Ο Γκόρντον Νόιφελντ είναι κλινικός ψυχολόγος παγκόσμιας φήμης και ειδικός στην παιδική ανάπτυξη. Ξεχωρίζει για την ικανότητά του να βρίσκει λύσεις σε σύνθετα προβλήματα ανατροφής και διαπαιδαγώγησης, εκεί όπου οι συμβατικές προσεγγίσεις συχνά αποτυγχάνουν. Στην εμπειρία και στη σοφία του στράφηκε και ο Γκάμπορ Μάτε, ο γιατρός-γκουρού των διεθνών best sellers, όταν πρώτα το ένα και έπειτα το δεύτερο από τα παιδιά του άρχισαν να δείχνουν ανησυχητικά σημάδια «προβληματικής» συμπεριφοράς.
Ηταν τότε που ο Μάτε πρωτάκουσε τη θεωρία του Νόιφελντ: ότι ο αποξενωµένος έφηβος που απορρίπτει την παρέα των γονιών του χρειάζεται να ξαναπροσελκυστεί σε µια σχέση µαζί τους. Δεν πρόκειται απαραίτητα για επαναστατικότητα ή αχαριστία, αλλά για το αποτέλεσµα ενός φαινοµένου που ονοµάζει «προσανατολισµό προς τους συνοµηλίκους»: όταν δηλαδή οι φίλοι, και όχι οι γονείς, γίνονται η κύρια πηγή καθοδήγησης, αποδοχής και ταυτότητας.
Πρόκειται για µια µετατόπιση που χαρακτηρίζει βαθιά τη σύγχρονη κοινωνία και έχει σοβαρές συνέπειες: παιδιά πιο ευάλωτα, πιο αγχώδη, λιγότερο δεκτικά στη γονεϊκή καθοδήγηση και πιο ανώριµα, και γονείς που έχουν χάσει τον έλεγχό τους.
Αυτή η συνάντηση στάθηκε η αρχή μιας δημιουργικής φιλίας που είχε ως αποτέλεσμα το βιβλίο «Μείνετε κοντά στα παιδιά σας» (Hold On to Your Kids, εκδόσεις Key Books, μτφρ. Ελενα Τσουκαλά). Αν και στο εξώφυλλο φιγουράρουν και τα δύο ονόματα, διαβάζοντάς το νιώθεις ότι η ψυχή του βιβλίου είναι ο Νόιφελντ µε τη βαθιά ανθρωποκεντρική µατιά του, «ευλογηµένη» από τη διαύγεια και την ευαισθησία του Μάτε.
Το βιβλίο αναλύει πώς ο σύγχρονος τρόπος ζωής, τα σχολεία και η ψηφιακή κουλτούρα έχουν ανατρέψει τις φυσικές σχέσεις παιδιών και ενηλίκων και τονίζει με όλους τους δυνατούς τρόπους ότι η σημερινή «ψύχωση» γύρω από τη γονεϊκότητα – η αντιμετώπιση δηλαδή της ανατροφής ως συνόλου τεχνικών που οι γονείς πρέπει να εφαρμόζουν με ευλάβεια – είναι στην ουσία σύμπτωμα της χαμένης διαίσθησης και της διαρρηγμένης σχέσης με τα παιδιά μας.

Παρουσιάζετε τη σχέση προσκόλλησης, τον δεσμό ανάμεσα σε γονέα και παιδί, ως το βασικό πλαίσιο για την υγιή συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξή του. Οι οικογένειες όμως κατακερματίζονται ολοένα και περισσότερο και οι γονείς έχουν περιορισμένο χρόνο, οπότε πώς μπορούν να επαναδιεκδικήσουν αυτόν τον ρόλο χωρίς να καταφεύγουν στη λύση του ελέγχου ή της καταναγκαστικής συμπεριφοράς;
«Μπορεί να φαίνεται ότι η ευθύνη να φροντίσουμε τον δεσμό του παιδιού μαζί μας είναι ένα επιπλέον βάρος για τους γονείς που ήδη αισθάνονται καταβεβλημένοι. Η αλήθεια όμως είναι ακριβώς αντίθετη. Οταν τα παιδιά συνδέονται με τους γονείς τους και οι ενστικτώδεις ανάγκες ικανοποιούνται, η ισχυρή ώθηση του δεσμού κάνει το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς της γονεϊκότητας με φυσικό και αυθόρμητο τρόπο. Οσο λιγότερο χρόνο έχουμε, τόσο πιο σημαντικό είναι να αξιοποιήσουμε τη δύναμη αυτού του δεσμού.
