Στυφοί καρποί


Το μυθιστόρημα της Ερσης Σωτηροπούλου είναι σαν τον καρπό του τίτλου. Οταν τον πιάσει κανείς στα χέρια του, μοιάζει με ζουμερό πορτοκάλι αλλά αφήνει στυφή γεύση από νεράντζι. Και αυτό γιατί οι ήρωές της ζητούν ψιχία στοργής, όχι απεγνωσμένα, ούτε όμως και συνειδητά. Στην πνιγηρή ατμόσφαιρα του αθηναϊκού καύσωνα γνωρίζουμε ένα ένα τα πρόσωπα. Ο άεργος Ισίδωρος (άλλως Σιντ, παραπέμποντας στον Vicious των Sex Pistols) αρέσκεται να φτύνει πάνω στην τηλεόραση. Η αδελφή του, η Λία, έχει προσβληθεί από τον θανατηφόρο ιό Hcnvmb και νοσηλεύεται. Ο νοσοκόμος της, Σωτήρης, ζει μόνος αλλά επισκέπτεται συχνά τους γονείς του στο χωριό. Ο Σιντ και ο Σωτήρης γνωρίζονται μέσα από μια φάρσα (συνθήκη που η συγγραφέας γνωρίζει άριστα), μοιράζονται ένα κορίτσι, την Τζούλια, και ανεπιτυχώς επιχειρούν να αφανίσουν τη 12χρονη Νίνα. Ολα αυτά με υπόκρουση τη στριγκιά φωνή της μάινας που επαναλαμβάνει «γεια σου, Μαρία».


Το Ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές είναι ανισοβαρές στην προσέγγιση των ηρώων. Τα δύο αδέλφια, ο Σιντ και η Λία, παρουσιάζονται χωρίς βάθος πεδίου, με ελάχιστα στοιχεία να μας βοηθούν να αναπλάσουμε το παρελθόν τους· αρκεί όμως η αναφορά στον πατέρα, που τα χτυπούσε προς εκτόνωση, για να πάρουμε μια γεύση του περιβάλλοντος όπου ανατράφηκαν. Αντιθέτως, οι γονείς του Σωτήρη εμφανίζονται ως δευτεραγωνιστές, με το ευρύτερο σόι να κάνει «περάσματα» σε τραπεζώματα. Παίρνουν τον λόγο, έχουν άποψη και μάλιστα από τη συζήτηση προκύπτει το μότο «αφήστε τα πρόβατα στους τσοπάνους», κάτι που αποφθεγματικά διατυπώνει ο πατέρας σε κάθε ευκαιρία. Για την Τζούλια μαθαίνουμε ότι σπουδάζει βοηθός σε ιατρικά επαγγέλματα, προτιμά τους γκέι για παρέα, χορεύει λάγνα αλλά τα υπόλοιπα μένουν φλου. Τέλος, η Νίνα είναι εργαζόμενο παιδί (τουλάχιστον κατά την περίοδο των διακοπών) βοηθώντας στο σερβίρισμα στο καφενείο της θείας της. Η σχέση της με την οικογένειά της παρουσιάζεται κάπως θολή.



Η συνάντηση κάποιων προσώπων είναι προκλητικά συμπτωματική. Ισως επειδή η Ερση Σωτηροπούλου πιστεύει στη δύναμη του τυχαίου. Ισως πάλι αναγνωρίζει ότι οι σχέσεις των ανθρώπων εξελίσσονται πέρα από την ατομική βούληση. Ετσι καθώς το βιβλίο αναπτύσσεται ­ γραμμικά σε σχέση με τον χρόνο, με γωνιώδεις ελιγμούς ως προς το θέμα ­ οι ήρωες εμφανίζονται με μια θεατρική οικονομία, συνήθως ανά δύο. Ο Σιντ επισκέπτεται την αδελφή του στο νοσοκομείο αλλά εκείνη κατά κανόνα βαριέται νωρίς και του ζητεί με τον τρόπο της να φύγει. Εν γένει έχει διάθεση αναπόλησης αλλά αυτός είτε αμφισβητεί τις αναμνήσεις ως ψευδείς είτε τις έχει θάψει στο υποσυνείδητο. Το επόμενο ντούο αποτελείται από τον Σιντ και την Τζούλια: γνωρίζονται από ένα παράδοξο «καμάκι» (όπου η Σωτηροπούλου καταθέτει ένα από τα καλύτερα δείγματα του χιούμορ της) και καταλήγουν στο κρεβάτι χωρίς πολλές συζητήσεις.


