Από το 1926, η Διεθνής Εκθεση Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ) παραδοσιακά έχει αποτελέσει πεδίο πολιτικών εξαγγελιών οικονομικού χαρακτήρα και λιγότερο συχνά πρόσφορο βήμα δημόσιου διαλόγου που θέτει ανοιχτά τις προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας.
Δίχως διάθεση μηδενισμού του εκάστοτε κυβερνητικού έργου, οι πολίτες σήμερα δεν επιθυμούν να ακούσουν μονομερώς για την ελληνική οικονομία που καλπάζει υπεραποδίδοντας συγκριτικά με άλλες οικονομίες διότι είναι εκείνοι που βιώνουν μια καθημερινότητα υψηλού κόστους ζωής και χαμηλών αποδοχών. Σε αυτό το πλαίσιο είναι απαραίτητο να αποφευχθούν οι γενικές αναφορές και να απαντηθεί ένα καίριο ερώτημα. Σε ποιον βαθμό (ύστερα από την ευνοϊκή χρηματοδοτικά συγκυρία μετά την πανδημία) υπάρχει σχέδιο και προοπτική για να μετεξελιχθεί η οικονομία πέρα από το σημερινό αναπτυξιακό πρότυπο του τουρισμού και των υπηρεσιών.
Μακριά από προσπάθειες ωραιοποίησης, είναι ανάγκη οι πολίτες να ακούσουν με ψυχραιμία και ειλικρίνεια από όλα τα πολιτικά κόμματα, αλλά προπάντων την κυβέρνηση, για το τι πραγματικά θεωρούν ότι δεν πάει καλά, καθώς και το ποιες είναι οι προκλήσεις που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε ως οικονομία. Προσωπικά θεωρώ πως αυτές κυριότερα ξεκινούν από τη χαμηλή παραγωγικότητα, το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας, τις διευρυνόμενες ενδοπεριφερειακές ανισότητες, καθώς και την κλιματική αλλαγή που αναμένεται να περιορίσει σημαντικά το δυνητικό ΑΕΠ της χώρας.
Το νέο πλαίσιο δημοσιονομικών κανόνων αναμένεται να μονοπωλήσει τη θεματολογία της ΔΕΘ, καθώς άπτεται πλέον του διαθέσιμου δημοσιονομικού χώρου (κανόνας πρωτογενών δαπανών) σε βραχυχρόνιο ορίζοντα. Αυτό όμως δεν θα πρέπει να σταθεί αφορμή για να περιορίσουν τα κόμματα και τη διατύπωση προτάσεων ή ακόμα και ευρέων προτεραιοτήτων σε απώτερο ορίζοντα, π.χ. τετραετίας. Κάτι τέτοιο είναι σημαντικό προκειμένου τα κόμματα να αναπτύξουν τις ιδέες τους για το δικό τους μείγμα πολιτικής καθώς και τις προτεραιότητές τους σε σχέση με την ακολουθούμενη δημοσιονομική πολιτική.
Ταυτοχρόνως, είναι σημαντικό ο πολιτικός και οικονομικός λόγος στη ΔΕΘ να μην αφορά γενικόλογα το σύνολο της οικονομίας αλλά να αποκτήσει χαρακτήρα περισσότερο τομεακό διατυπώνοντας προτάσεις που να άπτονται του κρίσιμου τομέα της καινοτομίας, της έρευνας και της ανάπτυξης καθώς και της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, θεματικές που συχνά πυκνά χάνονται στην εκάστοτε θεματολογία της έκθεσης.
Ειδικά σε αυτή τη ΔΕΘ είναι αναγκαίο να ακουστεί η επενδυτική στρατηγική που είναι αναγκαία προκειμένου να καλυφθεί το επενδυτικό κενό μετά το 2026, χρονιά-ορόσημο για την ολοκλήρωση του Ταμείου Ανάκαμψης. Η επεξήγηση αυτής της μετάβασης είναι κρίσιμης σημασίας, δεδομένου ότι σήμερα η ώθηση από ευρωπαϊκά κονδύλια είναι σημαντική για το κλείσιμο αυτού του κενού με τον μέσο όρο της ΕΕ.
Τέλος, με σκοπό την αποφυγή επιβολής μονοθεματικής ατζέντας από πλευράς των κομμάτων, κρίνεται σημαντικό εκτός των πολιτικών κομμάτων να ακούγονται και οι απόψεις και προτάσεις των παραγωγικών φορέων της περιοχής αλλά και της ευρύτερης επικράτειας σε σχέση με τις προκλήσεις που οι ίδιοι βλέπουν ως σημαντικές στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Περίπου 100 χρόνια από τη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης, το σημερινό διεθνές περιβάλλον χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητες που αφορούν γεωπολιτικές εντάσεις και εμπορικούς περιορισμούς. Από μόνο του αυτό επιτάσσει στο πλαίσιο της έκθεσης έναν δημόσιο πολιτικό διάλογο που να απαντά με ειλικρίνεια και ψυχραιμία στις προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας.
Ο κ. Γιώργος Παλαιοδήμος είναι γραμματέας του Τομέα Οικονομικών του ΠαΣοΚ.