Οι πολιτισµοί που είχαν εξελιχθεί σε αρµονία µε τη φύση ανέπτυξαν έθιµα και τελετουργίες που ενίσχυαν τις σχέσεις παιδιού-ενηλίκου και καλλιεργούσαν το “χωριό προσκόλλησης” στο οποίο τα παιδιά ανατρέφονταν. Η απώλεια αυτών των εθίμων και τελετουργιών έχει σαφώς προσθέσει επιπλέον ευθύνη στους γονείς σήμερα. Αλλά δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο αξιόλογη επένδυση από τη δουλειά της προσέγγισης ενός παιδιού και της διατήρησης της σύνδεσης. Αυτό είναι το απόλυτο κλειδί για μια ευκολότερη γονεϊκότητα.
Πρέπει να θυμόμαστε ότι τα παιδιά αναζητούν τρόπους να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους για σύνδεση με γονείς ή πρόσωπα αναφοράς: να είναι κοντά τους, να τους μοιάζουν, να ανήκουν, να είναι σημαντικά για αυτούς, να αγαπιούνται και να τα καταλαβαίνουν. Η δουλειά μας είναι να τα πείσουμε ότι εμείς είμαστε η καλύτερη επιλογή για την κάλυψη αυτών των αναγκών. Αν δεν το κάνουμε, θα στραφούν αλλού, σε βάρος της υγιούς ανάπτυξής τους και της δικής μας αποτελεσματικότητας ως γονέων».
Ο προσανατολισμός προς τους συνομηλίκους, όπως τον περιγράφετε, αποδυναμώνει τον καθοδηγητικό ρόλο των γονέων. Ωστόσο, η σύνδεση με τους συνομηλίκους συμβάλλει στην ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων και στην ανεξαρτησία. Πώς μπορούμε να διακρίνουμε τη θετική αλληλεπίδραση με τους συνομηλίκους από την επιβλαβή κατεύθυνση προς αυτούς; Πώς μπορούν οι γονείς να παρέμβουν όταν αυτό συμβαίνει, χωρίς να «χάσουν» τα παιδιά τους;
«Οταν χάνουμε την εμπιστοσύνη στο ένστικτό μας για το πώς να είμαστε γονείς και να ανταποκρινόμαστε στις ανάγκες προσκόλλησης, αρχίζουμε να ανησυχούμε αν τα παιδιά μας είναι “φυσιολογικά” και αν θα μπορέσουν να ενταχθούν στην κοινωνία. Σκεφτόμαστε λανθασμένα ότι η κοινωνικοποίηση με τους συνομηλίκους είναι αυτή που θα τα προετοιμάσει, ενώ όλα τα στοιχεία δείχνουν το αντίθετο.
Επίσης, συγχέουμε τη μεταβίβαση σύνδεσης και προσκόλλησης προς τους συνομηλίκους με την πραγματική ανεξαρτησία. Τα παιδιά δεν προορίζονται να φροντίζουν άλλα παιδιά. Οταν έχουν μεγαλύτερη σημασία το ένα για το άλλο από ό,τι οι ενήλικοι που είναι υπεύθυνοι για αυτά, υπάρχουν επιπτώσεις τόσο στην ανάπτυξή τους όσο και στην ευημερία τους.
Τα παιδιά μπορούν να αναπτύσσουν πολλούς δεσμούς: με ανθρώπους, αντικείμενα, ομάδες, κατοικίδια και ακόμα και με τα λούτρινα ζωάκια τους. Το πρόβλημα ανακύπτει όταν ένας δεσμός ανταγωνίζεται εκείνον με τους γονείς ή τους δασκάλους. Στον σημερινό κόσμο, όταν τα παιδιά στρέφονται για σύνδεση το ένα στο άλλο, συνήθως απομακρύνονται από τους ενηλίκους που θα έπρεπε να είναι η απάντηση σε ό,τι χρειάζονται πραγματικά.
Δεν χρειάζεται να απομονώσουμε τα παιδιά μας για να διασφαλίσουμε ότι θα μας βλέπουν ως απάντηση στις ανάγκες τους. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να φροντίσουμε τους δεσμούς τους μαζί μας, να διευκολύνουμε τη σύνδεση και να προσφέρουμε τη φροντίδα που χρειάζονται. Συνήθως η οικογένεια – γονείς, θείοι, θείες, παππούδες – είναι σε θέση να δώσει τέτοιες υποσχέσεις».
