Θα μπορούσε να τους αποκαλέσει κανείς και πεθερούς της Ευρώπης. Το τηλεοπτικό φιλμ «Σε μια μέρα του Σεπτέμβρη» τιμά την πρώτη συνάντηση του Σαρλ ντε Γκωλ με τον Κόνραντ Αντενάουερ, ακριβώς σαν σήμερα, 14 Σεπτεμβρίου του 1958, ως την ημέρα που οδήγησε στην υπέρβαση της γαλλογερμανικής «κληρονομικής έχθρας».  Στο πίσω κάθισμα της μαύρης γυαλιστερής λιμουζίνας κάθεται ένας άνδρας με σκυθρωπό πρόσωπο.

Η αυτοκινητοπομπή καθυστέρησε επειδή κατευθύνθηκε κατά λάθος όχι προς στο Κολομπέ λε ντε Εγκλίζ, αλλά 100 χλμ μακρύτερα, στο Κολομπέ λε Μπελ. Ο άνδρας δεν είναι άλλος από τον Αντενάουερ, πρώτο καγκελάριο της μεταπολεμικής Γερμανίας. «Και ποιος θα φταίει εάν τα πράγματα στραβώσουν;» ρωτά ξαφνικά. «Τι ερώτηση είναι αυτή, κύριε καγκελάριε;» του απαντά ο σύμβουλός του. Ετσι ξεκινά η τηλεοπτική ταινία «Σε μια μέρα του Σεπτέμβρη» (ARTE, ZDF) που περιγράφει πώς τέθηκαν τα θεμέλια της γαλλογερμανικής φιλίας ύστερα από 250 χρόνια καταστροφικών πολέμων και εκατομμυρίων θυμάτων.

Αρχή του τέλους της εχθρότητας

Στην εξώπορτα τον προϋπάντησε ο ίδιος ο Ντε Γκωλ, του έσφιξε το χέρι και του μίλησε γερμανικά. Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν αιχμάλωτος πολέμου για δύο χρόνια, αλλά η μνήμη του δεν τον βοηθούσε. Αντί να ρωτήσει «Τι κάνεις;», τον ρώτησε «Πώς περπατάς;» και ο Αντενάουερ απάντησε έκπληκτος «με τα πόδια». Μια πραγματική ιστορία που αρέσκεται να αφηγείται μέχρι σήμερα ο πρώην πρόεδρος της Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ.

Για το τι ακριβώς συζήτησαν εκείνο το διήμερο, στην ιδιωτική κατοικία του τότε πρωθυπουργού της Γαλλίας, οι απόψεις διίστανται. Ο σεναριογράφος Φρεντ Μπρινερσντόρφερ υιοθέτησε τη δική του εκδοχή, σκηνοθετώντας την επαναπροσέγγιση των δύο ηλικιωμένων πολιτικών ως ένα διηγηματικό δραματικό ντοκιμαντέρ με θεατρικά στοιχεία. Το βέβαιο πάντως είναι ότι εκείνη η ημέρα του Σεπτεμβρίου σηματοδότησε την αρχή του τέλους μιας εχθρότητας που ορισμένοι ιστορικοί ανάγουν στην τριχοτόμηση της Αυτοκρατορίας των Καρολιδών μετά τη Συνθήκη του Βερντέν το 843.

Πότε έγινε το «κλικ» ανάμεσα στους τόσο διαφορετικούς πολιτικούς κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα. Ισως ότι ήταν και οι δύο καθολικοί, ότι μοιράζονταν την ίδια δυτική κληρονομιά από την εποχή του Καρλομάγνου. Ισως οι ηθικές και δημοκρατικές πεποιθήσεις που δεν τους εγκατέλειψαν ούτε στον πόλεμο ούτε υπό την πίεση του ναζισμού. Για να κρατήσει τη δραματική δομή της 90λεπτης ταινίας, ο σεναριογράφος έπρεπε να γεμίσει κάποια κενά. Π.χ. εξωράισε μεταξύ άλλων την ιστορία της μαγείρισσας του Ντε Γκωλ, που αρνιόταν τότε να μαγειρέψει για τους «μισητούς Γερμανούς».

‘Η επινόησε την ιστορία μιας γερμανίδας και μιας γαλλίδας δημοσιογράφου που συμβολίζουν τα όνειρα για ειρήνη της νεολαίας στις δύο χώρες. Αλλά κυρίως «εμπλούτισε» τον ρόλο της συζύγου του Ντε Γκωλ, που υποδύεται η Ελέν Αλεξανδρίδη, η οποία σπάει τον πάγο κατευθύνοντας τη συζήτηση των δύο ανδρών στoν πρόωρο θάνατο της κόρης της. Τους γαλλικούς ρόλους υποδύονται αποκλειστικά γάλλοι ηθοποιοί, ενώ τους γερμανικούς Γερμανοί. Η Αλεξανδρίδη, όπως και η ταινία, πήραν βραβείο στο Φεστιβάλ Τηλεόρασης του Μόντε Κάρλο.