Αυτοί που προχώρησαν στο πρωτοφανές μυστηριώδες ριφιφί στην Τράπεζα Εργασίας στην οδό Καλλιρρόης τον Δεκέμβριο του 1992 ήταν έλληνες ποινικοί, μέλη της 17Ν ή της οργάνωσης ΕΛΑ, Ιταλοί της Καμόρα ή έλληνες τραπεζικοί και συνεργοί τους; Και πώς οι δράστες ήξεραν τους χώρους της Τράπεζας και το σχέδιο δόμησης της περιοχής για να φτιάξουν με εντυπωσιακή υπομονή και μεθοδικότητα ένα τούνελ μήκους 25 μέτρων που κατέληγε στις θυρίδες του πιστωτικού ιδρύματος (όπου παραβιάστηκαν οι 301 από τις 1.151) και αφαιρέθηκε το περιεχόμενό τους, κάτι που για την εποχή σήμαινε 5 δισ. δραχμές, δηλαδή 14,7 εκατ. ευρώ;
Τα ερωτήματα παραμένουν ως σήμερα και επανέρχονται στην επικαιρότητα με αφορμή τη μίνι σειρά, έξι επεισοδίων, με τίτλο «Ριφιφί», του Σωτήρη Τσαφούλια, σε σενάριο Βασίλη Ρίσβα και Δήμητρας Σακαλή, η οποία γυρίστηκε σε παλιό κτίριο του ΟΤΕ στην Καλλιθέα και θα προβληθεί σε συνδρομητικό κανάλι.
Το μεγάλο ερώτημα βέβαια σχετικά με την κινηματογραφικού τύπου ληστεία του 1992 είναι το πώς δεν έχει ακόμη διευκρινιστεί πώς είναι δυνατόν στον ποινικό «μικρόκοσμο» της Ελλάδας να μην έχει αναδειχθεί 33 χρόνια μετά ούτε ένα σαφές στοιχείο, μια σωστή πληροφορία για την ταυτότητα των δραστών που δημιούργησαν το υπόγειο εργοτάξιο της οδού Καλλιρρόης.
Ούτε ένα ίχνος;
Με δεδομένο βέβαια ότι σχεδόν όλες οι παρόμοιες εγκληματικές ενέργειες των επόμενων χρόνων έχουν εξιχνιαστεί. Επιπλέον πώς εξηγείται ότι οι «άνθρωποι-ποντίκια», πρωταγωνιστές του ριφιφί, παρότι ουσιαστικά προχώρησαν επί ημέρες σε… οικοδομικές εργασίες μεγάλης έκτασης και μετέφεραν στη συνέχεια τεράστια λεία, κατάφεραν να μη βρεθεί οποιοδήποτε ίχνος που να οδηγήσει στην ταυτότητά τους; Στην ερώτηση αυτή ωστόσο εύκολα θα μπορούσε να απαντήσει κανείς ότι την περίοδο εκείνη δεν υπήρχαν η δυνατότητα ανίχνευσης DNA, οι μέθοδοι εντοπισμού δραστών με κάμερες και η άρση απορρήτου στα σπάνια τότε κινητά τηλέφωνα.
Μήπως όμως συνέβαινε κάτι άλλο; Γιατί οι κατασκευαστές του τούνελ δεν επανήλθαν με νέο παρόμοιο εγχείρημα; Γιατί επιχειρήθηκε το 1994 από κρατουμένους των φυλακών να κατηγορηθούν ο υποδιευθυντής της Τράπεζας Εργασίας και τέσσερις επιχειρηματίες; Ακόμα, πού βρίσκονται σήμερα οι πρωταγωνιστές αυτής της υπόθεσης και πού επενδύθηκαν τελικώς αυτά τα τεράστια χρηματικά ποσά;
Από την πλευρά του ο κ. Τσαφούλιας σχολιάζοντας τα βήματα προετοιμασίας της τηλεοπτικής σειράς δήλωσε πως «έχουμε κρατήσει αυτό που ξέρουμε από την ειδησεογραφία ότι έχει συμβεί, ενώ η μυθοπλασία έρχεται να καλύψει αυτά που δεν ξέρουμε, δηλαδή ποιοι το έκαναν και γιατί».
