Και τι δεν μπορούν να «διηγηθούν» μικρές πέτρινες ψηφίδες σφηνωμένες σαν κομμάτια παζλ σε επιφάνειες πεζοδρομίων. Υπάρχουν παντού στο Βερολίνο, όπως και σε πολλές γερμανικές πόλεις. Δεν μπορείς να μη σκοντάψεις, γι’ αυτό και οι Γερμανοί τις αποκαλούν Stolpersteine («σκονταφτόπετρες» σε ακριβή μετάφραση).

Βερολίνο, Ανταπόκριση

Kοντοστέκονται για να διαβάσουν ονόματα, ημερομηνίες, τόπους χαραγμένους με χρυσό χρώμα για να διακρίνονται ακόμη και τη νύχτα. Δεν έχει τόσο σημασία η ημερομηνία γέννησης, όσο ο τόπος του θανάτου. Οι περισσότεροι σε θαλάμους αερίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης των Ναζί στο Αουσβιτς, στο Νταχάου, στο Μπέργκεν-Μπέλσεν, στο Νοϊενγκάμε, στο Μπούχενβαλντ.

Τετράγωνες απέριττες ψηφίδες που «διηγούνται» στους περαστικούς ανείπωτες ιστορίες φρίκης. Εγκλήματα που δεν τα χωράει ανθρώπινος νους. Προσωπικά δράματα ψυχασθενών κι άλλων ανίατα ασθενών που έγιναν πειραματόζωα για να εξελίξουν οι Ναζί σε επιστήμη τη συστηματική εξόντωση Εβραίων, Σίντι και Ρομά, ομοφυλοφίλων, αντικαθεστωτικών κι άλλων εσωτερικών «εχθρών» της Γερμανίας του Χίτλερ.

Μια ζωντανή-νεκρή

Οδός Οράνιενπλατζ 15 ή Ελεζαμπετούφερ 15, όπως λεγόταν πολύ παλαιότερα. Το όνομα της Ντοροτέα Μπόλτε λαμποκοπά κάτω από τον ανοιξιάτικο βερολινέζικο ήλιο. Στο σπίτι που σώζεται ακόμη ζούσε με τον πατέρα της, τον φημισμένο Γιοχάνες Μπόλτε, έναν από τους σπουδαιότερους στον κόσμο και πολυβραβευμένους ερευνητές της αφηγηματικής λογοτεχνίας. Το διδακτορικό του το έκανε στον Ομηρο. Μητέρα της η Μαργκαρέτε Μπόλτε, το γένος Πόμπε.

Η Ντοροτέα γεννήθηκε το 1892 και δούλευε ως βιβλιοθηκάριος. Πολλά για τη ζωή της δεν είναι γνωστά. Γιατί, ιδίως τα τελευταία χρόνια πριν «πεθάνει», ήταν μια ζωντανή-νεκρή. Χτυπημένη και κοινωνικά στιγματισμένη από τη σχιζοφρένεια, μπαινόβγαινε στα ψυχιατρεία αναζητώντας βοήθεια. Κάποια ημέρα του Οκτώβρη του 1940 ξαναμπήκε σε ψυχιατρείο και οι γιατροί τη μετέφεραν στη λεγόμενη πτέρυγα ευθανασίας «Aktion Τ4» του Βρανδεμβούργου/Χάβελ, δυτικά του Βερολίνου. Εκεί θανατώθηκε σε θάλαμο αερίων.

«Το Τ4 ήταν συντομογραφία της οδού Τιεργκάρτεν 4 στο Βερολίνο, εκεί βρισκόταν η αρμόδια υπηρεσία που συντόνιζε το σχέδιο εξόντωσης ανθρώπων με αναπηρία, σωματική ή ψυχική, στο πλαίσιο εθνικοσοσιαλιστών ιδεών ευγονίας» λέει στο «Βήμα» ο Γκέραλντ Ζόμερ, ιστορικός ερευνητής, συγγραφέας και πρόεδρος της Εταιρείας Χαϊμίτο φον Ντόντερερ.

«Οποιος από τον γερμανικό λαό δεν άξιζε να ζει, έπρεπε να εξοντωθεί με κάποιον τρόπο, ήταν χαρακτηριστικό της εποχής, όχι μόνο στη Γερμανία. Ηταν, για να το πω χαρακτηριστικά, της μόδας. Στη Γερμανία ήταν το πρώτο στάδιο της διαδικασίας προς την Τελική Λύση των Εβραίων. Γίνονταν πειράματα σε αυτούς τους ανθρώπους. Επρόκειτο για μια αδιάκοπη εξέλιξη προς την τελική εξόντωση».

«Επιθυμία του Φύρερ»

Πόσοι εξοντώθηκαν με αυτόν τον τρόπο; Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα. Υπολογίζονται, ήδη στις αρχές του 1940, σε 30.000 ανθρώπους με ψυχολογικές και σωματικές αναπηρίες, ανάμεσά τους και βρέφη. Αλλων 30.000 οι φάκελοι εξαφανίστηκαν. «Η διαδικασία κάποια στιγμή σταμάτησε επίσημα επειδή η Εκκλησία προέβαλε αντίσταση, αλλά ανεπίσημα συνεχίστηκε. Σε μια περίπτωση μάλιστα υπήρξε ένας και μοναδικός δικαστής που επιχείρησε να σταματήσει τα πειράματα με την ανθρώπινη ζωή» προσθέτει ο Ζόμερ.

