Το ποδόσφαιρο – ίσως γενικότερα ο αθλητισμός – έχει γιγαντωθεί τόσο στη σύγχρονη εποχή, που η εμπλοκή του με την οικονομία, την ιστορία, ακόμη και την πολιτιστική κληρονομιά ενός τόπου έχει καταστεί αυτονόητη. Η Ιταλία προσφέρει δύο πρόσφατα αντίρροπα παραδείγματα αυτής της εμπλοκής.
Ας ξεκινήσουμε από τη Νάπολι. Η εικόνα του Ντιέγκο Μαραντόνα στους συνοικισμούς της πόλης δεν είναι απλώς ένα γκράφιτι∙ είναι το πιο αναγνωρίσιμο προσκύνημα μιας πόλης που ακόμη ψάχνει να ορίσει τη σχέση της με τον δικό της θεό.

AP Photo/Salvatore Laporta
Το 1990, ο Μάριο Φιλάρντι ζωγράφισε έναν πελώριο Ντιέγκο σε έναν τοίχο της γειτονιάς, χωρίς να φανταστεί ότι δεκαετίες αργότερα αυτό το έργο θα μετατρεπόταν σε «εικόνισμα» του λαϊκού συναισθήματος. Μετά τον θάνατο του Μαραντόνα, το 2020, εν μέσω πανδημίας, το σημείο έγινε αυτομάτως τόπος λατρείας, βωμός και μαυσωλείο μαζί. Από τότε, χιλιάδες πιστοί – πρώτα οι Ναπολιτάνοι και στη συνέχεια ολόκληρος ο κόσμος, από τουρίστες μέχρι διάσημους προπονητές όπως ο Μουρίνιο και ο Κόντε – συρρέουν για να αποτίσουν φόρο τιμής στον «Πίμπε ντε Όρο».
Όμως, όπως πάντα στη Νάπολι, το πάθος μπλέκεται με το εμπόριο. Το σημείο μετατράπηκε σε αγορά θρησκευτικών σουβενίρ – μόνο που τα «ιερά» αντικείμενα φέρουν το πρόσωπο του Ντιέγκο. Μπλουζάκια, αφίσες, μικρά αγάλματα και κεριά δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα πίστης και κατανάλωσης. Όπως ο ίδιος είχε προφητικά πει στον Τζιάνι Μινά το 1986, «δεν θέλω οι πλούσιοι να γίνουν πλουσιότεροι χάρη στον Μαραντόνα». Και όμως, σχεδόν σαράντα χρόνια μετά, η φράση του επιστρέφει σαν ειρωνεία πάνω στον ίδιο του τον τοίχο.
Οι τελευταίες ημέρες αποκάλυψαν το ρήγμα ανάμεσα στον λαϊκό ενθουσιασμό και στη νομιμότητα. Μετά από έλεγχο της δημοτικής αστυνομίας που κατέσχεσε παράνομα εμπορεύματα, οι πωλητές απάντησαν σκεπάζοντας το γκράφιτι με μπλε πανιά, αφήνοντας τους τουρίστες να φωτογραφίζουν μόνο ένα σιωπηλό κενό.

AP Photo/Gregorio Borgia, File
Ο επικεφαλής τους, Αντόνιο Εσπόζιτο, δηλώνει ιδιοκτήτης του χώρου και υπερασπίζεται το δικαίωμά του να εμπορεύεται το πάθος του κόσμου. Από την άλλη πλευρά, ο δήμος επιμένει στη νομιμότητα. Και κάπως έτσι, ο Ντιέγκο, που κάποτε ήταν σύμβολο ενότητας, τώρα χωρίζει μια πόλη σε δύο στρατόπεδα: εκείνους που υπερασπίζονται το αυθόρμητο πάθος και εκείνους που απαιτούν τάξη και ισονομία.
Η ανακαίνιση του αβαείου
Ένα διαφορετικό μήνυμα περνάει από τη Γένοβα. Ο αρχαιότερος σύλλογος της Ιταλίας, η Τζένοα, έχει πλέον ένα προπονητικό κέντρο αντάξιο της ιστορίας του. Το Αβαείο του Αγίου Ανδρέα, χτισμένο γύρω στο 1100, μετατράπηκε ύστερα από επένδυση 8 εκατομμυρίων ευρώ στη νέα «ακαδημία» του ιταλικού συλλόγου – έναν χώρο που ενώνει το παρελθόν με το μέλλον.
View this post on Instagram
Από αυτό το ποσό, τα 5 εκατομμύρια προήλθαν από την ίδια την κερκίδα. Οι φίλαθλοι της Τζένοα συμμετείχαν μέσω ειδικών ομολόγων συμμετοχής που δημιούργησε ο σύλλογος, προσφέροντας από 1.000 ευρώ και λαμβάνοντας επιτόκιο 9% ετησίως.
Η πρώτη φάση της ανακαίνισης, συνολικού εμβαδού 1.893 τετραγωνικών μέτρων (αριθμός που παραπέμπει στο έτος ίδρυσης του συλλόγου) έχει ήδη ολοκληρωθεί. Η δεύτερη φάση αναμένεται να ολοκληρωθεί μέσα στο 2026, περιλαμβάνει την ανακαίνιση της εκκλησίας και του πύργου, καθώς και τη δημιουργία νέων αθλητικών εγκαταστάσεων και κοινόχρηστων χώρων.
View this post on Instagram
Όπως είπε και ο διευθύνων σύμβουλος του συλλόγου Αντρές Μπλάσκεθ, «το αβαείο δεν είναι απλώς ένα αθλητικό οικοτροφείο. Είναι μια επένδυση σε αξίες. Μειώνουμε την εξάρτησή μας από εξωτερικές εγκαταστάσεις και δημιουργούμε έναν χώρο που θα φιλοξενεί αθλητές, οικογένειες και όνειρα. Είναι ένα έργο που συνδυάζει την οικονομική βιωσιμότητα με την πολιτιστική κληρονομιά και ένα μοντέλο που μπορεί να εμπνεύσει ολόκληρο το ιταλικό ποδόσφαιρο».