Μια άλλη δυάδα αποτελείται από την ασθενή Λία και τον νοσοκόμο Σωτήρη που την αντιμετωπίζει ως τη «βλαμμένη στον θάλαμο έντεκα», λόγω των ιδιοτροπιών της. Το ενδιαφέρον αρχίζει να εντείνεται όταν ο Σιντ αναλαμβάνει για χάρη της αδελφής του να τιμωρήσει τον Σωτήρη. Οι δύο νέοι άνδρες είναι εκ διαμέτρου αντίθετοι. Ο ένας ξυπνά με μπίρα, σέρνεται στα μπαρ χωρίς να αγωνιά για την ανεργία και μόνο όταν φέρνει ένα κορίτσι στο σπίτι θυμώνει που το έχει σαν τρώγλη. Ο άλλος είναι ανέραστος, ζει σε κλινική καθαριότητα και είναι τόσο τυπικός που κάθε φορά που πάει στο χωριό αγοράζει πάστες για τη μάνα του. Ο Σιντ λοιπόν του κάνει μια φάρσα, τον πείθει ότι υπήρξαν συμμαθητές (παρ’ ότι η διαφορά ηλικίας είναι εμφανής), τον προσκαλεί σε δείπνο και, τέλος, κερδίζει την εμπιστοσύνη του. Το κλου είναι να του φορτώσει το ομιλούν πτηνό για να του αναστατώσει τη ζωή. Ο μοναχικός νοσοκόμος πιστεύει ότι απέκτησε έναν φίλο και τον κάνει συνένοχο σε ένα μυστικό. Θέλει να εξαφανίσει την ανήλικη Νίνα στο παραθαλάσσιο χωριό γιατί πιστεύει ότι τον αναγνώρισε την ώρα που επιδιδόταν στην προσφιλή συνήθεια της επιδειξιμανίας (ιδιαιτερότητα που έχει απασχολήσει ξανά τη συγγραφέα). Το κορίτσι βέβαια δεν έχει πάρει χαμπάρι: δέχθηκε το τσαλακωμένο χαρτονόμισμα που της προσέφερε για να τον κοιτάει, αγόρασε δύο σουβλάκια και συνέχισε να ονειροπολεί και να γράφει στίχους για το αγόρι που έχει κιαλάρει.


Ο ρόλος της Νίνας στη μυθοπλασία είναι και αυτός ανισοβαρής καθώς ο μόνος κοινός τόπος στην ιστορία είναι οι δύο συναντήσεις με τον «ανώμαλο» και η άτσαλη απόπειρά του να την παγιδεύσει. Εν τούτοις οι σελίδες της είναι από τις πιο ωραίες στο βιβλίο, όπως και η περιγραφή του νεανικού έρωτα (πηγαίνει στην προκυμαία μόνο και μόνο για την πιθανότητα να τον δει να περνά φορώντας τα New Balance παπούτσια του). Για να κλείσει ο κύκλος, η Τζούλια γνωρίζει τον Σωτήρη πάλι συμπτωματικά, στο πλαίσιο ενός σεμιναρίου για τα ιατρικά επαγγέλματα. Πηγαίνει στο σπίτι του όπου συναντά τη μάινα και αντιλαμβάνεται σημάδια που την πείθουν ότι ο κόσμος είναι πολύ μικρός και αυτό που νομίζουμε απίθανο ή ακραίο είναι απλά η καθημερινότητα. Στο τέλος του βιβλίου τα πάντα έχουν προδοθεί αλλά κανείς δεν νιώθει προδομένος. Η φιλία, η ερωτική σχέση, η αδελφική αγάπη, όλα υποδαυλίζονται, χωρίς όμως να υπάρχουν συναισθηματικές απώλειες.


Η γενιά της μικρομεσαίας ηλικίας εμφανίζεται ελαφρώς απαθής, σκληρή, πικραμένη. Ευτυχώς η Ερση Σωτηροπούλου πεδικλώνει την αφήγηση με πνευματώδεις ατάκες και δεν επιτρέπει να χαθεί η καλή διάθεση. Κάτι ακόμη: οι διάλογοι είναι ­ επιτέλους ­ αληθινοί. Οι ήρωες μιλούν σαν κανονικοί άνθρωποι αφήνοντας κατά μέρος τις λογοτεχνίζουσες μακρηγορίες που κατατρύχουν νεότερους συγγραφείς (και τους αναγνώστες τους). Η τελική εντύπωση είναι ότι το ανομοιοβαρές ήταν και το επιθυμητό. Και ότι η Ερση Σωτηροπούλου βάζει κάθε φορά τον πήχυ και πιο ψηλά.