Επρόκειτο για τον Λόταρ Κρέισιχ που διορίστηκε σε δικαστήριο του Βρανδεμβούργου. Το αντικείμενό του ήταν να αποφασίζει για την κηδεμονία ατόμων με πνευματική υστέρηση. Παρατήρησε όμως ότι όσοι πήγαιναν σε διάφορα ιδρύματα, δεν γυρνούσαν ποτέ. Εδωσε λοιπόν διαταγή να μη μεταφέρεται κανείς, εάν δεν ελάμβανε ο ίδιος πρώτα γνώση.

Αμέσως τον κάλεσε στο Βερολίνο ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Φραντς Γκίρτνερ και του συνέστησε φιλικά να σταματήσει γιατί εναντιωνόταν στην επιθυμία του Φύρερ. «Καμία επιθυμία του Φύρερ δεν μπορεί να δημιουργήσει δίκαιο» του απάντησε. Και παραιτήθηκε από το δικαστικό σώμα. «Ευτυχώς ήταν εύπορος, έζησε ως συνταξιούχος, πέθανε το 1986» λέει ο Ζόμερ. «Ηταν ο μοναδικός δικαστής που αντιστάθηκε, σπάνια εντυπωσιάζομαι από ανθρώπους, αλλά απέδειξε σπάνιο ανάστημα υπό αυτές τις συνθήκες».

Η ιστορία της Ντοροτέα Μπόλτε θα ήταν άγνωστη εάν δεν ήταν γνωστός ο πατέρας της. Εάν δεν παρουσιάζονταν κάποιες ευτυχείς συγκυρίες που έκαναν μέλη της ευρύτερης οικογένειάς της, ιδιώτες, ερευνητές, ιστορικούς και δωρητές να δώσουν «φωνή» σε μια γυναίκα που σε ηλικία 48 χρόνων εξοντώθηκε από τους Ναζί επειδή ήταν σχιζοφρενής.

«Πίσω από κάθε τέτοια πέτρα κρύβεται μια τραγική ιστορία, μια απάνθρωπη ιδεολογία που οδήγησε κυριολεκτικά στην καταστροφή χιλιάδες ψυχικά ασθενείς, όπως την Ντοροτέα» είπε η Κλάρα Χέρμαν, δήμαρχος του Κρόιτσμπεργκ, στους συγκεντρωμένους συγγενείς, φίλους κι αγνώστους που ήρθαν για να τιμήσουν τη μνήμη της. «Ιδιαίτερα σε εποχές που οι άνθρωποι αντιμετωπίζονται με εχθρότητα, κάθε ανθρώπινη ζωή πρέπει να είναι σεβαστή. Και σε κάθε μορφή περιφρόνησης της ανθρωπότητας θα πρέπει να εναντιωνόμαστε όλοι μαζί με αποφασιστικότητα για να κάνουμε σαφές ότι τέτοιες ενέργειες δεν έχουν θέση στην κοινωνική μας συνύπαρξη».

Ιστορίες που δεν ειπώθηκαν

Κάθε μικρή πέτρινη ψηφίδα μοιρασμένη σε πεζοδρόμια και εισόδους σπιτιών είναι και μια τραγική ιστορία που δεν πρόλαβε να ειπωθεί. Του εβραίου γείτονα που ένα πρωινό εξαφανίστηκε. Του άγνωστου αντιστασιακού που φυλακίστηκε και εκτοπίστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Του ομοφυλόφιλου που κυνηγήθηκε κι αυτοκτόνησε. Εκατοντάδες χιλιάδες τέτοιες ψηφίδες υπάρχουν σε ολόκληρη τη Γερμανία. Και κάθε μέρα προστίθεται κι άλλη μία.

Είναι οι άγνωστοι της διπλανής πόρτας, της κοντινής πολυκατοικίας, που απέκτησαν ξαφνικά υπόσταση, όνομα, αξιοπρέπεια. Αυτός ήταν και ο στόχος εκείνου που είχε και την ιδέα με τις πέτρες, του γλύπτη Γκίντερ Ντέμινγκ: να φέρει πίσω την ανθρώπινη αξιοπρέπεια στα θύματα του Ολοκαυτώματος. Σε όλους εκείνους που δεν πρόλαβαν να βγουν ζωντανοί από τα στρατόπεδα. Αλλά και εκείνους που γύρισαν εξαϋλωμένοι με χαραγμένο μέχρι το τέλος της ζωής τους έναν αριθμό στο μπράτσο.

«Τι να γινόταν άραγε στο μυαλό αυτής της γυναίκας, που έγραφε ποιήματα σε τετράδια της προγιαγιάς μου;» αναρωτήθηκε η νεαρή κοπέλα από το συγγενικό περιβάλλον της Ντοροτέα στη διάρκεια της λιτής συγκινητικής τελετής. «Να ένιωσε άραγε την κατανόηση των συνανθρώπων της μέσα στο φουρτουνιασμένο από την αρρώστια μυαλό της; Είμαι ευγνώμων σε όλους εκείνους που δεν τους άφησε αδιάφορους η τύχη της. Που έριξαν φως στη σύντομη διαδρομή της. Που πήραν στο χέρι αυτή την πέτρα και τη σφήνωσαν στο πεζοδρόμιό της. Για να «σκοντάφτουν» οι περαστικοί, έξω από το τελευταίο σπίτι της, Οράνιενπλατζ 15».