Είναι λογικό ένα κυβερνητικό σχήμα να μεριμνά για την υποστήριξή του. Κάθε πολιτικός οργανισμός έχει αυτή την υποχρέωση. Αν ένα κόμμα της αντιπολίτευσης από τη φύση των πραγμάτων διαθέτει το προνόμιο της χαλάρωσης σε αυτό το μέτωπο ακόμη και της αποχής ή και της ελαφρότητας, η κυβέρνηση είναι δέσμια αυτής τής, ως προς τον εαυτό της, ευθύνης.
Υπάρχει μια κρίσιμη γραμμή που διακρίνει αυτό το πολιτικό καθήκον από την επίμονη ως εμμονική αυτοαναφορά, από τη γραμμή των επιχειρημάτων ως τη διεκδίκηση και επιβολή μιας αλήθειας, της κυβερνητικής αλήθειας.
Πέρα από το γεγονός ότι δεν υπάρχει αλήθεια και δεν νοείται κανένας «θεϊκός» λόγος στο κοινωνικό μέτωπο, η κυβερνητική επιλογή της νοσηρής αυτοαναφοράς φορτώνει την πολιτική ατμόσφαιρα με στοιχεία άχρηστης πολιτικής σύγκρουσης και επιχειρεί αγχωτικά να καταστήσει τον εαυτό της τον μόνο και έσχατο κριτή των πραγμάτων. Υπάρχει μόνο αυτό που η ίδια αποδέχεται, νοείται μόνο αυτό που η ίδια μπορεί να ανεχθεί. Η αυτοαναφορά είναι να πιστεύεις ότι το όριο του κόσμου είναι το όριο του κόσμου σου.
Ηδη τότε αποκόπτεσαι από τον πραγματικό κόσμο και κάνεις βήματα στον κατασκευασμένο. Οσο μεγαλώνει η απόσταση τόσο η αυτοαναφορά γίνεται η απομένουσα επιλογή σου.
Η αυτοαναφορά είναι μια αναδίπλωση έτσι στον στενότερο πολιτικό εαυτό σου. Στην περίπτωσή μας στον παραταξιακό σου μικρόκοσμο. Αυτόν προτάσσεις, αυτός σε οδηγεί, γίνεσαι μέρος του. Η αυτοαναφορά είναι μια επιλογή συρρίκνωσης. Απόσυρσης στην αμυντική γραμμή, οχύρωση πίσω της.
Αυτό θα μπορούσε να γίνει κατανοητό ακόμη και αποδεκτό, αν επρόκειτο για αίρεση ή σέχτα που επιλέγει τη διαφύλαξή της από τις απειλές που την περιβάλλουν. Μια κυβέρνηση, από τον θεσμικό ρόλο της ταγμένη στην αντιπροσώπευση του συνόλου του πολιτικού και κοινωνικού σώματος, δεν μπορεί να υιοθετεί παρόμοιες μεθόδους αποχωρισμού και συνακόλουθης εναντίωσης στο απέναντι και διαφορετικό.
Η αυτοαναφορά διολισθαίνει στην εχθρότητα. Η πολιτική αντιπαράθεση φορτώνεται με επιθετικότητα και ένταση τόσο που κυβερνητικά στελέχη να προσχωρούν στον βίαιο λόγο, με στόχο ένα πρόσκαιρο αποτέλεσμα εντυπωσιασμού και σκηνοθετημένης κυριαρχίας.
Μέσα στην έξαρση της κρίσης και την αντιπαράθεση με αφορμή την τραγωδία των Τεμπών, όλη αυτή η αυτοαναφορική φιλοσοφία χειρισμού των γεγονότων και επίδειξης επικοινωνιακής ισχύος από την πλευρά της κυβέρνησης ξεφεύγει από κάθε μέτρο και υπερβαίνει κάθε όριο. Μια αυτοαναφορική χρήση των δεδομένων, που αντιφατικά και αλληλοαναιρούμενα εισβάλλουν στην επικαιρότητα, παροξύνεται καθημερινά και στην αγωνία αυτή δεν γίνεται σεβαστός κανένας κανόνας του ορθού λόγου και διαγράφεται καταγγελτικά κάθε επίκληση της κριτικής σκέψης.
Σε αυτή την ατμόσφαιρα η κρίση εμπιστοσύνης γίνεται ορμητικό ποτάμι και το βάθος της δυσπιστίας αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Κάθε απόπειρα ψηλάφησης της αλήθειας είναι χαμένη από χέρι.
Η τυφλή σύγκρουση για τα Τέμπη θα παρεμποδίσει μια αναγκαία συνθήκη διαλόγου και στοιχειώδους συνεννόησης γύρω από τα βασικά. Η αυτοαναφορικότητα της κυβέρνησης οδηγεί τη σύγκρουση. Ετσι θα πάμε ως τις εκλογές. Με τις πολιτικές δυνάμεις προσηλωμένες στην αυτοσυντήρησή τους, μιμούμενες το κυβερνητικό πρότυπο, που ως αυτοναφορά εχθρεύεται κάθε αλλαγή. Οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν αυτή την πολιτική καθυστέρηση της χώρας. Η κάλπη θα το επιβεβαιώσει.
Ο κύριος Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας.