Παρά τις εξάρσεις, τους ανορθολογισμούς και την τοξικότητα που ενδημούν στην πολιτική μας ζωή, ένα ερώτημα παραμένει ανέγγιχτο και αναπάντητο. Γιατί η κυβέρνηση ανακάμπτει συνεχώς παρά τα σκάνδαλα, τις καταστροφές, τις τραγωδίες, τα πλήγματα που έχει επιφέρει στους θεσμούς; Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις τη δείχνουν ξανά σε ανοδική τάση, ενώ η αντιπολίτευση, παρότι θεωρητικά έχει στρωμένο το τραπέζι μπροστά της έπειτα από έξι χρόνια διακυβέρνησης της ΝΔ, αντί να φάει το σερβιρισμένο φαγητό, τσακώνεται για την ταξιθεσία.

Για παράδειγμα, η κυβέρνηση δίνει ξανά μεγάλη μάχη για τη διαχείριση των Τεμπών, επικοινωνιακή κυρίως, από αυτές που προτιμά. Το ερώτημα που θέτει είναι ποιοι πραγματογνώμονες και ποια πορίσματα είναι ορθολογικά και συνωμοσιολογικά, παρασύροντας τα απέναντι κόμματα σε μια λάθος συζήτηση. Οι πολιτικοί δεν μπορούν και δεν είναι η δουλειά τους να κρίνουν τόσο τεχνικά και εξειδικευμένα ζητήματα και όταν αποδέχονται τέτοιες αντιπαραθέσεις, απλώς συμβάλλουν στη διάχυση των ευθυνών. Στο τέλος όλοι μοιάζουν το ίδιο αθώοι ή ένοχοι.

Από την πλευρά της η κυβέρνηση πολύ καλά κάνει και υπερασπίζεται τον εαυτό της. Το θέμα είναι γιατί η αντιπολίτευση, και ειδικά το ΠαΣοΚ, αφήνεται να παρασυρθεί ξανά και ξανά σε επιθέσεις υπονομευμένες, που καταλήγουν είτε σε άσφαιρα πυρά είτε σε αυτοπυροβολισμούς. Ποιος λόγος υπάρχει να υπερασπίζεται ή να απολογείται για πορίσματα του ΕΟΔΑΣΑΑΜ, του ΕΜΠ ή οποιουδήποτε άλλου, όταν τα κεντρικά ερωτήματα της τραγωδίας των Τεμπών τίθενται τεχνηέντως στο περιθώριο; Είτε μετέφερε η εμπορική αμαξοστοιχία παράνομο φορτίο είτε όχι, δεν ήταν αυτή η αιτία της τραγωδίας. Η αιτία ήταν ότι ένας ακατάλληλος σταθμάρχης, διορισμένος πελατειακά, και ακόμα δεν ξέρουμε από ποιον, έβαλε δύο τρένα στην ίδια γραμμή. Από τη σύγκρουση πέθαναν τα περισσότερα από τα 57 θύματα, τα υπόλοιπα ανήκουν στην αρμοδιότητα της Δικαιοσύνης να τα διερευνήσει.

Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, η κυβέρνηση αντί να τηρεί ουδέτερη στάση και να σεβαστεί την ανεξάρτητη Δικαιοσύνη, όπως βροντοφωνάζει, έχει αναλάβει ρόλο διαδίκου. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έσπευσε λίγο μετά το δυστύχημα να δηλώσει ότι οφειλόταν σε «τραγικό ανθρώπινο λάθος», έπειτα ο Ακης Σκέρτσος χαρακτήρισε το πόρισμα του ΕΟΔΑΣΑΑΜ «ευαγγέλιο εθνικής αυτογνωσίας» και ο Πρωθυπουργός επαύξησε λέγοντας ότι και το πιο απίθανο σενάριο είναι πιθανό. Στη συνέχεια αναδιπλώθηκαν όλοι μαζί μετά τις ανακοινώσεις των Πανεπιστημίων της Πίζας και της Γάνδης και τώρα στοιχίζονται όλοι πίσω από το πόρισμα Καρώνη, το νέο ευαγγέλιο. Και αυτά τα κάνει η κυβέρνηση ανενόχλητη από την αντιπολίτευση, την οποία διατηρεί κατακερματισμένη και ευθυγραμμισμένη με τις επιδόσεις των φωνασκούντων, γιατί έτσι τη συμφέρει. Το πρόβλημα, βεβαίως, είναι της αντιπολίτευσης της οποίας ο λόγος είναι αδύναμος, του ΣΥΡΙΖΑ φορτωμένος με πρόσφατες κυβερνητικές ενοχές και του ΠαΣοΚ ασταθής, χωρίς βασική γραμμή. Ο Νίκος Ανδρουλάκης, μόλις παίρνει λίγο τα πάνω του, δέχεται ανηλεή επίθεση από την κυβέρνηση, τώρα εν όψει της πρότασης του ΠαΣοΚ για τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής. Η στόχευση είναι προφανής: Απαξιώνοντας ως επιρρεπή σε λαϊκιστικές ακρότητες και συνωμοσιολογικά σενάρια τον φορέα της πρότασης, απομειώνεται η αξία της κατηγορίας για κακούργημα κατά του πρώην υπουργού Κώστα Καραμανλή. Η «υπόθεση Καραμανλής», ωστόσο, δεν είναι καθόλου απλή για τη ΝΔ, ούτε πολιτικά ούτε ποινικά ούτε κοινωνικά. Κάνουν λάθος όσοι στην κυβέρνηση πιστεύουν ότι οι διάφορες παροχές θα διαγράψουν τα Τέμπη από τη συλλογική μνήμη. Οι εκλογές θα γίνουν με τα Τέμπη και αυτό πρέπει να το λάβει υπ’ όψιν της και η αντιπολίτευση από τώρα, γιατί, ως γνωστόν, στην πολιτική δεν υπάρχει χρόνος.