Πώς μπορούμε να καλλιεργήσουμε βαθείς και ασφαλείς δεσμούς χωρίς να καταπιέζουμε την ανάπτυξη ενός δυνατού, αυτόνομου εαυτού, ικανού να αντιστέκεται στη συμμόρφωση που οι ίδιοι οι ενήλικοι συχνά αντιπροσωπεύουν ή ακόμα και αποδέχονται; Νεανικές κουλτούρες, τις οποίες επικαλείστε στο βιβλίο ως ένα μέσο απομάκρυνσης από τους ενηλίκους, έχουν κατά καιρούς πράγματι αμφισβητήσει το σύστημα, προσπαθώντας να γίνουν το πρόσωπο και η κινητήρια δύναμη της αλλαγής. Σήμερα, εξακολουθούν να έχουν τη δυνατότητα να αντισταθούν σε δυνάμεις όπως η ανεξέλεγκτη καταναλωτική κουλτούρα, για παράδειγμα.
«Οσο βαθύτερος είναι ο δεσμός με το παιδί μας τόσο περισσότερο χώρο αφήνει για την αίσθηση της αυτονομίας που δεν απειλεί το “μαζί”. Μόνο όταν είναι επιφανειακός ο δεσμός καταπνίγεται η ατομικότητα. Αν παρέχεις στο παιδί τη σύνδεση αγάπης που χρειάζεται, θα ευδοκιμήσει, θα βρει την ατομικότητά του, δεν θα τη χάσει.
Ενα σημάδι υγιούς ανάπτυξης είναι να φτάνουμε στο σημείο όπου μπορούμε να βιώνουμε την ενότητα χωρίς απώλεια της αυτονομίας και την αυτονομία χωρίς απώλεια της ενότητας. Αυτό είναι το ιδανικό του γάμου, και αυτό το ταξίδι θα πρέπει να ξεκινάει στην εφηβεία με τα παιδιά μας. Μόνο τότε μπορεί να αναπτυχθεί μια μοναδική ατομικότητα που αντιστέκεται στην αναζήτηση μιας “φυλής” και τη συμμόρφωση, ενώ ταυτόχρονα τιμά την ενότητα που μπορεί να πραγματωθεί μόνο σε στοργικές οικογένειες και βαθιές φιλίες».
Υποστηρίζετε ότι η πειθαρχία δεν είναι κάτι που επιβάλλουμε στα παιδιά μας, αλλά κάτι που ρέει μέσα από τη σύνδεσή μας μαζί τους. Με ποιους τρόπους το παραδοσιακό μοντέλο επιβράβευσης και τιμωρίας υπονομεύει τον δεσμό, και ποιες εναλλακτικές θεωρείτε ότι υπάρχουν;
«Οταν μιλάω για πειθαρχία, εννοώ κάτι πολύ βαθύτερο από τη διδασκαλία μαθημάτων ή τη διόρθωση συμπεριφορών. Εννοώ την επιβολή τάξης στις καρδιές και στα μυαλά των παιδιών μας. Ο δεσμός τους μαζί μας τα προσανατολίζει στην επιρροή μας και προκαλεί μια έντονη επιθυμία να είναι “καλά” για εμάς. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η μετάδοση ενός πολιτισμού – συμπεριλαμβανομένων των αξιών – γίνεται κάτι φυσικό και αυθόρμητο.
Το πρόβλημα με την παραδοσιακή προσέγγιση της πειθαρχίας είναι ότι απειλεί τη σύνδεση προκειμένου να διαμορφώσει ή να ελέγξει τη συμπεριφορά. Είτε πρόκειται για την απόσυρση της αγάπης μας όταν το παιδί ξεφεύγει, είτε για την απομόνωσή του στο δωμάτιό του όταν “συμπεριφέρεται άσχημα”, είτε για τη χρήση όσων του είναι σημαντικά εναντίον του – αυτό που ονομάζουμε “συνέπειες” –, όλα αυτά εμπλέκουν την απειλή της απώλειας της σύνδεσης για να ελέγξουν τη συμπεριφορά του.
