Επί σειρά ετών, οι μελέτες της εκλογικής κοινωνιολογίας είχαν αναδείξει ως έναν από τους βασικούς ερμηνευτικούς μηχανισμούς διαμόρφωσης της ψήφου την έννοια της «κομματικής ταύτισης». Αυτή γινόταν νοητή ως ένας ισχυρός συναισθηματικός δεσμός των ψηφοφόρων με συγκεκριμένα πολιτικά κόμματα, σε βαθμό που η ψήφος να αναγνωρίζεται ως η «ταυτότητά» τους. Σε εμπειρικές έρευνες η έντασή της αποτιμάται ποσοτικά από τον βαθμό συμπάθειας που ο εκλογέας εκφράζει προς κάποιο κόμμα ή την εγγύτητα («πόσο κοντά») που αισθάνεται προς το κόμμα που ψηφίζει.

Κρίση εμπιστοσύνης

Παρ’ όλα αυτά, η έντασή της ήδη από τη δεκαετία του 1980 άρχισε να εμφανίζει πτωτική τάση διεθνώς, η οποία συνδέθηκε με τη μείωση της εμπιστοσύνης απέναντι στο πολιτικό σύστημα. Αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρήθηκαν και στην Ελλάδα από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν τα συνολικά ποσοστά κομματικής ταύτισης έπεσαν κάτω από το 80%, καταρρέοντας προς στιγμή στην κρίση του 2012 και με τις αντίστοιχες τιμές να επανέρχονται μόλις και μετά βίας στο 60% το 2019.

Εν τούτοις, ο βαθμός επαναληψιμότητας της ψήφου από τη μια αναμέτρηση στην άλλη, και παρά τη μείωση που έχει επίσης υποστεί, παραμένει σε επίπεδα υψηλότερα από αυτά της κομματικής ταύτισης, με εξαιρέσεις απότομης εκλογικής αποστοίχισης, όπως στον «εκλογικό σεισμό» του 2012. Ετσι, ένα νέο ερμηνευτικό σχήμα της διατήρησης των εκλογικών δεσμών μεταξύ κομμάτων και ψηφοφόρων αναζητήθηκε στη θεωρία της «αρνητικής ψήφου», η οποία δεν προσδιορίζεται πρωτίστως από τα θετικά συναισθήματα του ψηφοφόρου προς το κόμμα που ψηφίζει, αλλά από τα αρνητικά συναισθήματα προς τους αντιπάλους του.

Με αυτή την έννοια, ο βαθμός αυτής της «αρνητικής ταύτισης» αποτιμάται ποσοτικά είτε με τη δήλωση αντιπάθειας προς συγκεκριμένα κόμματα («ποιο κόμμα αντιπαθείτε περισσότερο») είτε ακόμα πιο έντονα όταν τίθεται το ενδεχόμενο της ανόδου του αντιπάλου στην εξουσία («ποιο κόμμα θα σας ενοχλούσε περισσότερο να κερδίσει»). Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα οι διεξοδικότερες και συστηματικότερες μετρήσεις τέτοιου τύπου διενεργούνται από τις εταιρείες ερευνών Prorata (με έμφαση στην αντιπάθεια) και MRB (με έμφαση στον φόβο επικράτησης του αντιπάλου). Και στις δύο περιπτώσεις το φαινόμενο της «αρνητικής ταύτισης» αναδείχθηκε σε κύριο παράγοντα της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ το 2019, το περίφημο «αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα». Ας σημειωθεί ενδεικτικά ότι το τελευταίο εξάμηνο πριν από τις εκλογές του 2019 η ΝΔ συγκέντρωνε κατά 10,2% υψηλότερη προτίμηση στο ενδεχόμενο να κερδίσει, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ κατά 17,5% υψηλότερη προτίμηση στο ενδεχόμενο να χάσει.

