Μέσα από το ντύσιμο, οι άνθρωποι αφηγούνται τις ιστορίες τους, διαδηλώνουν αξίες, ανήκουν σε ομάδες ή διαφοροποιούνται από αυτές, δομούν φύλο, τάξη και πολιτισμικές αναφορές. Ωστόσο, πίσω από τις βιτρίνες των καταστημάτων, τα catwalks και τις στυλιζαρισμένες φωτογραφίες των influencers, η βιομηχανία της μόδας κρύβει ένα εξαιρετικά βαρύ περιβαλλοντικό και κοινωνικό αποτύπωμα. Ενα αθέατο κόστος που αφορά τόσο την οικολογική καταστροφή όσο και την ανθρώπινη εκμετάλλευση.
Οχι ότι δεν χύνεται μελάνι για τη λεγόμενη fast fashion που βασίζεται στην ταχύτητα παραγωγής και την άμεση ανταπόκριση στις τελευταίες τάσεις και έχει οδηγήσει σε υπερκατανάλωση και τεράστια περιβαλλοντική επιβάρυνση. Λέγεται, αλλά μένει στα μετόπισθεν, ότι η παραγωγή ρούχων απαιτεί τεράστιες ποσότητες νερού και ενέργειας, εξαντλεί μη ανανεώσιμους πόρους και εκπέμπει αέρια του θερμοκηπίου.
Για παράδειγμα, χρειάζονται περίπου 2.700 λίτρα νερού για την παραγωγή ενός βαμβακερού T-shirt και 7.500 λίτρα για ένα τζιν, ποσότητα νερού αρκετή για να καλύψει τις ανάγκες πόσιμου νερού ενός ανθρώπου για σχεδόν επτά χρόνια. Το νερό που καταναλώνεται είναι ασύλληπτα πολύ, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι η μόδα ευθύνεται για το 10% των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, περισσότερο από τις εκπομπές όλων των διεθνών πτήσεων και της ναυτιλίας μαζί.
Η βαφή υφασμάτων είναι η δεύτερη μεγαλύτερη αιτία ρύπανσης υδάτων παγκοσμίως, καθώς τα απόβλητα συχνά απορρίπτονται ανεπεξέργαστα σε ποτάμια και ρέματα. Να μην πούμε και για τα πανταχού παρόντα μικροπλαστικά. Η χρήση συνθετικών ινών, όπως ο πολυεστέρας, το νάιλον και το ακρυλικό, συντελεί στη ρύπανση των ωκεανών, καθώς αυτά τα υλικά δεν είναι βιοδιασπώμενα. Σύμφωνα με τη Διεθνή Ενωση για την Προστασία της Φύσης (IUCN, 2017), το 35% των μικροπλαστικών στους ωκεανούς προέρχεται από το πλύσιμο συνθετικών υφασμάτων.
Εξίσου γνωστό είναι και το σοβαρό κοινωνικό κόστος της fast fashion, το οποίο πλήττει τις αναπτυσσόμενες χώρες, απόλυτα ελκυστικές για τους κολοσσούς της ένδυσης λόγω φθηνού εργατικού δυναμικού και χαλαρών ρυθμίσεων. Το 80% των εργαζομένων στη βιομηχανία ένδυσης είναι νέες γυναίκες 18-24 ετών, ενώ υπάρχουν αποδείξεις για καταναγκαστική και παιδική εργασία σε χώρες όπως η Ινδία, η Ινδονησία, οι Φιλιππίνες. το Μπανγκλαντές, η Κίνα, η Βραζιλία κ.ά. Ολα αυτά σε συνθήκες απασχόλησης εξαντλητικές και επικίνδυνες
– να θυμηθούμε και την κατάρρευση του εργοστασίου Rana Plaza στο Μπανγκλαντές το 2013 που στοίχισε τη ζωή σε 1.134 εργαζομένους και τραυμάτισε πάνω από 2.500.