Οταν απαιτούμε από τα παιδιά να κοπιάζουν για την αγάπη μας, την αποδοχή μας ή την αίσθηση σύνδεσης μαζί μας, όχι μόνο τους δημιουργούμε μια βαθιά αίσθηση ανασφάλειας, αλλά πληγώνουμε τον δεσμό τους με εμάς, ενεργοποιώντας άμυνες ενάντια στο ίδιο το συναίσθημα της στοργής. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι αγνοούμε τη δύσκολη ή προβληματική συμπεριφορά. Υπάρχει σαφώς χώρος για να την επισημαίνουμε και να αλλάζουμε τις συνθήκες όταν δεν λειτουργούν ούτε για το παιδί ούτε για εμάς.
Εχουμε επίσης την ευθύνη να λειτουργούμε ως “φορείς του αδιεξόδου” όταν χρειάζεται – να δείχνουμε δηλαδή ότι κάτι δεν μπορεί να γίνει –, αλλά και να αφήνουμε χώρο στο παιδί να νιώσει λύπη όταν συνειδητοποιεί το μάταιο του να επιμένει. Ολα αυτά μπορούν και πρέπει να γίνονται χωρίς σκληρότητα ή κριτική, χωρίς την απόσυρση της αγάπης ή την απώλεια της σύνδεσης. Τα παιδιά δεν πρέπει να τιμωρούνται για την ανωριμότητά τους».
Η προσέγγισή σας αναδεικνύει την ικανότητα (ή όχι) του ενηλίκου να λειτουργεί ως ασφαλής βάση. Ποια εσωτερική εργασία και ποιες μετατοπίσεις, πέρα από εξωτερικές στρατηγικές, απαιτούνται από τους γονείς ώστε να γίνουν ουσιαστικά πρόσωπα αναφοράς – συναισθηματικά διαθέσιμοι, υπομονετικοί και ανθεκτικοί – σε έναν κόσμο που συνήθως μας αφήνει εξαντλημένους ή αποσυνδεδεμένους; Ιδιαίτερα από τη στιγμή που η γονεϊκότητα δεν είναι μια δεξιότητα που μπορούμε απλώς να διδαχθούμε, αλλά μια σχέση που πρέπει να οικοδομήσουμε και την οποία συχνά έχουμε βιώσει με λάθος ή τραυματικό τρόπο;
«Πολλοί πιστεύουν ότι οι γονείς πρέπει πρώτα να “αναρρώσουν” από τη δική τους παιδική ηλικία, ειδικά αν αυτή περιλάμβανε απώλειες, ελλείψεις ή κάποιου είδους τραύμα. Εγώ δεν συμμερίζομαι αυτή την άποψη. Από την εμπειρία μου, η καλύτερη θεραπεία προκύπτει από τη βαθιά επιθυμία να γίνεις αυτό που χρειάζεται το παιδί σου. Αυτή η ανάγκη μάς προχωράει και μας εξελίσσει. Μας δίνει τη δύναμη όχι μόνο να αντιμετωπίσουμε τους εσωτερικούς μας δαίμονες, αλλά και να καλωσορίσουμε τα δάκρυα για όσα δεν εισπράξαμε στη δική μας παιδική ηλικία, τα οποία είναι βήματα για τη δική μας μεταμόρφωση.
Ημουν θεραπευτής ενηλίκων για πολλά χρόνια προτού στρέψω την προσοχή μου στο να βοηθώ τους γονείς να γίνουν η απάντηση στις ανάγκες των παιδιών τους. Πιστεύω ότι έγινα πολύ καλύτερος στη δουλειά μου όταν σταμάτησα να εστιάζω στους ίδιους και τους έστρεψα προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μπορούμε να αγνοούμε τα δικά μας “θέματα”. Για να μη σκοντάψουμε πάνω τους, είναι σημαντικό να αναγνωρίζουμε τα ανάμεικτα συναισθήματά μας στις σχέσεις με τα αγαπημένα μας πρόσωπα.
Αυτή η επίγνωση μετριάζει τη συμπεριφορά μας και εμποδίζει τους άλλους να γίνουν θύματα των ανεξέλεγκτων παρορμήσεών μας. Δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας στον γονεϊκό μας ρόλο όταν αισθανόμαστε πίεση. Πρέπει επίσης να θέτουμε τη σχέση ως απόλυτη προτεραιότητα και να είμαστε έτοιμοι να αποσυρθούμε από μια αλληλεπίδραση όταν δεν μπορούμε να βρούμε τρόπο να προχωρήσουμε χωρίς να διακινδυνεύσουμε τη σύνδεση.