Ο ίδιος ανέφερε ότι για να καλύψει το ερευνητικό κενό στο πλαίσιο της κινηματογραφικής πλοκής εμφανίζονται ως εμπλεκόμενοι στο επονομαζόμενο «ριφιφί του αιώνα» ένας ιδιοκτήτης γραφείου τελετών, ένας μηχανικός αυτοκινήτων, ένας γραφίστας που εργάζεται ως ελαιοχρωματιστής, ένας εργαζόμενος σε λούνα παρκ και ένας σερβιτόρος στο ζαχαροπλαστείο απέναντι από την τράπεζα. Διοργανώτρια του τηλεοπτικού «ριφιφί», δε, ήταν μια γυναίκα.
Τι πραγματικά συνέβη;
Στις 21 Δεκεμβρίου 1992 οι αστυνομικοί ανακάλυψαν κάτω από την Τράπεζα Εργασίας μία σήραγγα δεκάδων μέτρων που συνέδεε το αποχετευτικό δίκτυο με το υπόγειο του θησαυροφυλακίου της Τράπεζας Εργασίας στην οδό Καλλιρρόης 19.
Οι δράστες τρύπησαν ένα μέτρο μπετόν που είχε στο εσωτερικό ατσάλι, αντοχής 22 «σταλ». Οπως διαπιστώθηκε, στα λαγούμια είχαν μπει υποστυλώματα – κάτω από την οδό Καλλιρρόης –που θα ζήλευαν και οι υπεύθυνοι του μετρό! Η Αστυνομία με τα μέσα που διέθετε εκείνη την περίοδο επιχείρησε να εντοπίσει τους δράστες με διάφορους τρόπους. Πρώτον, από τον τρόπο προμήθειας των μετάλλων που χρησιμοποιήθηκαν για τη στήριξη του τούνελ, αλλά και από το πού απέκτησαν τα βαγονέτα για τη μεταφορά του χώματος, τις ηλεκτρικές γεννήτριες κ.λπ. Οι έρευνές της όμως δεν είχαν ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Επιπλέον αναζήτησαν γιατί δεν λειτούργησαν τα συστήματα ασφαλείας και οι συναγερμοί της τράπεζας. Μέσα στο τούνελ βρέθηκαν ορισμένα παλιά εργαλεία και ένα σχεδιάγραμμα που όμως τελικώς δεν υποβοήθησε την έρευνα. Οι αστυνομικοί εκτός των άλλων δεν μπόρεσαν να διαλευκάνουν πώς διέφυγαν οι δράστες και κατέληξαν σε ένα πρώτο συμπέρασμα ότι χρησιμοποίησαν έναν αφύλακτο σταθμό της ΕΥΔΑΠ κοντά στην οδό Χαμοστέρνας.
Τα ευρήματα της Βραυρώνας
Λίγους μήνες αργότερα βρέθηκαν στις ακτές της Βραυρώνας έγγραφα, επιταγές, μετοχές, γραμμάτια και ομόλογα που ανήκαν στον θησαυρό της Τράπεζας Εργασίας. Χωρίς όμως κι αυτό να βοηθήσει τις έρευνες. Την περίοδο εκείνη είχε μνημονευθεί ότι οι δράστες είχαν στόχο μεγάλες ποσότητες κοκαΐνης που είχαν κρύψει κάποιοι από τους πελάτες της Τράπεζας Εργασίας. Ωστόσο οι αξιωματικοί της Δίωξης Ναρκωτικών ακόμα και σήμερα σχεδόν αποκλείουν αυτό το ενδεχόμενο. Από τότε είναι δίχως τέλος τα σενάρια για αυτή την πρωτοφανή – ακόμα και για τα παγκόσμια εγκληματολογικά χρονικά – διάρρηξη.