Αυτές οι αντιφάσεις της μόδας έχουν πλέον αρχίσει να απασχολούν όχι μόνο τον ακτιβιστικό λόγο αλλά και την τέχνη. Ας θυμηθούμε την εικαστική σύμπραξη The Nest Collective από το Ναϊρόμπι που παρουσίασε την εγκατάσταση «Return to Sender» στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ) στην Αθήνα το 2023.
Η εγκατάσταση, που αρχικά δημιουργήθηκε για την documenta 15 το 2022, αποτελείται από δεμάτια μεταχειρισμένων ρούχων, γνωστά ως «mitumba» στη Σουαχίλι, τα οποία συνήθως καταλήγουν σε χωματερές στην Αφρική. Η εγκατάσταση στο ΚΠΙΣΝ χρησιμοποίησε ρούχα που συλλέχθηκαν από την Ελλάδα και προορίζονταν για ανακύκλωση ή επαναχρησιμοποίηση μετά το τέλος της έκθεσης.
Ενα φως στο τούνελ
Η βιομηχανία της μόδας έχει φτάσει λοιπόν εδώ και καιρό σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Με τη συμβολή της τεχνολογίας, της κοινωνικής πίεσης και της πολιτικής βούλησης, είναι εφικτή η μετάβαση σε ένα μοντέλο που δεν θα θυσιάζει τον πλανήτη και τους ανθρώπους στον βωμό του κέρδους. Η στροφή προς τη βιωσιμότητα δεν είναι πια επιλογή, είναι η μόνη υπεύθυνη πορεία προς το μέλλον. Το μέλλον της μόδας πρέπει να είναι δίκαιο, διαφανές και κυρίως βιώσιμο.
Απέναντι σε αυτή την κρίση, τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να διαμορφώνεται ένα αντίπαλο ρεύμα: η βιώσιμη μόδα ή αλλιώς slow fashion. Η προσέγγιση που προτάσσει την ηθική παραγωγή, τη μακροχρόνια χρήση των ρούχων, τον σεβασμό προς το περιβάλλον και την αξιοπρεπή αμοιβή των εργαζομένων.
Στο πλαίσιο αυτό, προωθούνται εναλλακτικά υλικά όπως το οργανικό βαμβάκι, το λινό, η κάνναβη, το φυσικό μετάξι που έχουν μικρότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Οι σχεδιαστές του κινήματος της slow fashion, όπως η Βρετανή Στέλλα Μακ Κάρτνεϊ του ομώνυμου brand, επιλέγουν ανακυκλωμένα υλικά και υιοθετούν τεχνικές που περιορίζουν τα απόβλητα – μένει βέβαια να γίνουν προσιτά τα ρούχα για μεγαλύτερη μερίδα του καταναλωτικού κοινού.
Ο ΟΗΕ από την πλευρά του έχει ιδρύσει τη Συμμαχία για Βιώσιμη Μόδα (United Nations Alliance for Sustainable Fashion), με στόχο να ανακόψει τις καταστροφικές πρακτικές της βιομηχανίας. Παράλληλα, όλο και περισσότερα brands δεσμεύονται σε πολιτικές βιωσιμότητας.
Ενδεικτικά, ο οίκος Ralph Lauren έχει δεσµευθεί να χρησιµοποιεί ενέργεια από ανανεώσιµες πηγές σε ποσοστό 100% σε όλες τις εγκαταστάσεις του. Η Adidas επενδύει σε επιλογές προσωποποιημένων προϊόντων ώστε να μειώσει τις επιστροφές, ενώ η Levi’s έχει αναπτύξει τεχνικές (Water<Less) που καταναλώνουν έως 96% λιγότερο νερό στην τελική επεξεργασία των denim υφασμάτων της.