Τρίτον, αν εισερχόμαστε στη γονεϊκότητα προτού είμαστε αναπτυξιακά ώριμοι, πρέπει να γίνουμε πρόθυμοι να αποδεχθούμε μια μεγάλη δόση θλίψης στη ζωή μας. Μόνο όταν επιτρέπουμε στον εαυτό μας να νιώσει θλίψη για ό,τι δεν λειτούργησε και για ό,τι δεν λειτουργεί με τα ίδια μας τα παιδιά, βρίσκουμε ανάπαυση από τις μάταιες προσπάθειες που μας εξαντλούν και πληγώνουν τους αγαπημένους μας. Μόνο η λύπη δημιουργεί το κουκούλι που θρέφει τη μεταμόρφωσή μας».
Η κριτική σας προς το σχολικό σύστημα υποδηλώνει ότι συχνά ενισχύει τον προσανατολισμό προς τους συνομηλίκους εις βάρος της επιρροής των ενηλίκων. Πώς θα έμοιαζε ένα σχολικό περιβάλλον που δεν το κάνει αυτό; Πώς μπορούν οι εκπαιδευτικοί να λειτουργούν ως «πρόσωπα αναφοράς» χωρίς να υπερβαίνουν τον ρόλο των γονέων;
«Το να πηγαίνει ένα παιδί στο σχολείο συνεπάγεται αναπόφευκτα έναν αποχωρισμό από τους ενηλίκους που είναι υπεύθυνοι να το φροντίζουν και να το καθοδηγούν προς την πλήρη ανάπτυξη του δυναμικού του. Ο αποχωρισμός αυτός, σε συνδυασμό με τη συνεχή έκθεση σε ένα περιβάλλον με παιδιά, συνιστά το σχολείο έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη προσανατολισμού προς τους συνομηλίκους.
Ωστόσο τα σχολεία μπορούν να βοηθούν τα παιδιά να διατηρούν την αίσθηση της σύνδεσής τους με τις οικογένειές τους, ακόμη και όταν βρίσκονται μακριά. Αυτό κάνει τεράστια διαφορά στη μείωση του άγχους, της ανησυχίας, της υπερδιέγερσης, των προβλημάτων συγκέντρωσης και της επιθετικότητας. Μια δεύτερη λύση είναι οι δάσκαλοι και τα σχολεία να στηρίζουν την καλλιέργεια δεσμών μεταξύ μαθητών και εκπαιδευτικών που συμπληρώνουν εκείνους του παιδιού με τους γονείς του.
Είναι ιδιαίτερα βοηθητικό όταν οι γονείς ενεργούν προς αυτή την κατεύθυνση και όταν οι εκπαιδευτικοί καταβάλλουν προσπάθεια να οικοδομήσουν σχέση και με τους γονείς των μαθητών τους. Επίσης, βοηθάει όταν οι δάσκαλοι με τους οποίους έχουν δεθεί τα παιδιά λειτουργούν ως “διαμεσολαβητές δεσμού”, συστήνοντάς τα σε άλλους ενηλίκους μέσα στο σχολείο που θα εμπλέκονται στη διδασκαλία και στη διαχείρισή τους. Με αυτόν τον τρόπο, το σχολείο μπορεί να παραμένει ένας χώρος μάθησης που στηρίζεται στις σχέσεις και στην εμπιστοσύνη, και όχι ένας χώρος όπου οι συνομήλικοι αναλαμβάνουν τον ρόλο που ανήκει στους ενηλίκους».
Ο δεσμός διαμορφώνεται συχνά μέσα από πολιτισμικές αφηγήσεις. Σε πολυπολιτισμικές οικογένειες ή οικογένειες μεταναστών, όπου τα γενεαλογικά και πολιτισμικά χάσματα είναι μεγάλα, πώς μπορούν οι γονείς να διατηρήσουν τον δεσμό όταν οι αξίες ή τα πρότυπα ανατροφής τους συγκρούονται με εκείνα της κυρίαρχης κοινωνίας ή της κουλτούρας των συνομηλίκων;
«Ναι, αυτό αποτελεί τεράστιο πρόβλημα για τους νέους μετανάστες και είναι πιθανό να επιδεινωθεί καθώς ο κόσμος μας γίνεται όλο και πιο πυκνοκατοικημένος και λιγότερο φιλόξενος. Ενα από τα βασικά ζητήματα είναι ότι χρησιμοποιούμε τα σχολικά μας συστήματα για να αφομοιώσουμε τους μετανάστες, βάζοντας τα παιδιά τελικά να ηγούνται σε αυτή τη διαδικασία, σε οικογένειες όπου η ιεραρχία ήταν ουσιώδης για τη λειτουργία τους. Θα έκανε τεράστια διαφορά αν τα σχολεία τιμούσαν την υπάρχουσα ιεραρχία δεσμών μέσα στις μεταναστευτικές οικογένειες, φέρνοντας τα παιδιά σε επαφή με την κυρίαρχη κοινωνία μέσω των ενηλίκων και όχι το αντίστροφο.
