Παναγής Γαλιατσάτος, «Δεν μπορούμε να νικήσουμε τον ιό χωρίς τη βοήθεια της κοινωνίας»
Ο επίκουρος καθηγητής Πνευμονολογίας και Επείγουσας Ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Johns Hopkins, μιλάει στο ΒΗΜΑgazino για την πορεία του και για τις τελευταίες εξελίξεις γύρω από την πανδημία.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Στη Βαλτιμόρη είναι ακόμη νωρίς το πρωί όταν ξεκινά η συνέντευξή μας με τον επίκουρο καθηγητή Πνευμονολογίας και Επείγουσας Ιατρικής Παναγή Γαλιατσάτο. Ο χρόνος του είναι πολύτιμος. Σε μισή ώρα πρέπει να βρίσκεται στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο Johns Hopkins στη Βαλτιμόρη των ΗΠΑ όπου εργάζεται τα τελευταία χρόνια. Μια ακόμη δύσκολη ημέρα τον περιμένει ως επικεφαλής μιας από τις μονάδες COVID-19 του κορυφαίου νοσοκομείου. «Δυστυχώς, οι κλίνες είναι γεμάτες» αναφέρει μιλώντας στο ΒΗΜΑgazino. «Αυτό όμως που θα ήθελα να τονίσω ότι είναι το 90% των ασθενών που έχουν διασωληνωθεί είναι ανεμβολίαστοι. Από τους υπόλοιπους διασωληνωμένους, οι μισοί δεν έχουν λάβει την ενισχυτική τρίτη δόση».
Παιδί ελλήνων μεταναστών, ο Παναγής Γαλιατσάτος γεννήθηκε στη Βαλτιμόρη. Μεγάλωσε στη περίφημη γειτονιά Greektown. Ο πατέρας του ελαιοχρωματιστής από την Kεφαλλονιά και η μητέρα του μοδίστρα από το χωριό Παλιάμπελα κοντά στη Βόνιτσα. «Στο σπίτι μιλούσαμε μόνο ελληνικά. Αφού όταν πήγα για πρώτη φορά σχολείο, μου φάνηκε παράξενο που άκουγα μια άλλη γλώσσα» λέει γελώντας. Εξ ου και ομιλεί άριστα την ελληνική και μέχρι και σήμερα άλλωστε επιμένει να μιλάει μόνο ελληνικά στις δύο κόρες του.
Ηταν πάντα ένα παιδί που ξεχώριζε. Αρχικά σπούδασε Βιολογία και Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Temple της Φιλαδέλφειας. Συνέχισε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Mέριλαντ στη Βαλτιμόρη και πήρε την ειδικότητα της παθολογίας στο Johns Hopkins, για να συνεχίσει στην πνευμονολογία και στην εντατικολογία. Μεταξύ άλλων, εργάστηκε στο Ινστιτούτο Υγείας των ΗΠΑ (NIH), όπου γνωρίστηκε με τον «εθνικό γιατρό των Αμερικανών», τον δρα Αντονι Φάουτσι, και συνεργάστηκε μαζί του πάνω στην καταπολέμηση του ιού Εμπολα. Από το 2018 εργάζεται στο Johns Hopkins. «Πρόκειται για ένα πανεπιστημιακό νοσοκομείο. Το 50% της δουλειάς μου είναι να βρίσκομαι δίπλα στους ασθενείς και το άλλο 50% αφιερώνεται στην έρευνα και στους φοιτητές» εξηγεί. Αν κάτι τον κάνει ιδιαίτερα υπερήφανο, είναι το πρόγραμμα «Medicine for the Greater Good» (MGG) που συνίδρυσε και συνδιευθύνει και το οποίο «τρέχει» μέσω του νοσοκομείου Johns Hopkins έχοντας αλλάξει τη ζωή σε πάνω από 10.000 κατοίκους της Βαλτιμόρης: «Είναι ένα πρόγραμμα για το πώς η ιατρική κοινότητα, δουλεύοντας με τις τοπικές κοινότητες, τη γειτονιά, τις εκκλησίες, τα σχολεία, μπορεί να συμβάλει στην υγεία των μελών μιας κοινωνίας. Ξέρετε, έβλεπα πολλές φορές στο νοσοκομείο να έρχεται ένας ασθενής. Του έλεγε ο γιατρός: «Πρέπει να πάρεις το τάδε φάρμακο». Και αυτός ο γιατρός δεν γνώριζε καν αν ο ασθενής του είχε τα χρήματα να το προμηθευτεί. Πρέπει να γνωρίζουμε τις ανάγκες του κάθε ασθενούς. Και την ίδια στιγμή πρέπει να γνωρίζουμε τον σωστό τρόπο να μεταδώσουμε την πληροφορία. Τα επιστημονικά στοιχεία από μόνα τους δεν είναι επαρκή για να πείσουν κάποιον. Το είδαμε τώρα με το εμβόλιο. Πρέπει το μήνυμα να είναι κομμένο και ραμμένο στις ανάγκες του ακροατηρίου».
