Ενα χάσμα χωρίζει τον Αρειο Πάγο από την κοινή γνώμη ως προς την αντίληψή τους για τον ενδεχόμενο δόλο σε ανθρωποκτονίες. Ενα χάσμα, από όπου απορρέουν παρανοήσεις και στρεβλώσεις, με αποτέλεσμα να αναδύεται ένα γενικευμένο αίσθημα αδικίας: ότι, από τη μια μεριά, κακουργήματα συγκαλύπτονται ή τιμωρούνται με ασήμαντες ποινές και, από την άλλη, ότι αθώοι υποβάλλονται σε ένα ανελέητο κυνήγι μαγισσών.

Αξίζει να δούμε από κοντά το θέμα, όσο και αν οι τρέχουσες στη χώρα μας συνθήκες δεν επιτρέπουν τον ήρεμο διάλογο. Από κοντά, σημαίνει στο βάθος που επιβάλλεται για να αναδειχθούν οι προεκτάσεις του, πέρα από το πεδίο της ποινικής ευθύνης, προεκτάσεις που θίγουν το ίδιο το μέλλον του τόπου.

Θα βρούμε τέσσερα ορόσημα στην πορεία μας.

Το χάσμα

Δύο χρονικά σημεία πρέπει να διακρίνουμε: Τη στιγμή που το κακό συμβαίνει, όπου εγείρονται εν θερμώ στην κοινωνία ερωτηματικά γιατί συνέβη, τι έπρεπε να είχε γίνει για να αποφευχθεί, ποιος ευθύνεται. Και τη στιγμή όπου, στο τέλος μιας μακράς διαδικασίας, ο Αρειος Πάγος επεμβαίνει για να διακρίνει τις μορφές υπαιτιότητας, για να διαχωρίσει τον ενδεχόμενο δόλο – δηλαδή το κακούργημα – από την ενσυνείδητη αμέλεια – δηλαδή το απλό πλημμέλημα.

Εν θερμώ, η κοινή γνώμη, βαθιά πληγωμένη και ανήσυχη, δεν διακρίνει τις μορφές υπαιτιότητας. Δεν αποδέχεται τη διάκριση μεταξύ ενδεχόμενου δόλου και ενσυνείδητης αμέλειας. Η λογική της είναι απλή: σε κάποια υπαίτια, εγκληματική παράλειψη, που της αξίζει η κακουργηματική τιμωρία, οφείλεται το κακό.

Να όμως που αυτό που έχει κοινωνική, όχι νομική σημασία, δεν είναι τι θα πει το Ανώτατο Δικαστήριο στο τέλος της δικαστικής διαμάχης, αλλά το αποτύπωμα που αφήνει στην πολιτική σκηνή και την κοινωνία η έντονη δημόσια συζήτηση που προηγείται. Αυτό οριοθετεί το δίκαιο από το άδικο στη συνείδηση του κόσμου.

Η σύγχυση

Είναι αδύνατο όμως να αντιληφθούμε για τι πράγμα μιλάμε, αν δεν κατανοήσουμε τη διάκριση μεταξύ ενδεχόμενου δόλου και ενσυνείδητης αμέλειας, τις δυσκολίες που θέτει και τη χρησιμότητά της.

Το ποινικό μας δίκαιο, είναι αλήθεια, έχει οικοδομηθεί, ως προς τη διάκριση αυτή, πάνω σε κριτήρια που δημιουργούν σύγχυση. Ενδεχόμενος δόλος υπάρχει όταν προβλέπεις και αποδέχεσαι το κακό, όταν βάζεις φωτιά σε ένα σπίτι και δεν σε νοιάζει αν είναι κάποιος μέσα. Ενσυνείδητη αμέλεια υπάρχει αντίθετα, όταν προβλέπεις μεν το κακό, αλλά δεν το αποδέχεσαι, όταν βάζεις φωτιά σε ένα σπίτι, όντας βέβαιος ότι κανείς δεν είναι μέσα.

Το πρόβλημα με τα κριτήρια αυτά είναι ότι προϋποθέτουν να «διαβάσεις» τη σκέψη ενός ανθρώπου.

Στην ποινική δίκη, όμως, η σκέψη «διαβάζεται» μέσω μιας δέσμης ενδείξεων που αυτές, συγκλίνοντας, οδηγούν σε μια αντικειμενική παραδοχή. Oτι ο κατηγορούμενος πρόβλεψε το κακό, συνάγεται από το ότι μπορούσε να το προβλέψει, κι αυτό λόγω των επιστημονικών του γνώσεων, της επαγγελματικής του εμπειρίας, των κραυγαλέων συνθηκών της περίπτωσης, συγκεκριμένων καταγγελιών που προηγήθηκαν.

Ενώ, ότι το αποδέχθηκε συνάγεται από την αδράνειά του, αν και το πρόβλεψε, ή από τη λήψη ανεδαφικών μέτρων.

