Δεν είναι λίγοι οι έλληνες μουσικόφιλοι που περιμένουν με ανυπομονησία τις δύο συναυλίες που θα δώσει ο Μπάρι Ανταμσον στην Αθήνα (στις 7 και στις 8 Φεβρουαρίου στο Piraeus Club Academy). Ο πολυσχιδής καλλιτέχνης (μουσικός, παραγωγός, συνθέτης, κινηματογραφιστής, φωτογράφος και συγγραφέας) έγινε αρχικά γνωστός στα τέλη των 70s ως μέλος της θρυλικής post-punk μπάντας Magazine και συνεργάστηκε στη συνέχεια με μεγάλα ονόματα όπως ο Νικ Κέιβ και ο Ιγκι Ποπ.
Η σόλο καριέρα του ξεκίνησε το 1989 με το άλμπουμ «Moss Side Story», στο οποίο έδειξε πόσο καλός είναι στο να δημιουργεί κινηματογραφικής ατμόσφαιρας μουσικούς κόσμους. Δεν είναι τυχαίο που λίγα χρόνια αργότερα ο Ντέιβιντ Λιντς του πρότεινε να τον βοηθήσει στο σάουντρακ της ταινίας «Χαμένη Λεωφόρος» (1997). Το ΒΗΜΑgazino μίλησε με τον 66χρονο Αγγλο για τις αναμνήσεις του από τον ιδιοσυγκρασιακό σκηνοθέτη, για το τελευταίο του άλμπουμ, καθώς και για τη σημασία της σύνδεσης με το κοινό.
Πρόκειται να δώσετε δύο συναυλίες στην Αθήνα και, σύμφωνα με το δελτίο Τύπου, φαίνεται πως θα έχουν μια πιο ζεστή, οικεία ατμόσφαιρα. Μπορείτε να μας πείτε λίγα λόγια για το τι να περιμένει το κοινό;
«Εχει κάποια βάση αυτό, γιατί θα υπάρχει ένα τμήμα στο οποίο θα απευθύνομαι άμεσα στο κοινό. Στο μέσο του σόου, θα βγω στη σκηνή μόνος μου με μια κιθάρα, ώστε να υπάρχει μια πιο ουσιαστική επαφή. Παράλληλα, όμως, θέλω να εντάξω και μια πιο δυνατή, ηλεκτρισμένη ενότητα, που θα ταιριάζει με τον ήχο των άλμπουμ μου – ειδικά του “Cut to Black”, που κυκλοφόρησε πέρυσι. Θα βασίσω μεγάλο μέρος του προγράμματος σε εκείνον τον δίσκο. Οπότε, ναι, θα υπάρχει μια πιο στενή επαφή, αλλά θα εξισορροπηθεί από μια έντονη, “kick-ass” διάθεση. Μου αρέσει αυτή η εναλλαγή γιατί μου επιτρέπει να δημιουργήσω μια βαθιά συναισθηματική σύνδεση και μετά να ανεβάσω την ένταση».
Μια και αναφέρατε το «Cut to Black», οι καλλιτέχνες συχνά έχουν στο μυαλό τους ένα συγκεκριμένο μήνυμα όταν κυκλοφορούν νέο έργο. Ποιος ήταν ο βασικός σας στόχος σε αυτό το άλμπουμ;
«Οταν φτιάχνεις έναν δίσκο, έως έναν βαθμό επικοινωνείς ένα μήνυμα, αλλά παράλληλα αποτυπώνεις και τη δική σου θέση στη ζωή – την κοσμοθεωρία σου και την αίσθηση του ποιος είσαι. Στο “Cut to Black”αισθάνθηκα σαν να έκλεινα ένα κεφάλαιο, χωρίς να μπορώ να ορίσω ακριβώς ποιο. Η ιδέα του τίτλου προέκυψε από το είδος του φιλμ νουάρ που πάντα με επηρεάζει: όταν μια σκηνή τελειώνει και “κόβει” απότομα στο μαύρο. Υπήρξαν και αναφορές σε παλαιότερες δουλειές μου, όπως κάποια μοτίβα από το “The Man with the Golden Arm”στο κομμάτι “Demon Lover”. Επίσης, εντελώς τυχαία, το εξώφυλλο θύμιζε το πρώτο μου άλμπουμ, το “Moss Side Story”. Ηταν σαν να δούλευε το ασυνείδητο, οδηγώντας με σε μια ανασκόπηση της μέχρι τώρα πορείας μου. Δεν είχα κάποια συγκεκριμένη ιδέα από την αρχή. Απλώς ακολούθησα τη δημιουργική ροή και μετά παρατήρησα πως υπήρχε ένα κοινό θεματικό νήμα που συνέδεε όλα τα κομμάτια».