Εδώ και σχεδόν 10 χρόνια δουλεύει με όλες τις θρησκευτικές κοινότητες της Βαλτιμόρης, με χριστιανούς, εβραίους, μουσουλμάνους. «Οι γιατροί δεν πρέπει να είμαστε κλεισμένοι στα γραφεία, αλλά να μιλάμε με την κοινωνία» λέει εμφατικά. Ο ίδιος, μάλιστα, συμπύκνωσε τη γνώση που συγκέντρωσε μέσα από αυτές τις πρωτοβουλίες στο βιβλίο με τίτλο «Βuilding Healthy Communities through Medical-Religious Partnerships» που συνυπογράφει με δύο ακόμη επιστήμονες.
Η μάχη ενάντια στην COVID-19
Οι ισχυροί δεσμοί που έχτισε με τις τοπικές κοινωνίες ο Παναγής Γαλιατσάτος, ο «Dr G.», όπως τον αποκαλούν οι ασθενείς που δυσκολεύονται να προφέρουν το ελληνικό του όνομα, αποδείχθηκαν ιδιαίτερα χρήσιμοι στην περίοδο της COVID-19. «Με την πανδημία καταλάβαμε ότι δεν μπορούμε να νικήσουμε τον ιό χωρίς τη βοήθεια της κοινωνίας. Δεν φτάνει ότι έχουμε το εμβόλιο αν δεν πείσουμε τους ανθρώπους να εμβολιαστούν. Οση πρόοδο και αν σημειώσει η ιατρική κοινότητα, αν δεν γνωρίσει τον ίδιο τον άνθρωπο, θα αποτύχει. Θυμάμαι, στις 13 Μαρτίου του 2020 στη Βαλτιμόρη οδηγηθήκαμε σε γενικό lockdown. Στις 16 Μαρτίου συνεχίσαμε μέσω του προγράμματος «Medicine for the Greater Good» και ενημερώναμε μέσω Zoom τις κοινότητες με τις οποίες συνεργαζόμαστε σχετικά με τα μέτρα που έπρεπε να λάβουν για να αντιμετωπίσουν την COVID-19, τι έπρεπε να κάνουν για να μείνουν ασφαλείς».
Μόλις ξεκίνησε το πρόγραμμα των εμβολιασμών, ο δήμαρχος της Βαλτιμόρης εξέφρασε στον Παναγή Γαλιατσάτο την ανησυχία του ότι οι κάτοικοι δεν θα δεχθούν εύκολα να εμβολιαστούν. «»Συνεργαζόμαστε με 80 εκκλησίες» του απάντησα. «Eχουμε δημιουργήσει δεσμούς εμπιστοσύνης με αυτούς τους ανθρώπους. Γιατί δεν κάνετε το ίδιο και με τις υπόλοιπες εκκλησίες και τα σχολεία;» του πρότεινα. Kαι πράγματι, με όποια κοινότητα συνεργαστήκαμε, τα μέλη της εμβολιάστηκαν σε ποσοστό 100%».