Στον ενδεχόμενο δόλο, το κραυγαλέο της παράλειψης εν όψει του μεγέθους των τραγικών συνεπειών της αναδεικνύει την κακουργηματική ευθύνη. Τεστ κλειδί που αίρει τη σύγχυση.

Η αναλογία

Το ποινικό δίκαιο όμως λειτουργεί με βάση μια θεμελιώδη αρχή: το τεκμήριο αθωότητας. Οπου δεν μπορεί να σχηματιστεί πλήρης δικανική πεποίθηση υπέρ της κατηγορίας, ο κατηγορούμενος αθωώνεται.

Το τεστ της διάκρισης ενδεχόμενου δόλου και ενσυνείδητης αμέλειας είναι σχετικώς εύκολο να εφαρμοστεί σε ορισμένες κατηγορίες κατηγορουμένων που ελέγχουν πλήρως το πεδίο της δραστηριότητάς τους. Ο εργοδότης ελέγχει το πεδίο της δράσης του, μπορεί να προβλέψει και να αποτρέψει, ο χειρουργός το ίδιο, όπως και ο διοικητής μιας φυλακής, ο διευθυντής ενός οίκου ευγηρίας.

Χωρίς να μεταβάλλεται η ευθύνη τους σε ευθύνη από το αποτέλεσμα, εγείρεται πάντως, λόγω του εγγυητικού τους ρόλου, ένα άτυπο τεκμήριο ενοχής τους, που πρέπει να ανατρέψουν, αποδεικνύοντας συνήθως ότι τήρησαν τα πρωτόκολλα.

Συμβαίνει το ίδιο με τον δήμαρχο, τον υπουργό, τον δημόσιο εν γένει λειτουργό; Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπου έχουν υπό τον πλήρη έλεγχό τους ένα πεδίο, ναι. Οχι όμως πάντα.

Οι κρατικοί λειτουργοί αποφασίζουν συνήθως ύστερα από πολλαπλές σταθμίσεις: σταθμίσεις για την επιλογή προτεραιοτήτων, σταθμίσεις για την επιλογή του καταλληλότερου μέτρου. Δεν μπορούν – γιατί οι πόροι που διαθέτουν δεν επαρκούν – να ικανοποιήσουν τα πάντα. Οι παραλείψεις στη δράση τους είναι ο κανόνας και είναι ασύγκριτα περισσότερες από τις πράξεις τους. Και κάθε παράλειψη εμπεριέχει κινδύνους. Δεν μπορεί να λειτουργήσει ένα τεκμήριο ενοχής γι’ αυτούς, ανάλογο με αυτό του εργοδότη για το εργατικό ατύχημα.

Η άμυνα

Στο γερό αποτύπωμα που αφήνει η εν θερμώ αναζήτηση ευθυνών με έρεισμα τον ενδεχόμενο δόλο, το κράτος – εγγυητής της ασφάλειας των πολιτών του – αντιδρά. Προστατεύει τους λειτουργούς του, προλαβαίνοντας την τάση τους προς την ευθυνοφοβία.

Ετσι, οδηγούμαστε στην υπερρύθμιση, στην αύξηση των απαιτούμενων εγκρίσεων, στην επιβολή νέων απαγορεύσεων. Διογκώνονται συνακόλουθα και οι κρατικές δαπάνες, ενώ ο χρόνος διεκπεραίωσης των υποθέσεων επιμηκύνεται.

Σε τελευταία ανάλυση, χάριν της ασφάλειάς του, συρρικνώνεται η ελευθερία του πολίτη.

Ηταν δικαιολογημένος, σίγουρα, στην περίπτωση της πανδημίας ο εγκλεισμός. Ομως αυτό αρκεί ως παράδειγμα για να δείξει πού μπορεί να φτάσει η υπερβολή, όταν η κοινωνία με τη στάση της, αναζητώντας την ουτοπία της «προφύλαξης» και του «μηδενικού κινδύνου», δεν βλέπει, στερούμενη προοπτικής, πού την οδηγεί η σύγχυση στον καταλογισμό ευθυνών λόγω παραλείψεων.

Δεν έχουμε την πολυτέλεια υπερβολών

Με τη γείτονά μας στο Αιγαίο να προοδεύει και να διεκδικεί, με τους νέους συντρόφους μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση να μας έχουν αφήσει δραματικά πίσω, η οικονομική πρόοδος της χώρας είναι πρωτίστως εθνικό, όχι απλώς κοινωνικό θέμα. Δεν έχουμε την πολυτέλεια υπερβολών, όταν αυτές παραλύουν τη δράση μας στο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον που ζούμε.

Ο κ. Ιωάννης Σαρμάς είναι τέως υπηρεσιακός πρωθυπουργός, επίτιμος πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.