Εν τούτοις, και στις δύο αυτές σειρές μετρήσεων έχουν ήδη συντελεστεί σημαντικές ανατροπές κατά τη διάρκεια της τελευταίας τετραετίας. Αφενός ο δείκτης αντιπάθειας μεταξύ των δύο κομμάτων είχε πλέον ισοσκελιστεί μέσα στο 2022, ενώ στις αρχές του 2023 φάνηκε η ΝΔ να υπερβαίνει για πρώτη φορά σε αντιπάθεια τον ΣΥΡΙΖΑ. Αφετέρου ο βαθμός ενόχλησης στο ενδεχόμενο νίκης μεταξύ των δύο κομμάτων είχε εξισορροπηθεί ήδη από το 2021, με την ενόχληση ήδη εδώ και έναν χρόνο να στρέφεται περισσότερο πλέον προς τη ΝΔ, η οποία ωστόσο διατηρεί ταυτόχρονα έστω και ένα ελαφρύ προβάδισμα στην προτίμηση να κερδίσει. Παράδοξο που πιθανότατα οφείλεται στον συνδυασμό των δύο τάσεων, της αρνητικής και της θετικής. Στο γεγονός δηλαδή ότι η ενόχληση προς τη ΝΔ δεν συμπίπτει σε ικανό βαθμό σε προτίμηση υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον όχι στον ίδιο που ακόμα και σήμερα συμβαίνει το αντίστροφο. Με απλά λόγια το αντι-ΝΔ εξακολουθεί να μη μετατρέπεται σε φιλο-ΣΥΡΙΖΑ, στον βαθμό που ακόμα το (εναπομείναν) αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετουσιώνεται σε φιλο-ΝΔ.

 

Μετά τα Τέμπη

Φυσικά η αρνητική κομματική ταύτιση είναι φαινόμενο συνδεδεμένο απόλυτα με την κρίση εκπροσώπησης και εμπιστοσύνης προς τα πολιτικά κόμματα, οπότε και η ίδια η ερμηνεία της συνοδεύεται και πρέπει να αντιμετωπίζεται σε αυτό το ρευστό πλαίσιο. Παρ’ όλα αυτά, το φαινόμενο της αρνητικής ψήφου αναμένεται να διατηρηθεί και ενδεχομένως να αυξηθεί ως προς τη σημαντικότητά του, ειδικά μετά τη γενικευμένη έκρηξη διαμαρτυρίας που εκδηλώθηκε με αφορμή το δυστύχημα στα Τέμπη. Και τελικά να προσδιορίσει τόσο το εκλογικό αποτέλεσμα της αμέσως επόμενης αναμέτρησης όσο και της μεθεπόμενης εφόσον αυτή χρειαστεί.

Σε μια συγκυρία μάλιστα που για τη σημερινή κυβέρνηση αφενός ο διακηρυγμένος στόχος της αυτοδυναμίας και αφετέρου το ταραχώδες πλαίσιο που διαμόρφωσαν οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών (υποκλοπές κ.λπ.) έχουν καταστήσει προβληματική τη «συνομιλία» με άλλους πολιτικούς χώρους. Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ παρότι επιδιώκει να αποτελεί τον κυριότερο κορμό της κυρίαρχης πλέον δυσαρέσκειας, παραμένει αμφίβολο κατά πόσο είναι σε θέση να την εκφράσει πλειοψηφικά. Και παρά το γεγονός ότι οι πρώτες δημοσκοπήσεις καταγράφουν σε μια πρώτη φάση την απομάκρυνση της ΝΔ από τον στόχο της αυτοδυναμίας (των δεύτερων εκλογών) σε απόσταση για πρώτη φορά μεγαλύτερη από όση είναι η υπεροχή που διατηρεί έναντι του αντιπάλου της. Συνθήκη που κατ’ αρχήν, ποσοτικά τουλάχιστον, θα μπορούσε να καταστήσει στη συγκεκριμένη στιγμή τη δυνητική πιθανότητα της πολιτικής ανατροπής μεγαλύτερη από την επίτευξη της αυτοδυναμίας. Με ορατό τον κίνδυνο, μέσα σε αυτό το σκηνικό, η αρνητική ψήφος να στραφεί εν τέλει εναντίον και των δύο βασικών κομμάτων ταυτόχρονα.

Ο κ. Παναγιώτης Κουστένης είναι εκλογικός αναλυτής, δρ Πολιτικής Επιστήμης.