Οι νέοι δίνουν το παράδειγμα
Η κυκλική οικονομία αποτελεί μία ακόμη πιο ολιστική απάντηση στην κρίση της μόδας. Αντί για το γραμμικό μοντέλο «παραγωγή – χρήση – απόρριψη», η κυκλική προσέγγιση προτείνει τη συνεχή επαναχρησιμοποίηση υλικών. Ρούχα επανασχεδιάζονται για να είναι πιο ανθεκτικά και να μεταποιούνται εύκολα. Παράλληλα, υιοθετούνται πρακτικές όπως η ανταλλαγή (clothing swaps), η επισκευή και η μεταπώλησή τους μέσω δημοφιλών διαδικτυακών πλατφορμών. Επίσης, παρέχεται η δυνατότητα ενοικίασης ενδυμάτων, δίνοντας στους καταναλωτές πρόσβαση σε προϊόντα χωρίς την ανάγκη ιδιοκτησίας.
Η τεχνολογία παίζει κρίσιμο ρόλο στη μετάβαση σε ένα βιώσιμο μέλλον για τη μόδα. Η ψηφιοποίηση των διαδικασιών παραγωγής επιτρέπει καλύτερη πρόβλεψη των αναγκών, μείωση της υπερπαραγωγής και περιορισμό των μεταφορών και της αναγκαιότητας ύπαρξης φυσικών δειγμάτων. Παράλληλα, blockchain εφαρμογές διασφαλίζουν τη διαφάνεια στην εφοδιαστική αλυσίδα, δίνοντας τη δυνατότητα στους καταναλωτές να γνωρίζουν την προέλευση των ρούχων τους, το αν οι εργαζόμενοι πληρώνονται δίκαια και αν τα υλικά είναι φιλικά προς το περιβάλλον.
Οι νέες γενιές, ιδίως η Gen Z, δείχνουν αυξημένο ενδιαφέρον για τη βιωσιμότητα και είναι πρόθυμες να πληρώσουν περισσότερα για να υποστηρίξουν υπεύθυνες εταιρείες. Αυτή η αλλαγή καταναλωτικής συμπεριφοράς δεν αποτελεί απλώς μια τάση, είναι μια αναγκαιότητα που επηρεάζει την οικονομική βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και σύντομα θα ενσωματωθεί σε νομικές υποχρεώσεις.
Η απάντηση της ΕΕ
Η Ευρωπαϊκή Ενωση από την πλευρά της έχει θέσει ως στόχο μέχρι το 2030 να μετασχηματίσει πλήρως τον κλάδο της μόδας και των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων σε ένα σύστημα παραγωγής και κατανάλωσης που σέβεται τον άνθρωπο και το περιβάλλον. Η στρατηγική για τα βιώσιμα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα αποσκοπεί στη μείωση των αποβλήτων και της ρύπανσης, στην εξοικονόμηση ενέργειας και φυσικών πόρων και στη δημιουργία ενός νέου οικοσυστήματος, όπου τα υφάσματα σχεδιάζονται, παράγονται και χρησιμοποιούνται με κυκλικό και υπεύθυνο τρόπο.
Στο επίκεντρο αυτής της στρατηγικής βρίσκεται ο σχεδιασμός των προϊόντων, καθώς το 80% του περιβαλλοντικού αποτυπώματος ενός αντικειμένου καθορίζεται στο στάδιο του σχεδιασμού. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μέσω του Κανονισμού για τον Οικολογικό Σχεδιασμό Βιώσιμων Προϊόντων (Ecodesign for Sustainable Products Regulation) που τέθηκε σε ισχύ 2024, θέτει το πλαίσιο για την επιβολή υποχρεωτικών απαιτήσεων σχεδιασμού σε προϊόντα όπως τα κλωστοϋφαντουργικά. Αυτό σημαίνει πως στο μέλλον όλα τα υφάσματα θα πρέπει να είναι πιο ανθεκτικά, πιο εύκολα στην επισκευή και στην ανακύκλωση, αλλά και να περιέχουν ένα ελάχιστο ποσοστό ανακυκλωμένου υλικού.
