Τελικά τα fake news μπορεί να μην ήταν και τόσο fake news. Η βεβαιότητα που πριν από τρεις Κυριακές αποτυπώθηκε σε power points με την υποχρέωση της αναδημοσίευσης από υπουργικούς λογαριασμούς στα σόσιαλ μίντια, έδωσε τη θέση της σε μια πιθανότητα: το μοντάζ στις ηχητικές συνομιλίες να έχει γίνει και η μονταζιέρα να μην είναι «κηλίδα» στην ιστορία μιας εφημερίδας, παιχνίδι στα χέρια των «συμφερόντων» ή οποιαδήποτε άλλη σούπα ανακατεύει την πανικόβλητη καταγγελία με την υπερφίαλη συνωμοσιολογία, αλλά απλώς αντικείμενο έρευνας της Δικαιοσύνης.

Ετσι δεν γίνεται στις δημοκρατίες; Οι κυβερνήσεις δεν ελέγχουν όλους τους αρμούς της εξουσίας ακόμα και αν στο τέλος της ημέρας λογοδοτούν γι’ αυτούς. Ο Τύπος δημοσιεύει αυτά που ξέρει και θέτει ερωτήματα γι’ αυτά που δεν ξέρει. Και η Δικαιοσύνη ψάχνει. Στην τηλεοπτική του συνέντευξη, ο Πρωθυπουργός δεν μετατοπίστηκε μόνο από τη βεβαιότητα στην πιθανότητα. Επανατοποθετήθηκε επιπλέον σε αυτό το θεμελιώδες σχήμα της δημοκρατικής λογικής. «Δεν το ξέρω, πιθανώς να είναι, δεν το ξέρω» είπε. «Το πώς διέρρευσαν στα Μέσα, το τι μπορεί να έπαιξαν μετά τα Μέσα, αυτό είναι κάτι το οποίο δεν μπορώ να γνωρίζω» είπε ακόμα. «Να το αποδείξει η Δικαιοσύνη».

Θα ακουγόταν παράλογο εάν έλεγε κανείς πως αυτό το σχήμα δημοκρατικής λογικής είναι ζωτικό για να στηθούν οι κάλπες σε περιβάλλον πολιτικής σταθερότητας; Οχι, ακριβώς επειδή το παράλογο δεν ελλοχεύει μόνο σε κυβερνητικές ανακοινώσεις για «κηλίδες» που κηλιδώνουν τους συντάκτες τους. Διεκδικεί ξανά να απλώσει στις πιο ευάλωτες στρώσεις του εκλογικού σώματος τη λογική του. Η Ακρα Δεξιά διεκδικεί περίπου ως φυσικό χώρο ένα σύμπαν όπου είναι λογικό, μετά τις «κηραλοιφές» και τις «επιστολές του Ιησού», να πουλά και «συντάξεις στα 3 με 4 χιλιάρικα». Και μια κάποια Αριστερά έχει φτάσει πια να ναρκισσεύεται με επιδείξεις πλούτου και ξεναγήσεις real estate σε τηλεοπτικές εκπομπές.

Είναι λογικό το success story ενός αριστερού κόμματος να χτίζεται πάνω στο business story του αρχηγού του; Οσο λογικό είναι να γίνεται κόμμα το τηλεμπόριο. Αλλά να που μια παλαβή Αριστεροδεξιά πριμοδοτείται τόσο δημοσκοπικά ώστε να εμφανίζει εκλογικές αξιώσεις και να θρέφει πρωθυπουργικές φιλοδοξίες. Αν όχι τώρα, σε τρία χρόνια, δεν μας κυνηγάει και κανένας. Γιατί; Ακριβώς επειδή στο μέτωπο της λογικής άνοιξε τρύπες η πολιτική δύναμη που το εξέφρασε. Δεν φαίνεται να υπάκουσε σε κάποια κοινή λογική η παρακολούθηση ενός πολιτικού αρχηγού και του μισού υπουργικού συμβουλίου, αλλά σε ένα σκοτεινό παράλογο. Δεν είπε ότι «δεν ξέρει» τι συνέβη εκείνη τη μοιραία νύχτα στα Τέμπη και ότι θα το ψάξει η Δικαιοσύνη – τουλάχιστον δεν το είπε όσο δυνατά θα έπρεπε να ακουστεί. Στην Εξεταστική Επιτροπή ήταν σαν να μην ήθελε να μάθει, τοποθετώντας καθεμία από τις πιθανές και απίθανες αιτιάσεις στην ίδια σφαίρα, αυτήν της συνωμοσίας. «Κάτι συμφέροντα θέλουν να μας ρίξουν με το μοντάζ».

Η μετατόπιση του Πρωθυπουργού εκκίνησε από αυτή την τελευταία πράξη του δράματος της συνωμοσιολογίας. Από τη συνειδητοποίηση ότι το αφήγημα της «συγκάλυψης» θεριεύει όταν αρχίζει κανείς να αντιπολιτεύεται την πραγματικότητα. «Να ψάξουμε», λέει τώρα, «ακόμη και το ξυλόλιο». Σε αυτή τη φάση – στο παραπέντε του παραλόγου – αυτός δείχνει να είναι ο μοναδικός τρόπος για να επιστρέψει το πολιτικό σύστημα στην κοίτη της λογικής. Οπου μια κυβέρνηση θα πολιτεύεται με την αίσθηση πως θα ελέγχεται. Και μια αντιπολίτευση θα ελέγχει θεσμικά – μέσω του ΣτΕ ή της ΑΔΑΕ – και θα κινείται εντός των ορίων της πραγματικής πολιτικής. Που στο κάτω-κάτω είναι πολύ μεγαλύτερα ακόμα και από τα 300 τετραγωνικά μέτρα ενός real estate.