Δυστυχώς, το αίσθημα απειλής στις οικογένειες μεταναστών συνδέεται συχνά περισσότερο με την απώλεια της πολιτισμικής ταυτότητας παρά με την απώλεια του δεσμού με τα παιδιά. Ωστόσο, τα παιδιά θα τα πήγαιναν πολύ καλύτερα αν η προτεραιότητα δινόταν στη διατήρηση των οικογενειακών σχέσεων και στην παροχή της φροντίδας που μόνο οι οικογένειες μπορούν πραγματικά να προσφέρουν. Αυτό θα έκανε τα παιδιά λιγότερο απελπισμένα να ενταχθούν μέσα από συνομηλίκους τους, κάτι που συχνά συμβαίνει εις βάρος των οικογενειών τους και της δικής τους πολιτισμικής κληρονομιάς».
Μιλάτε για την ανάγκη του παιδιού να προσανατολίζεται γύρω από έναν αξιόπιστο ενήλικο ως αναπτυξιακή αναγκαιότητα. Στην εποχή της πανταχού παρούσας ψηφιακής επιρροής, όπου οι αλγόριθμοι συχνά διαμορφώνουν την ταυτότητα και τη συμπεριφορά, τι σημαίνει για έναν ενήλικο να «μένει κοντά» το παιδί του; Πώς μπορούν η παρουσία και η συναισθηματική ανταπόκριση να ανταγωνιστούν την αμεσότητα και την ένταση του ψηφιακού δεσμού;
«Ναι, υπό μία έννοια, ο ανταγωνισμός δεν υπήρξε ποτέ πιο έντονος. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διεγείρουν και δελεάζουν. Οι πρόσκαιρες δόσεις “σύνδεσης” μέσω του να κερδίζεις, να συγκρίνεσαι, να εκτοπίζεις, να κυριαρχείς ή να βιώνεις μια κλεμμένη οικειότητα είναι άμεσα διαθέσιμες – όσο κοντά είναι και η πλησιέστερη οθόνη. Δεν ικανοποιούν βέβαια βαθύτερες ανάγκες ούτε βοηθούν να βιωθεί αυτή η αδυναμία, καθώς υπάρχει πάντα κάτι “επόμενο” να κυνηγήσεις. Το μόνο αποτέλεσμα είναι ένα αίσθημα στασιμότητας.
Αντίθετα, όταν τα παιδιά είναι σωστά προσκολλημένα και στρέφονται στους ενηλίκους που τα αγαπούν για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους για συντροφικότητα, ομοιότητα, ανήκειν, ζεστασιά και κατανόηση, τότε δεν υπάρχει κανένας ανταγωνισμός. Οι οθόνες και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όσο διαθέσιμα και κυρίαρχα κι αν είναι, απλώς δεν τα ικανοποιούν στον ίδιο βαθμό. Είναι, βεβαίως, πολύ πιο δύσκολο όταν έχουμε ήδη “χάσει” τα παιδιά μας από ανταγωνιστικούς δεσμούς, ειδικά όταν έχουν ήδη εθιστεί στις οθόνες και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Το σημαντικότερο που πρέπει να θυμόμαστε είναι πως, παρότι εξακολουθούμε να είμαστε η καλύτερη επιλογή τους, εκείνα δεν το γνωρίζουν. Πρέπει να αποφύγουμε να εμπλακούμε σε μάχη ενάντια στα συμπτώματα και να επιστρέψουμε στην αρχή αναζητώντας τρόπους να τους μεταδώσουμε το μήνυμα ότι είναι ευπρόσδεκτα κοντά μας, ότι πάνω απ’ όλα νοιαζόμαστε γι’ αυτά. Μερικές φορές οι μικρές πράξεις φροντίδας έχουν περισσότερες πιθανότητες να “φτάσουν” στο παιδί. Μπορεί να χρειαστεί υπομονή, αλλά δεν πρέπει ποτέ να πάψουμε να ποθούμε τη σύνδεση».





