Πέφτει με το αλεξίπτωτο στη σκηνή. Οχι, δεν είναι ο από μηχανής Θεός. Ενας επαγγελματίας γυναικοκατακτητής είναι που νομίζει ότι μπορεί να ρίξει όποια γυναίκα θέλει. Στα σημερινά συμφραζόμενα, ένας ψευτόμαγκας. Στρώνει αυτάρεσκα τα μαλλιά με την παλάμη του και καρφώνει τη ματιά στο «θήραμα». Ομως ο θεός του έρωτα άλλα έχει κατά νου… Ολα αυτά συμβαίνουν στην Οπερα της Βόννης, στο «Ελιξίριο του Ερωτα», του Γκαετάνο Ντονιτσέτι. Η υπόθεση εκτυλίσσεται στα μέσα του 18ου αιώνα, με τον λοχία Μπελκόρε σε ρόλο πρωταγωνιστή (επί σκηνής ο βαρύτονος Γιώργος Κανάρης). Η Οπερα γράφτηκε το 1832, αλλά το θέμα παραμένει σύγχρονο. Στην εποχή μας μιλάμε συνεχώς για τον έρωτα, τον διυλίζουμε μέσα από λογικές διεργασίες, αλλά ξεχνάμε τον αυθορμητισμό.

Πόσο αυθεντικά μπορούμε να ερωτευόμαστε. Μήπως τελικά έχουμε ξεχάσει πώς «ακούγο νται» τα πρώτα χτυποκάρδια; Καθόμαστε με τον Γιώργο Κανάρη σε café της Βόννης, απέναντι από το κτίριο της Οπερας, το απομεσήμερο μιας ηλιόλουστης καλοκαιρινής ημέρας. Από εδώ πέρασαν γίγαντες του λυρικού θεάτρου, Ντομίνγκο, Καρέρας, Τζιανκάρλο ντελ Μόνακο. Δεν ήταν η Σκάλα του Μιλάνου, αλλά η «Σκάλα του Ρήνου», έτσι την αποκαλούσαν.

Φωτο: Thilo Beu

«Να πιστέψεις στις δικές σου δυνάμεις»

Ο ρόλος του Μπελκόρε είναι βέβαια ακριβώς το αντίθετο από αυτό που είναι ο Κανάρης: οικογενειάρχης, αφοσιωμένος πατέρας τριών παιδιών, γεννημένων στη Βόννη, πόλη στην οποία ήρθε σχεδόν ξεκρέμαστος επαγγελματικά, για να φτάσει σήμερα να είναι κορυφαίος βαρύτονος. Τον είχα θαυμάσει και παλαιότερα στο «Così fan Tutte» (Ετσι κάνουν όλες ή Σχολείο Εραστών) του Μότσαρτ, στον ρόλο του στρατιώτη Γουλιέλμου, που στοιχηματίζει με τον φίλο του Φεράντο εάν οι φίλες τους θα τους μείνουν πιστές. «Απόλυτα φυσιολογικές καταστάσεις σήμερα, που όλα συζητιούνται ανοιχτά, αλλά εκείνη την εποχή ήταν πολύ προχωρημένες, υπήρχε λογοκρισία» μας λέει. «Η όπερα μιλάει σε κάθε εποχή, αλλά με διαφορετικό τρόπο».

Αυτός ήταν και ο στόχος της σκηνοθέτριας Μάρεν Σέφερ και του γελοιογράφου Γιόσουα Χελντ. Στο «Ελιξίριο του Ερωτα» χρησιμοποίησαν για σκηνικά… καρτούν, με επιτυχημένο χιουμοριστικό σχολιασμό, συμβάλλοντας στην απόλυτη επιτυχία της παράστασης. «Γνωρίζουμε από τους παππούδες μας ότι ένα βλέμμα μιας γειτονοπούλας έκανε τον άνδρα να μην κοιμάται για μέρες. Τώρα πια ένα βλέμμα δεν μας λέει τίποτα. Εχει ευτελιστεί η έννοια του έρωτα, της αγάπης». Αλλά ποιο είναι τελικά το ελιξίριο του έρωτα; «Στην όπερα του Ντονιτσέτι δεν υπάρχει κάποιο μυστικό, η συνταγή είναι ένα κρασί… Μπορντό. Στην πραγματική ζωή, αυτό που έχει σημασία είναι να πιστέψεις στις δικές σου δυνάμεις».