Ταυτόχρονα, η στρατηγική προβλέπει τη βελτίωση της κυκλικότητας του τομέα. Η ΕΕ επιδιώκει να περιορίσει την υπερπαραγωγή και την υπερκατανάλωση που ενισχύονται από τη fast fashion και οδηγούν σε υπερβολικά απόβλητα. Μεγάλο μέρος των απορριφθέντων ρούχων εξάγεται εκτός ΕΕ και καταλήγει σε ανεξέλεγκτες χωματερές στην Αφρική και την Ασία. Για να αντιμετωπίσει αυτό το φαινόμενο, προτάθηκε ήδη από το 2021 ο Κανονισμός για τις Μεταφορές Αποβλήτων (Waste Shipment Regulation), ο οποίος θα περιορίσει τις εξαγωγές κλωστοϋφαντουργικών αποβλήτων και θα ενισχύσει τη διαχείρισή τους εντός Ευρώπης.
Μία ακόμα σημαντική πτυχή της στρατηγικής είναι η ενδυνάμωση των καταναλωτών ώστε να μπορούν να κάνουν συνειδητές και τεκμηριωμένες επιλογές. Σήμερα υπάρχουν πάνω από 200 οικολογικές ετικέτες στην αγορά, πολλές εκ των οποίων είναι ασαφείς ή παραπλανητικές. Για να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο του «greenwashing», η ΕΕ πρότεινε δύο νομοθετικά εργαλεία: την Οδηγία για την Ενδυνάμωση των Καταναλωτών στην Πράσινη Μετάβαση (Empowering Consumers in the Green Transition Directive) το 2022 και την Οδηγία για τους Πράσινους Ισχυρισμούς (Green Claims Directive) το 2023. Οι πρωτοβουλίες αυτές εισάγουν αυστηρά κριτήρια και υποχρεώσεις τεκμηρίωσης για τους περιβαλλοντικούς ισχυρισμούς, ενώ απαγορεύουν τη χρήση γενικών όρων όπως «οικολογικό» ή «φιλικό προς το περιβάλλον» χωρίς αποδείξεις.
Σημαντικό μέρος της στρατηγικής αποτελεί και η πρόληψη της ρύπανσης από μικροπλαστικά. Η ΕΕ χρηματοδοτεί ερευνητικά έργα για την καταγραφή και τον περιορισμό αυτών των εκπομπών και αναπτύσσει πολιτικές για την ελαχιστοποίησή τους. Η στρατηγική της δεν αφορά μόνο τη βιομηχανία, αλλά και τους ίδιους τους πολίτες, ιδιαίτερα τους νέους. Σε κάθε περίπτωση που νέοι άνθρωποι επηρεάζονται από νέες πολιτικές, προβλέπεται διαβούλευση με νεανικούς φορείς και οργανώσεις, ώστε να ενισχυθεί η συμμετοχή τους στις αποφάσεις.
Παράλληλα, για να ενισχύσει την ευαισθητοποίηση και τη συμμετοχή των πολιτών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκίνησε το 2023 την εκστρατεία «ReSet the Trend – #ReFashionNow». Στόχος της είναι να εμπνεύσει τους πολίτες να αλλάξουν τις καταναλωτικές τους συνήθειες και να επιλέγουν πιο βιώσιμα ρούχα, αναδεικνύοντας θετικά παραδείγματα, τοπικές δράσεις και καινοτομία στον χώρο της βιώσιμης μόδας.
Στην Ελλάδα, τέτοιες ιδέες βρίσκουν εφαρμογή σε νέες επιχειρηματικές προσπάθειες. Η startup NeoTextile, για παράδειγμα, εστιάζει στην ολιστική διαχείριση μεταχειρισμένων ρούχων, προωθώντας την ανακύκλωση και την επαναχρησιμοποίηση ως λύσεις για τη μείωση των αποβλήτων και τη διατήρηση των φυσικών πόρων. Παράλληλα, κινήσεις όπως η Fabric Republic και τα ανταλλακτικά παζάρια ρούχων σε τοπικές κοινότητες ενισχύουν την περιβαλλοντική συνείδηση των πολιτών.