Σε πείσμα του κατακαλόκαιρου που συνήθως βυθίζει τη χώρα στη ραστώνη, η οποία κατά κανόνα κάνει τους πάντες να απεχθάνονται τις πολιτικές αναταράξεις, τα γεγονότα των ημερών μοιάζουν να συνωμοτούν εναντίον αν όχι των μπάνιων του λαού, σίγουρα πάντως εναντίον της ηρεμίας της κυβερνώσας πλειοψηφίας που κινείται πλέον στον αστερισμό των απρόσμενων και απρόβλεπτων εξελίξεων.
Αν οι σχετιζόμενες με το δυστύχημα των Τεμπών αναταράξεις έδειχναν προς το παρόν να ελέγχονται ως προς την πολιτική επικινδυνότητά τους, δεν φαίνεται να ισχύει το ίδιο και με τις σχετιζόμενες με το επονομασθέν σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Ηδη η παραίτηση τριών υφυπουργών και κυρίως η παραίτηση ενός υπουργού με το ειδικό και συμβολικό βάρος του Βορίδη συνιστούν μια μείζονα πολιτική κρίση που ουδείς, έστω και επιτυχής, ανασχηματισμός αρκεί για να εξουδετερώσει τις άμεσες και απώτερες συνέπειές της. Πολύ περισσότερο που αυτές εύκολα μπορούν να επιδεινωθούν προστιθέμενες στη βαριά ατμόσφαιρα που επικρατεί στα μέτωπα των εθνικών θεμάτων και στους κόλπους μιας κοινωνίας όλο και περισσότερο ανήσυχης για την τύχη της σε έναν κόσμο που δείχνει να έχει παραδοθεί στους μηχανικούς του χάους και να έχει βαλθεί να μην αφήσει όρθια καμία από εκείνες τις βεβαιότητες που θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμες στην οικοδόμηση μιας ελάχιστης έστω εθνικής αυτοπεποίθησης.
Εκεί, άλλωστε, έγκειται και το πραγματικό σκάνδαλο στην υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ: 204 χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821 και 51 μετά τη Μεταπολίτευση του 1974, το ελληνικό κράτος δεν έχει αποκτήσει ακόμα την ιθύνουσα τάξη, τους θεσμούς και τις μεθόδους που θα εξαλείψουν τα απομεινάρια του κοτζαμπασιδισμού, θα ξορκίσουν τους δαίμονες της κομματικής πελατοκρατίας και θα απελευθερώσουν τις όποιες δημιουργικές κοινωνικές ομάδες έχουν απομείνει ακόμα σε αυτόν τον τόπο. Αν η εκδήλωση σειράς προσωπικών ενδοκυβερνητικών συγκρούσεων αποτελεί αδιάψευστο οιωνό κάμψης της πολιτικής ισχύος του κυβερνώντος κόμματος, η νέα πολιτική κρίση που διέρχεται φαίνεται να ματαιώνει (οριστικά;) τις προσδοκίες του για μια απρόσκοπτη δημοσκοπική ανάκαμψη.
Αντιθέτως, τα ευρήματα των τελευταίων μετρήσεων της κοινής γνώμης μάλλον επιβεβαιώνουν όσους προ πολλού υποστηρίζουν ότι όχι μόνο θα ήταν υπό τις κρατούσες συνθήκες αδύνατη η αναβίωση του δικομματισμού της Μεταπολίτευσης, αλλά και ότι η πράγματι εντυπωσιακή μονοκρατορία της ΝΔ δεν θα αργούσε να εξαντλήσει τα περιθώρια της αναπαραγωγής της.
Αν προσωρινά τη διέσωζε το γεγονός ότι πολύ πριν από αυτή τα κόμματα της αντιπολίτευσης είχαν ολοκληρώσει τον δικό τους βιοϊστορικό κύκλο, όπως θα έλεγε κάποτε και ο Δημήτρης Αβραμόπουλος, αυτό δεν σήμαινε ότι η νεοδημοκρατική κυριαρχία είχε αίφνης αποκτήσει μεταφυσικές ιδιότητες πολιτικής επιβίωσης.
Αντιθέτως, το κακό για αυτή είναι ότι ως κατ’ εξοχήν συστημικό κόμμα εξουσίας το πιθανότερο είναι ότι δεν θα μπορούσε καν να μην εμφανίσει τα σημάδια των παθογενειών που επικαλείται ως άλλοθι των αμαρτημάτων της. Πολύ δε λιγότερο θα μπορούσε να ενεργοποιήσει τα ανακλαστικά που δίνουν στα αντισυστημικά σχήματα τη δυνατότητα να προβάλλονται ως οι ανερχόμενες δυνάμεις ενός κόσμου που αφενός επιστρέφει ολοταχώς στην εποχή των κανονιοφόρων, αφετέρου δεν διστάζει να θαυμάζει ως χορογραφία την κοροϊδία της (διεθνούς) κοινής γνώμης στο όνομα της επιβολής του δικαίου του ισχυρότερου.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, μόνο ο «κανένας» θα εξακολουθήσει να φαντάζει στα μάτια του εκλογικού σώματος ως ο καταλληλότερος για τη διακυβέρνηση.
Ο κ. Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας και επικοινωνιολόγος.