Στη διάρκεια της πανδημίας, πέρα από τη σκληρή δουλειά στο νοσοκομείο, ο Παναγής Γαλιατσάτος βρέθηκε δίπλα στην κοινωνία, σε εκκλησίες αλλά και σε σχολεία, μέσω Zoom αλλά και διά ζώσης όταν οι υγειονομικές συνθήκες το επέτρεπαν, για να πείσει τους ανθρώπους για την ανάγκη του εμβολιασμού: «Ζητούσα μόνο το 5% του χρόνου που μου έδιναν για να μιλήσω. Και το υπόλοιπο 95% του χρόνου ήθελα να αφιερωθεί στον κόσμο για να με ρωτήσει ό,τι τον απασχολούσε. Τους εξηγούσα ότι έχουμε όλα τα όπλα για να νικήσουμε τον ιό, που είναι οι μάσκες και φυσικά τα εμβόλια. Αρκετές φορές οι άνθρωποι με ρωτούσαν αν το εμβόλιο εμπεριέχει microchip. Ποτέ δεν γέλασα με αυτή την ερώτηση. Την απαντούσα πάντα με σοβαρότητα. Αντίθετα, θύμωνα όταν έβλεπα άλλους συναδέλφους να γελούν. Αν κάποιοι άνθρωποι δεν εμβολιάζονται είναι γιατί εμείς ως ιατρική κοινότητα αποτύχαμε και χάσαμε το στοίχημα να τους πείσουμε, με αποτέλεσμα να επικρατήσουν αντιεπιστημονικές απόψεις που επηρέασαν μέρος του πληθυσμού. Αυτό συνέβη γιατί εμείς οι γιατροί καθίσαμε στα εργαστήρια και στα γραφεία μας και χάσαμε την επαφή με την κοινωνία. Ο μόνος τρόπος να νικήσουμε την πανδημία είναι να νικήσουμε τον φόβο των ανθρώπων. Πλέον έχουμε όλα τα όπλα».
Το τέλος της πανδημίας
Πότε όμως θα νικήσουμε την πανδημία; «Αυτό δεν θα συμβεί μια μέρα ξαφνικά» απαντά. «Ας μην πιστέψουμε ότι θα επιστρέψουμε στις ημέρες του 2019. Από εδώ και πέρα θα μάθουμε να ζούμε με τον ιό. Τα εμβόλια είναι εδώ, όμως, για να μας βοηθήσουν. Και ξεκαθαρίζω ότι δεν εμβολιαζόμαστε για να μη μολυνθούμε από την COVID-19, αλλά ώστε αν τύχει και κολλήσουμε, αυτός ο ιός να μη βλάψει σοβαρά την υγεία μας. Θα τον έχουμε νικήσει αν τα νοσοκομεία μας πάψουν να είναι γεμάτα από ασθενείς, αν μετατρέψουμε την COVID-19 σε ένα απλό κρύωμα. Θα πρέπει λοιπόν να συνεχίσουμε να κάνουμε τεστ, να συνεχίσουμε να φοράμε μάσκες – εγώ άλλωστε ως πνευμονολόγος ελπίζω να τις αγαπήσουμε, γιατί μας προστατεύουν από πολλά».