Φωτό: Bettina Stoess

«Εσείς στην Ελλάδα μάς χρωστάτε…»

Ο Γιώργος Κανάρης μιλάει από εμπειρία. Οταν έφυγε από την Αθήνα, τέλη της δεκαετίας του 2000, όλοι τού έλεγαν ότι ήταν τρελός να αφήσει μια σίγουρη θέση στη χορωδία του Τρίτου Προγράμματος για το άγνωστο. «Ημουν απλά ένας χορωδός ανάμεσα σε άλλους 45. Ηθελα κάτι σολιστικό, ένιωθα ότι θα μπορούσα να αντέξω στη σκηνή ερμηνεύοντας ρόλους πρωταγωνιστικούς. Με θεωρούσαν τρελό, ακόμη και συγγενείς». Με υποτροφία από το ΙΚΥ στο ένα χέρι και μια βαλίτσα στο άλλο, ο Γιώργος Κανάρης ξεκίνησε την περιπέτεια.

Διακριθείς στο Grand Prix Maria Callas στην κατηγορία Oratorium/Lied, διπλωματούχος στην τάξη της Δέσποινας Καλαφάτη στο Εθνικό Ωδείο. Στη συνέχεια μαθήματα τραγουδιού με τον Γιόζεφ Μέτερνιχ στο Μόναχο, μεταπτυχιακό στην τάξη της Δάφνης Ευαγγελάτου στην Ακαδημία Μουσικής και Θεάτρου του Μονάχου, συμπράξεις, όπως στην παλιά όπερα του Μπαϊρόιτ, της Χαϊδελβέργης, του Ντόρτμουντ, της Εσσης στη Γερμανία, της Βέρνης στην Ελβετία, του Κλάγκενφουρτ στην Αυστρία. Και μετά Βόννη: «Είχε ξεκινήσει η κρίση στην Ελλάδα και υπήρχε δυσπιστία στο πρόσωπό μου, όχι ως καλλιτέχνη, αλλά ως Ελληνα, “εσείς στην Ελλάδα μάς χρωστάτε”, μου έλεγαν, τα άκουγα και στενοχωριόμουν πολύ».

Τώρα είναι καταξιωμένος, με ένα κοινό που τον αποθεώνει. Εχει τελειοποιήσει την τεχνική του και έχει περάσει, όπως μας λέει, στο πιο δραματικό ρεπερτόριο: «Πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται καθημερινά τους ρόλους, την τεχνική, τη μουσική προετοιμασία. Είναι τέτοια η τέχνη που δεν μπορείς να την αφήσεις και να πεις “θα την ξαναπιάσω αύριο”. Σε ακολουθεί καθημερινά, όπως ο αθλητισμός».

«Σε φτάνει στα όριά σου»

Οι κριτικές είναι διθυραμβικές. Μία από τις κορυφαίες στιγμές στην καριέρα του ήταν ο Ριγκολέτο του Βέρντι: «Ακουγα ηχογραφήσεις από τα 20 μου και να που ήρθε η εποχή να τον τραγουδήσω σε μια όχι και τόσο όμορφη σκηνοθετικά παραγωγή, αλλά η φιγούρα του Ριγκολέτο που ενσάρκωσα ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα». Μετά ήρθε ο ρόλος του βαρόνου Σκάρπια από την «Τόσκα» του Πουτσίνι. «Φανταστικός ρόλος, σε φτάνει στα όριά σου, θεατρικά και φωνητικά. Πρέπει να δείξεις πάρα πολλά σε μικρό διάστημα, ευαισθησία, τερατώδες μυαλό, κακία, πυγμή. Ηταν περισσότερο ρόλος χαρακτήρα, όχι τόσο φωνητικός».

Μπορείς να μιλάς ώρες με τον Γιώργο Κανάρη για την όπερα, τον κόσμο της, την πειθαρχία που απαιτεί από έναν λυρικό τραγουδιστή: «Είναι το ελιξίριο της καλλιτεχνικής μου ζωής, άφησα τη χώρα μου για να ακολουθήσω αυτό που αγαπάω και δεν το μετανιώνω…».