Ο δίσκος κλείνει με το «Waiting for the End of Time». Ο τίτλος αυτός μοιάζει να εκφράζει ένα κοινό αίσθημα αγωνίας που βιώνουμε…
«Ως καλλιτέχνης, απορροφάς ό,τι συμβαίνει γύρω σου, ακόμα και αν ξεκινάς από δικές σου, προσωπικές εμπειρίες. Το “Waiting for the End of Time” γεννήθηκε από το πένθος που βίωνα εκείνη την περίοδο. Είναι λίγο μελαγχολικό, αλλά υποψιάστηκα ότι ίσως εκφράζει και κάτι ευρύτερο – μια συλλογική ανησυχία ή τον φόβο ότι κάτι κακό πλησιάζει. Συχνά το ασυνείδητό μας συντονίζεται με το πνεύμα της εποχής, ακόμα και αν δεν επιδιώκουμε ρητά να σχολιάσουμε την επικαιρότητα. Με γοητεύει η ιδέα ότι ένα κομμάτι μπορεί να αφορά τόσο τις προσωπικές αγωνίες μου όσο και τα άγχη του κόσμου».
Αναφέρεστε πολύ στο ασυνείδητο και δεν γίνεται να μη σας ρωτήσω για τον πρόσφατο θάνατο του Ντέιβιντ Λιντς, με τον οποίο έχετε συνεργαστεί. Πώς αντιδράσατε στην απώλειά του;
«Η απώλειά του με συγκλόνισε, όπως συμβαίνει όταν χάνεται μια εμβληματική μορφή. Είναι σαν να φεύγει ένας οδηγός από την κοινή, καλλιτεχνική μας φυλή. Είχα την τύχη να συνεργαστώ μαζί του, ήταν φοβερά γενναιόδωρος και αισθανόμουν ότι βρισκόμουν καθημερινά μαζί του σε ένα σχολείο όπου μάθαινα απίθανα πράγματα χάρη στον μοναδικό τρόπο με τον οποίο έβλεπε τον κόσμο. Οταν χάνονται άνθρωποι σαν τον Λιντς, τον Ντέιβιντ Μπόουι ή τον Prince, μοιάζει παράξενο· τα έργα τους παραμένουν ενεργά και ζωντανά. Δεν τους αντιλαμβάνεσαι ως “φευγάτους” με τον συνηθισμένο τρόπο, γιατί η τέχνη τους συνεχίζει να μας επηρεάζει».
Υπάρχει πάντα κάτι κινηματογραφικό στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζετε τη μουσική. Είδατε στο σινεμά κάτι πρόσφατα που σας εντυπωσίασε;
«Βλέπω ακόμη πολλές ταινίες, τόσο παλιές όσο και καινούργιες. Πρόσφατα με συνεπήρε η νέα, αποκατεστημένη εκδοχή του “Καλιγούλα”, που διαρκεί γύρω στις τρεις ώρες. Παρουσιάζει τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με έναν τρόπο που μοιάζει εκπληκτικά σύγχρονος: ένας παρανοϊκός ηγεμόνας, το χάος στο υπόβαθρο και σκηνές συχνά προκλητικές ή σοκαριστικές.
Σου προκαλεί μια παράξενη αίσθηση, σαν να αντικατοπτρίζει γεγονότα που μπορεί να συμβαίνουν σήμερα. Είμαι μεγάλος θαυμαστής του ανεξάρτητου κινηματογράφου – σκηνοθετών όπως ο Γκασπάρ Νοέ – και πρόσφατα είδα το “Possessor”του Μπράντον Κρόνενμπεργκ, που εστιάζει σε ένα φουτουριστικό, δυστοπικό τοπίο. Με συναρπάζουν τέτοιες ταινίες, γιατί συχνά συνδέονται με συλλογικούς φόβους ή ασυνείδητες αγωνίες. Ακόμη και αν διαδραματίζονται σε άλλη εποχή ή πλαίσιο, έχουν πράγματα να πουν για το παρόν».
Πριν από λίγα χρόνια κυκλοφορήσατε το απολαυστικό memoir «Up Above the City, Down Beneath the Stars». Πώς ήταν η διαδικασία συγγραφής του;
«Το να γράφεις κάτι αυτοβιογραφικό είναι τεράστια υπόθεση, ειδικά όταν θίγεις δύσκολες ή επώδυνες μνήμες. Στην αρχή, έπαιρνα τα πράγματα τρομερά σοβαρά, γεγονός που μπορεί να τα κάνει όλα πιο βαριά. Σταδιακά, όμως, συνειδητοποίησα πόσο σημαντικό είναι να αναγνωρίζεις το παράλογο ή αστείο στοιχείο σε κάθε δοκιμασία. Ετσι ο αναγνώστης δεν πνίγεται στη θλίψη. Λατρεύω επίσης τη λογοτεχνία ως μορφή τέχνης, οπότε έπαιξα με σουρεαλιστικές πινελιές. Ηθελα να είμαι ειλικρινής και ωμός, χωρίς όμως να κάνω τον κόσμο να νιώσει υπερβολικά καταβεβλημένος. Το χιούμορ και οι ονειρικές εικόνες βοηθούν στο να φανερωθεί η αλήθεια με τρόπο πιο προσιτό».
