καλό, πιστεύω ότι θα συνεχίσει να υπάρχει. Πιστεύω παρά πολύ στη δοκιμασία του χρόνου. Το θέμα δεν είναι να δημιουργήσεις κάτι καινούργιο. Το θέμα είναι και πόσο μπορεί αυτό να αντέξει στον χρόνο. Γιατί ο Μπαχ και ο Μότσαρτ αντέχουν;».


Γιατί;


«Επειδή υπάρχει σε αυτούς κάτι στέρεο, κάτι που έχει καταφέρει να πάει πολύ βαθιά! Αυτό θέλω και εγώ: να μπορούν τα πράγματα να αντέχουν, να μην τα ξεχνάμε την επόμενη ημέρα. Οχι όμως ότι πρέπει να σταματήσουμε και κάθε τι καινούργιο».


Εχετε δουλέψει ποτέ για τον κινηματογράφο;


«Εχω κάνει μουσική για πολλές ταινίες. Πρώτα απ’ όλα έχω γράψει τη μουσική για την ταινία «Γκάντι» του σερ Ρίτσαρντ Ατένμπορο αλλά και για ταινίες του διάσημου ινδού σκηνοθέτη Σατγιαγκίτ Ρέι. Οταν μου ταιριάζει η ευαισθησία του σκηνοθέτη και μου αρέσει και η υπόθεση μιας ταινίας, το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον να δουλεύω για τον κινηματογράφο – και είναι κάτι που δεν θα το έκανα ποτέ για τα χρήματα. Οχι ότι τα λεφτά δεν παίζουν ρόλο… Αυτό που με συγκινεί όμως είναι το ίδιο το θέμα, η σιγουριά ότι θα το απολαύσω».


Αυτή τη στιγμή, αν δεν κάνω λάθος, κάνετε εμφανίσεις μαζί με την κόρη σας.


«Ναι, παίζουμε μαζί και την απολαμβάνω πολύ αυτή τη συνεργασία γιατί, εκτός από κόρη μου, είναι μαθήτριά μου και μάλιστα πολύ προικισμένη».


– Πώς σας φαίνεται που η Ανούσκα έχει συμπράξει σε κονσέρτα με τη Μαντόνα, τον Στινγκ, τον Ελτον Τζον, τη μακαρίτισσα τη Νίνα Σιμόν; «Προδοσία» στην ινδική παράδοση;


(Γέλια) «Οχι, όχι. Κάθε άλλο. Είναι αυτό που σας έλεγα στην αρχή. Εχει πολλά ταλέντα και ό,τι κάνει το κάνει εξαιρετικά καλά· γράφει, παίζει πιάνο, ασχολείται και με τη δυτική μουσική… Είναι πάρα πολύ καλή».


Αρα αυτά τα πράγματα είναι λίγο κληρονομικά;


«Και ναι και όχι. Γιατί υπάρχουν και περιπτώσεις προικισμένων ανθρώπων που τα παιδιά τους βγαίνουν χωρίς κανένα ενδιαφέρον και χωρίς κανένα ταλέντο».


– Σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή τη συνέντευξη.


«Κι εγώ σας ευχαριστώ».


