Το «ελληνικό κεφάλαιο» της ετήσιας αμερικανικής έκθεσης για την τρομοκρατία οδηγεί σε πολλές σκέψεις. Είναι σκληρό, άδικο ίσως στις υπερβολές του και θεσμικά παράδοξο: με ποιο δικαίωμα μια χώρα ­ και όχι ένας διεθνής οργανισμός όπου θα είχαν όλοι οι «κατηγορούμενοι» το δικαίωμα της υπεράσπισης και του αντίλογου ­ αποφαίνεται κυρίαρχα για τα των άλλων; Θα είχαν ως προς αυτό ενδιαφέρον οι πιθανές αμερικανικές αντιδράσεις σε μια ευρωπαϊκή έκθεση που ­ απλή υπόθεση εργασίας κάνουμε ­ θα κατέγραφε τα των θανατικών εκτελέσεων στις ΗΠΑ.


Οι αντιδράσεις μας δεν θα έπρεπε όμως να περιοριστούν στα γνωστά αναθέματα των επαγγελματιών του αντιαμερικανισμού που καταδικάζουν ό,τι κι αν κάνουν οι Αμερικανοί με την ίδια ευκολία που παραβλέπουν τα εγκλήματα των ιδεολογικά, θρησκευτικά ή πολιτικά «δικών τους».


Σχεδόν όλοι συμφωνούμε με τη διαπίστωση ότι το αποτέλεσμα των προσπαθειών για την αντιμετώπιση στον τόπο μας της κάθε λογής τρομοκρατίας είναι τουλάχιστον απογοητευτικό, ακόμα και για τα περίφημα καθημερινά «γκαζάκια». Την «ευθύνη» τους όλο και κάποιος ανώνυμος «επαναστάτης» βρίσκεται να διεκδικήσει. Κανένας όμως εδώ δεν διεκδικεί την ευθύνη των αποτυχιών της δίωξης. Μήτε καν οι διάφοροι υπουργοί που πέρασαν από την οδό Κατεχάκη και παρεπιδημούν, με την πείρα του «ειδικού», στα τηλεοπτικά παράθυρα. Αρα υπάρχει πρόβλημα και δεν μας φταίνε οι Αμερικανοί.


Δύσκολα μπορεί κανείς να αρνηθεί επίσης ότι υπάρχει στη χώρα μας ένας παραληρηματικός αντιαμερικανισμός, ότι πάμπολλοι διαδηλωτές με ευκολία καίνε αμερικανικές σημαίες και θεωρούν την Ελλάδα «απαγορευμένο έδαφος» για κάθε Αμερικανό, ότι θεωρούν «εγκληματικές» τις πολιτικές της Ουάσιγκτον και ότι αυτό δεν περιορίζεται σε ορισμένους ακροαριστερούς χώρους, σημειώνεται σε όλους τους χώρους, ακόμα και μεταξύ των μελών του… Συμβουλίου Επικρατείας ή της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Ποια είναι η διαφορά με την «ιδεολογία» των τρομοκρατών;


Είναι ενδεικτικό ότι ένας μεγάλος αριθμός τρομοκρατικών πράξεων είχε και έχει αμερικανικούς «στόχους» αν συνέβαινε το ίδιο για μας στην Αλβανία για παράδειγμα, δεν θα λέγαμε τίποτε, και μάλιστα αν «λαός» και τρομοκράτες εκφράζονταν ο καθένας με τον τρόπο του αλλά με τα ίδια συνθήματα;


Ηταν αναμενόμενο τα γεγονότα του 1999 (Οτσαλάν, Κόσοβο, επίσκεψη Κλίντον) να οδηγήσουν στην έκθεση του 2000. Και δεν είναι απλό «επεισόδιο» η έκθεση αυτή. Χωρίς να φταίει η κυβέρνηση ­ που προσπάθησε να περιορίσει την εμβέλεια όλων των γεγονότων ­ οι συνέπειες μπορεί να αποδειχτούν σοβαρές. Μια έκθεση σαν κι αυτή, που αποτελεί φυσικά καλό μοχλό πολιτικής πίεσης, και τον τουρισμό μπορεί να βλάψει και τις επενδύσεις να περιορίσει. Ισως μάλιστα η «έξοδος» τόσων αμερικανών θεσμικών από την ελληνική χρηματαγορά, που ακολούθησε τη δύσκολη επίσκεψη του κ. Κλίντον, να μην είναι άσχετη με το κακό κλίμα που δημιουργήθηκε.


Η αλήθεια να λέγεται: κινδύνευσε η χώρα μας με την υπόθεση Οτσαλάν και οι πρωταγωνιστές της παραμένουν τιμητές και κατήγοροι αντί να λογοδοτούν ενώ το κράτος δεν προστάτευσε καν όσους προσπάθησαν να το βοηθήσουν εκείνες τις μαύρες ημέρες. Τέτοια αχαριστία… Κινδύνευσαν τα διεθνή συμφέροντα της χώρας μας με την άκριτη σερβοφιλία που καλλιέργησαν οι γνωστοί, κινδύνευσαν και οι σχέσεις μας με την υπερδύναμη και εξακολουθούμε, μερικές φορές και με τη σύμπραξη κυβερνητικών παραγόντων, όχι να εκφράζουμε κριτικές απόψεις για τους συμμάχους μας αλλά την καλλιέργεια του μίσους.


Ομως, υπάρχει και αυτό, ασφαλώς το σημαντικότερο: η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας είναι θέμα πρώτο για μας τους ίδιους. Η αμερικανική υπενθύμιση, ασφαλώς ενοχλητική ίσως μάλιστα και προσβλητική, έχει ένα μέγα χάρισμα: μας το υπενθυμίζει. Και αυτό σε μια στιγμή όπου προβλήθηκαν εντυπωσιακά αλλά χωρίς λόγο (;) απόψεις για την «αμνήστευση» των μελών της 17 Νοέμβρη που δεν το ζήτησαν καν. Αυτό δεν προβληματίζει;