Η επικήρυξη
Ο τότε πρόεδρος της Τράπεζας Εργασίας επικήρυξε με 200 εκατ. δραχμές (περίπου 587.000 ευρώ) τους δράστες. Την περίοδο εκείνη μάλιστα υψηλόβαθμος αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. προσφέρθηκε να δώσει… πληροφορίες εκ μέρους της υπηρεσίας του, για να πάρει την αμοιβή! Ωστόσο αυτή η επικήρυξη, όπως συμβαίνει πολλές φορές, «προσέλκυσε» το ενδιαφέρον των κυκλωμάτων των φυλακών.
Τον Ιανουάριο του 1993 ένας σύρος κρατούμενος στις φυλακές Κορυδαλλού για απάτες υποστήριξε σε κατάθεσή του στην ΕΛ.ΑΣ. ότι γνωρίζει τους δράστες του ριφιφί. Μάλιστα δήλωσε ότι συμμετείχε κι αυτός σε αυτό και κρατούσε… τσίλιες σε όσους δούλευαν στα μικρά τούνελ. Με βάση τις αναφορές του κατηγορήθηκαν για τη διάπραξη της ληστείας ο υποδιευθυντής της Τράπεζας, ένας επιχειρηματίας που έχει κατηγορηθεί κατ’ επανάληψη για λαθρεμπόριο τσιγάρων και τρεις ιδιώτες παλιοί γνωστοί του σύρου κρατουμένου, με τους οποίους είχε πλέον εχθρικές σχέσεις. Ωστόσο και οι πέντε απαλλάχθηκαν διά βουλεύματος το φθινόπωρο του 1995, αφού ο Σύρος αναίρεσε τα πάντα και υποστήριξε ότι εκτελούσε εντολές άλλων κρατουμένων που ήθελαν να εκβιάσουν τους επιχειρηματίες.
Το πλήθος ερευνών που ακολούθησε εστιάστηκε και πάλι στον επιχειρηματία που δραστηριοποιούνταν στο λαθρεμπόριο τσιγάρων, ο οποίος παλαιότερα ήταν κρατούμενος στις φυλακές της Ρώμης κατηγορούμενος για διακίνηση λαθραίων τσιγάρων την περίοδο 1996-1997. Φερόταν μάλιστα και ως συνεργάτης ιταλού αρχιμαφιόζου στη Ζυρίχη. Μάλιστα οι δεσμοί του έλληνα λαθρεμπόρου με την ιταλική μαφία και το γεγονός ότι το «ριφιφί» είχε μεθοδικότητα ιταλών κακοποιών, όπως και ότι δεν υπήρχε καμιά πληροφορία από τον χώρο της ελληνικής «μαφίας» οδήγησαν τους ερευνητές της υπόθεσης να ψάξουν και την πιθανότητα οι δράστες του ριφιφί να προέρχονταν από τη γειτονική χώρα.
Ο κακοποιός από το Μιλάνο
Το 2002, δηλαδή 10 χρόνια μετά το ριφιφί, υπήρξαν αναφορές ότι οργανωτής του ήταν ένας άλλος ιταλός κακοποιός με έδρα το Μιλάνο. Ο συγκεκριμένος αλλοδαπός ποινικός είχε προχωρήσει τη δεκαετία του ’80 σε παρόμοια ριφιφί με τούνελ και απενεργοποίηση των συστημάτων ασφαλείας των τραπεζών στη συγκεκριμένη ιταλική πόλη αλλά και στη Βαρκελώνη.
Ωστόσο από τη δεκαετία του ’90 αλλά και μετά την εξάρθρωση της «17 Νοέμβρη» το καλοκαίρι του 2002 αναδείχθηκαν σενάρια που εξέτασε η ΕΛ.ΑΣ. για τυχόν εμπλοκή στο ριφιφί μελών της οργάνωσης Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας που έδρασε κυρίως την περίοδο 1974-1995 ή και της οργάνωσης «Φάντασμα». Χωρίς ωστόσο την παρουσίαση οποιουδήποτε αποδεικτικού στοιχείου.