Κάποιοι σας αποκαλούν «αναγεννησιακό άνθρωπο» επειδή δραστηριοποιείστε σε πολλούς τομείς: μουσική, κινηματογράφο, φωτογραφία, συγγραφή…
«Ιστορικά, ο “άνθρωπος της Αναγέννησης” ήταν κάποιος σαν τον Λεονάρντο ντα Βίντσι, που συνδύαζε τέχνη, επιστήμη και εφευρετικότητα. Σήμερα, πολλοί καλλιτέχνες συνδυάζουν διάφορες ιδιότητες από ανάγκη – ιδίως με τη σύγχρονη μορφή της βιομηχανίας. Στη δική μου περίπτωση, νιώθω απλώς πως με έλκουν διαφορετικές μορφές έκφρασης. Μερικές φορές, μια ιδέα εμφανίζεται ως τραγούδι, άλλες ως φωτογραφία ή σενάριο. Μου αρέσει να προκαλώ τον εαυτό μου σε κάθε πεδίο· δεν είναι ότι χάνομαι στις πολλές επιλογές που έχω, αλλά ότι τιμώ το μέσο που ταιριάζει καλύτερα στο εκάστοτε δημιουργικό ερέθισμα».
Τι γνώμη έχετε για τη σύγχρονη μουσική; Υπάρχουν τάσεις ή καλλιτέχνες που σας ενθουσιάζουν πραγματικά;
«Πάντα με ιντριγκάρει το πώς “χτίζεται” η μουσική, οπότε παρακολουθώ βίντεο όπου μοντέρνοι καλλιτέχνες δείχνουν πώς συνθέτουν ένα κομμάτι. Αν, για παράδειγμα, μου έδειχνες τον Κέβιν Πάρκερ από τους Tame Impala να δουλεύει σε ένα καινούργιο τραγούδι, θα ενθουσιαζόμουν με την ιδέα να δω βήμα-βήμα τη διαδικασία. Δεν απορρίπτω ηλεκτρονικούς ή pop ήχους μόνο και μόνο επειδή θεωρούνται contemporary.
Φυσικά, έχω και τις κλασικές επιρροές μου – κυρίως τη μουσική των 70s –, αλλά μου αρέσει να ανακαλύπτω και κάτι διαφορετικό ή να ξεθάβω ένα άγνωστο άλμπουμ περασμένων δεκαετιών. Αφήνω και τις πλατφόρμες streaming να μου προτείνουν είδη που δεν γνώριζα, χάρη στο Spotify έχω βρεθεί να ακούω γαλλικό noise. Η έμπνευση μπορεί να έρθει από παντού, είτε από ένα καινούργιο κομμάτι είτε από κάτι που βγήκε πριν από τριάντα χρόνια».
Ποιο θεωρείτε πια ως πιο σημαντικό στοιχείο στη σχέση μεταξύ καλλιτέχνη και κοινού;
«Για εμένα, αυτό έχει να κάνει με την αυθεντική σύνδεση. Μια ζωντανή εμφάνιση είναι ίσως η πιο καθαρή μορφή επικοινωνίας, γιατί μοιραζόμαστε τον ίδιο χώρο την ίδια στιγμή. Μπορεί να έχω ετοιμάσει κάποια πράγματα, αλλά πάντα υπάρχει ένα απρόβλεπτο στοιχείο – ίσως πω κάτι που θα μου έρθει εκείνη τη στιγμή ή παίξω ένα τραγούδι με επιπλέον συναίσθημα.
Στόχος μου είναι να βγάλω τον κόσμο έξω από τα συνηθισμένα μοτίβα της καθημερινότητάς του, να του μεταδώσω ένα αίσθημα ελευθερίας, είτε μέσα από μια δυνατή, εκτονωτική στιγμή είτε μέσα από μια πιο τρυφερή, ευάλωτη νότα. Θέλω να δημιουργήσω μια κοινή εμπειρία που θα μας ενώσει, έστω για ένα βράδυ, και θα μας κάνει να ξεχάσουμε ό,τι μας βαραίνει, συμπεριλαμβανομένου και του τέλους του κόσμου».