Ο ίδιος διαβλέπει το τέλος της πανδημίας να έρχεται μέσα στους επόμενους οκτώ μήνες: «Ωστόσο, όσο υπάρχουν στον κόσμο άνθρωποι που παραμένουν ανεμβολίαστοι, μπορεί να αναπτυχθούν επικίνδυνες μεταλλάξεις του ιού που θα μας βάλουν σε νέες περιπέτειες. Επαναλαμβάνω, το θέμα είναι να ελέγξουμε τις εισαγωγές στα νοσοκομεία. Τελικώς, θα μάθουμε να ζούμε με την COVID-19 όπως ζούμε με το αυτοκίνητο. Δεν σταμάτησε κανείς να μπαίνει στο αυτοκίνητο επειδή μπορεί να τρακάρει. Απλώς φοράει ζώνη και οδηγεί προσεκτικά. Και, ναι, ίσως για τα επόμενα πέντε χρόνια μετά το τέλος της πανδημίας να πρέπει να κάνουμε μία ή δύο δόσεις εμβολίου τον χρόνο μέχρι να τον περιορίσουμε».
Γιατί όμως η ιατρική κοινότητα δεν έδωσε βάση τόσο στα φάρμακα εναντίον της COVID-19; «Πρώτον, έχει γίνει τεράστια πρόοδος και στο κομμάτι των θεραπειών» αναφέρει. «Αλλά μην ξεχνάμε ότι και το εμβόλιο φάρμακο είναι. Είναι το «θυμητικό» του οργανισμού μας που τον προετοιμάζει να νικήσει τον ιό. Αλλωστε, πρέπει να ξέρουμε ότι τα φάρμακα, οι αντιβιώσεις, είναι αποτελεσματικά απέναντι στα βακτήρια και όχι στους ιούς. Νικήσαμε την ευλογιά με το εμβόλιο, όχι με φάρμακα».
Οι δύσκολες στιγμές
Ως επικεφαλής μιας εκ των μονάδων COVID-19, ποια ιστορία ασθενούς έχει χαραχθεί βαθιά μέσα του; «Οπως γνωρίζετε, ένας ασθενής COVID-19 δεν μπορεί να έχει μαζί του στο νοσοκομείο τους συγγενείς του. Θυμάμαι μια από τις πρώτες περιπτώσεις που αντιμετώπισα. Είχα καταλάβει ότι η γυναίκα θα έφευγε από τη ζωή, ότι δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα πλέον για να τη βοηθήσουμε. Τηλεφώνησα στον γιο της και είχα το δυσάρεστο καθήκον να του ανακοινώσω ότι η μητέρα του πρόκειται σύντομα να πεθάνει. «Γιατρέ, σε παρακαλώ, μην την αφήσεις μόνη της. Θέλω να νιώθει κάποιον μαζί της εκείνη την ώρα». Κάθισα δίπλα της λοιπόν, της κρατούσα το χέρι, με τον γιο της να μας κοιτάζει από την ανοιχτή κάμερα και να σπαράζει, μέχρι που εκείνη άφησε την τελευταία της πνοή. Επειτα ήμουν ένα ψυχολογικό ράκος. Θεώρησα όμως χρέος μου να κάνω το ίδιο για κάθε ασθενή που χάσαμε. Είδα λοιπόν συγγενείς να κλαίνε, άλλους να τραγουδούν στο αγαπημένο τους πρόσωπο. Είναι στιγμές που χαράζονται μέσα σου για πάντα. Ως γιατρός, συνήθως ανακοίνωνες τον θάνατο ενός ασθενούς στους συγγενείς, έκλεινες την πόρτα και έφευγες. Με την COVID-19 περνούσες τον θρήνο μαζί τους».
Ο Παναγής Γαλιατσάτος είναι λοιπόν ένας γιατρός που στέκεται δίπλα στους ασθενείς του. Διευθύνει μάλιστα και την Κλινική Διακοπής Καπνίσματος του Johns Hopkins: «Πρόκειται για έναν τομέα που με ενδιαφέρει πολύ και αυτό συνδέεται ξεκάθαρα με την ελληνική καταγωγή μου. Παρατήρησα ότι μεγάλο μέρος από τους Ελληνες της Βαλτιμόρης έφευγε από τη ζωή εξαιτίας καρκίνου των πνευμόνων. Η καρδιά μου πάντα βρίσκεται στην Ελλάδα».

