Οπως μας είναι γνωστό, το Συμβούλιο της Επικρατείας με απόφαση της Ολομέλειάς του έκρινε συνταγματικό τον νόμο που επέτρεψε με καθυστέρηση ετών την ίδρυση στη χώρα μας των λεγόμενων μη κρατικών πανεπιστημίων.
Ξεκινώντας με την προσωπική άποψη ότι η συγκεκριμένη νομοθετική επιλογή θα ήταν μεταρρύθμιση αν είχε γίνει πριν από 20 χρόνια και ότι η συζήτηση για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια ενεπλάκη για χρόνια σε πολιτικές αντιπαραθέσεις, ιδεοληπτικές προσεγγίσεις και αναχρονιστικές λογικές, ας έρθουμε στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο με πλειοψηφία 17 έναντι 8 έκρινε ότι ο νόμος που επιτρέπει τη λειτουργία των μη κρατικών πανεπιστημίων είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα. Για την εν λόγω απόφαση έχουν λεχθεί και έχουν γραφεί πολλά από πολιτικούς, νομικούς, συνταγματολόγους και γενικά επιστήμονες του δικαίου, που έχουν λόγο και άποψη για τέτοια θέματα.
Οι υποστηρικτές της απόφασης, ανάμεσα στους οποίους ο Ευάγγελος Βενιζέλος και ο καθηγητής Βασίλης Σκουρής, που διετέλεσε χρόνια και δικαστής στην Ευρώπη, υπεραμύνονται της άποψης ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας σωστά αποφάσισε και ότι στάθμισε με σύγχρονο και επιβαλλόμενο τρόπο το εθνικό Σύνταγμα από τη μια μεριά και το Ενωσιακό Δίκαιο από την άλλη.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος μάλιστα έχει πολλές φορές δημόσια υποστηρίξει την έννοια του «επαυξημένου Συντάγματος», δηλαδή του Συντάγματος που εξελίσσεται και προσαρμόζεται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης ενωσιακής έννομης τάξης.
Εκείνοι που βάλλουν κατά της απόφασης του ΣτΕ είναι πολλοί, καθηγητές, συνταγματολόγοι, ανάμεσά τους οι καθηγητές Ξενοφών Κοντιάδης, Γιάννης Δρόσος, Γιώργος Κατρούγκαλος και άλλοι, και διατυπώνουν την άποψη ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν στάθμισε, όπως έπρεπε, την ισορροπία ανάμεσα στο Σύνταγμα και το Ενωσιακό Δίκαιο και ότι η απόφαση του ΣτΕ δεν είναι ορθή και ο κρινόμενος νόμος κινείται εκτός της συνταγματικής μας τάξης.
Αυτά σε γενικές και απλουστευτικές γραμμές είναι τα επιχειρήματα σε επιστημονικό επίπεδο που τέθηκαν δημόσια σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα επιστημονική συζήτηση που διεξήχθη στον Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας την εβδομάδα που μας πέρασε.
Ομως, ας πάμε στην ουσία των πραγμάτων. Για χρόνια στη χώρα μας λειτουργούσαν κολέγια, παραρτήματα, κεκαλυμμένα ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της αλλοδαπής, έδιναν πτυχία, τα οποία οδηγούσαν χιλιάδες νέους σε επαγγελματική αποκατάσταση, τα πτυχία αυτά μπορούσαν να αναγνωριστούν, οι απόφοιτοι επέλεγαν επαγγέλματα όπως δικηγόρος και πολλά άλλα, ακόμα και εκείνο του δικαστή.
Πέραν αυτού, το Σύνταγμα δεν μπορεί να θεωρείται κείμενο αναλλοίωτο από τον χρόνο, άκαμπτο, ανεπηρέαστο από τις εξελίξεις, όταν μάλιστα η χώρα μας μετέχει στη δημιουργία του Ενωσιακού Δικαίου. Το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν είναι κάτι που έρχεται απ’ έξω για να μας επιβληθεί και να μας αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά του εθνικού μας Συντάγματος. Είναι αποτέλεσμα μιας έννομης τάξης, στην οποία η Ελλάδα μετέχει ενεργά 50 χρόνια.
Μετά ταύτα, αν πετύχουν ή δεν πετύχουν τα λεγόμενα μη κρατικά πανεπιστήμια είναι ευθύνη της κυβέρνησης και εκείνων που θα εφαρμόσουν τον σχετικό νόμο. Ομως ο νόμος που κρίθηκε συνταγματικός από το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι νόμος που ρυθμίζει καταστάσεις που όφειλαν να έχουν από χρόνια ρυθμιστεί και το Συμβούλιο της Επικρατείας ορθά έκρινε ό,τι έκρινε.
Αλλωστε το Σύνταγμα δεν είναι δεινόσαυρος, όπως ευφυώς τόνισε η καθηγήτρια της Νομικής Λίνα Παπαδοπούλου. Στην εποχή της ραγδαίας ανάπτυξης των τεχνολογιών και της ταχύτητας των εξελίξεων σε παγκόσμιο επίπεδο, τέτοιοι προβληματισμοί μοιάζουν τόσο αναχρονιστικοί!






