Με το βλέμμα στραμμένο στην επόμενη ημέρα προσέρχονται οι Ελληνες στις κάλπες. Τα όσα προηγήθηκαν κατά την τελευταία εβδομάδα των εκλογών δεν έδωσαν απλώς λίγο «νεύρο» στις πιο υποτονικές εκλογές των τελευταίων ετών, αλλά προσδιόρισαν έστω και με ασαφή τρόπο το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθεί μια ενδεχόμενη συνεργασία μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠαΣοΚ.

Αν και από την πλευρά του τρίτου κόμματος της προηγούμενης Βουλής έχει απορριφθεί σειρά προτάσεων από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο ο πρόεδρός του κ. Τσίπρας εξακολουθούσε να κρατάει ζωντανή ως την τελευταία στιγμή μια προοπτική που εκ των πραγμάτων δεν φαίνεται να βρίσκει ανταπόκριση στην άλλη πλευρά. Εκτιμώ πως το ίδιο θα κάνει και αυτή την εβδομάδα, οπότε κατά τα φαινόμενα θα εκκινήσει η κατά το Σύνταγμα φάση των διερευνητικών εντολών για τον σχηματισμό κυβέρνησης.

Αν και είναι πρόωρο, και πολύ περισσότερο σήμερα, οπότε και εξελίσσεται η εκλογική διαδικασία, να εκτιμήσει κανείς ποιο θα είναι το τέλος αυτής της σημαντικής (και μάλλον σπάνιας για τα πολιτικά μας χρονικά, τουλάχιστον από τη μεταπολίτευση και μετά) διαδικασίας, εν τούτοις δεν είναι λίγοι εκείνοι που διαβλέπουν ότι δεν θα βρεθεί κοινός τόπος για τη συγκρότηση ενός κυβερνητικού σχήματος από τα δύο αυτά κόμματα.

Ειδικά αν συνεκτιμηθεί η στάση του ΠαΣοΚ, το οποίο δεν φαίνεται να είναι δεκτικό σε προτάσεις από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ, που αναδίδουν έντονο το «άρωμα» του ρεβανσισμού και της τιμωρητικής προδιάθεσης.

Οι έντονες και συνεχείς αναφορές του ΣΥΡΙΖΑ για την ανάγκη συγκρότησης μιας κυβέρνησης «ειδικού σκοπού», ακόμη και ορισμένου χρόνου, έχουν δημιουργήσει στην άλλη πλευρά την αίσθηση ότι ο Αλ. Τσίπρας ποσώς ενδιαφέρεται να μην υπάρξουν κραδασμοί κατά την πολιτική αλλαγή στη χώρα.

Αντιθέτως έδειξε, και προφανώς το ίδιο θα κάνει και το επόμενο διάστημα των διερευνητικών εντολών, ότι το μόνο που τον απασχολεί είναι δύο πράγματα: πρώτον, να επανέλθει στην εξουσία ως ρεβάνς στις διαδοχικές ήττες που υπέστη το 2019 και, δεύτερον, να συνοδεύσει την επάνοδό του με την πολιτική εξόντωση του κύριου αντιπάλου του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Το πρώτο είναι σαφές πως θα επιδιώξει να το καταφέρει. Επιμένοντας στην πολιτικά σαθρή άποψη ότι πρωθυπουργός πρέπει να γίνει αυτός που ηγείται του πρώτου κόμματος, παραβλέποντας τι είχε συμβεί τον Ιούλιο του 1989, όταν συγκροτήθηκε μια ανάλογη κυβέρνηση «ειδικού σκοπού» με στόχο, τότε, τη διάλυση του ΠαΣοΚ.

Το δεύτερο μεθοδεύει να το επιτύχει με τη συγκρότηση προανακριτικών επιτροπών. Η μια είναι ήδη ομολογημένη. Θα αφορά το σκάνδαλο των υποκλοπών. Η δεύτερη, και μη ομολογουμένη ακόμη, θα αφορά το δυστύχημα των Τεμπών. Για την πρώτη Προανακριτική έχει ήδη προσδιορίσει (συνέντευξη στο Mega, 17/5) τους παραπεμπόμενους: Κ. Μητσοτάκη, Π. Πικραμμένο, Κ. Τσιάρα. Για την Προανακριτική για τα Τέμπη δεν έχει ακόμη αφήσει να διαφανεί κάτι, άλλα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι θα κινηθεί κατά των Κ. Μητσοτάκη και Κ. Καραμανλή.

Αρα δεν επιδιώκει τη συνεργασία του ΠαΣοΚ προκειμένου, επί τη βάσει ενός από κοινού συμφωνηθέντος κυβερνητικού προγράμματος, να ανατάξει τη χώρα, αλλά με τη βοήθεια του ΠαΣοΚ να μετατρέψει τη χώρα, μέσω των Προανακριτικών, σε ένα διαρκές δικαστήριο. Υποθέτω βάσιμα ότι το ΠαΣοΚ δεν θα υπηρετήσει καμία από αυτές τις λογικές, όσα ανταλλάγματα και αν του προσφερθούν.

Το πιστοποιούν η σοβαρότητα και η υπεύθυνη στάση που έχει τηρήσει διαχρονικά απέναντι στα μείζονα προβλήματα της χώρας. Στοιχεία από τα οποία προφανέστατα δεν μπορεί να αποστεί η νέα ηγεσία του. Αλλωστε ο δρόμος για την ανάταξη της προοδευτικής παράταξης της Κεντροαριστεράς δεν μπορεί να περνάει μέσα από κυβερνήσεις «ειδικού σκοπού», οι οποίες πίσω από την κουρτίνα κρύβουν ειδικά δικαστήρια…