Ποιος είναι…


Ο Ραβί Σανκάρ γεννήθηκε στην ιερή για τους Ινδούς πόλη Μπενάρες. Βενιαμίν μιας οικογένειας από τη Βεγγάλη, στην ηλικία των δέκα ετών ακολούθησε τον μεγαλύτερο αδελφό του μαζί με μια ομάδα χορευτών και μουσικών, και πήγε στο Παρίσι όπου τελείωσε το σχολείο. * Επέστρεψε στην Ινδία σε ηλικία 18 ετών, όπου με μουσικό καθοδηγητή τον γκουρού του Αλαουντίν Καν στράφηκε στη μελέτη του παραδοσιακού ινδικού οργάνου σιτάρ αλλά και της κλασικής μουσικής. Αυτό τον έκανε τον πρώτο κλασικό μουσικό που πάντρεψε τους παραδοσιακούς ήχους με νέα πρότυπα και δυτικές ενορχηστρώσεις παρουσιάζοντας συγχρόνως και τη δική του μουσική. * Σε συνεργασία με την Ινδική Ραδιοφωνία ίδρυσε την Εθνική Ορχήστρα Δωματίου. * H γνώση και η εκτίμηση που έτρεφε για τη μουσική της Δύσης έγιναν το όχημα μέσω του οποίου μετάγγισε τη μαγεία της ινδικής μουσικής στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. * Εγραψε μουσική για τον Γεχούντι Μενουχίν, για τον Ζαν-Πιερ Ραμπάλ αλλά και για ιάπωνες μουσικούς ενώ συνεργάστηκε με κορυφαίους και ετερόκλητους καλλιτέχνες – από τον Νταβίντ Οϊστραχ ως το «σκαθάρι» Τζορτζ Χάρισον, ο οποίος είχε αναλάβει την παραγωγή του CD «Chants of India». * H προσφορά του αποτιμήθηκε σε τρία βραβεία Grammy, ένα «Νομπέλ» μουσικής (το Polar Music Prize που του απονεμήθηκε από τον βασιλέα της Σουηδίας), το Award of Deshikottam (με το οποίο τον τίμησε η Ιντιρα Γκάντι το 1982), το Αυτοκρατορικό Βραβείο Τεχνών της Ιαπωνίας, την ανώτατη τιμητική διάκριση της Ινδίας (Bharat Ratna «The Jewel of India»), τη μεγαλύτερη διάκριση του γαλλικού κράτους («Commandeur de la legion d’ Honneur») και τον τίτλο του ιππότη (που του απονεμήθηκε από τη βασίλισσα της Αγγλίας). * H χώρα του τού ανέθεσε να συνθέσει τον «Υμνο» για τον εορτασμό των 50 χρόνων από την ανεξαρτησία της Ινδίας. * Το τραγούδι του «Sare Jahan se Achcha» είναι το δημοφιλέστερο άσμα μετά τον εθνικό ύμνο για τους Ινδούς. * O συνθέτης της μουσικής για την ταινία «Γκάντι» έχει χριστεί επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών των ΗΠΑ, ισόβιο μέλος του ινδικού Κοινοβουλίου και καθηγητής στο New York City College. * Σήμερα ο χρόνος του μοιράζεται μεταξύ Ινδίας, Ηνωμένων Πολιτειών, Ευρώπης και Απω Ανατολής. * H σοφία που άντλησε από αυτό το «αέναο» ταξίδι του στον κόσμο συμπυκνώθηκε στην αυτοβιογραφία του («Raga Mala») και στα βιβλία του «My music, my life» και «Rag Anurag».


Ο Ραβί Σανκάρ και η κόρη του Ανούσκα Σανκάρ εμφανίζονται αύριο, Δευτέρα 12/5, στις 9.00 μ.μ., στη μουσική σκηνή «Σφεντόνα» (λεωφ. Αλεξάνδρας 22). H συναυλία διοργανώνεται από την Αττική Πολιτιστική Εταιρεία, η οποία, με την πεποίθηση ότι «Πολιτισμός και κοινωνική ευαισθησία, ταυτόσημες έννοιες», θα διαθέσει τα έσοδα στην ActionAid Ελλάς. Πωλήσεις εισιτηρίων: Select Tours (Βουλής 45-47, τηλ. 210 32.27.545, 210 32.27.467, από τις 09.00 ως τις 17.00) και Σφεντόνα (τηλ. 210 82.53.991, από τις 10.00 ως τις 14.00 και από τις 17.00 ως τις 20.00). Περισσότερες πληροφορίες: ActionAid (τηλ. 210 72.48.789) και Αττική Πολιτιστική Εταιρεία (τηλ. 210 64.57.406, 6944 267615). Τιμές πώλησης εισιτηρίων: 120, 60 και 25 ευρώ.