Τις προάλλες έπεσα πάνω στη φαρμακερή ανάρτηση ενός εξοργισμένου χρήστη κοινωνικών δικτύων μέσα από ένα δημόσιο νοσοκομείο: το νοσηλευτικό προσωπικό και οι γιατροί, έγραφε, του είχαν ζητήσει να κατεβάσει τη σημαία που είχε αναρτήσει πάνω από το κρεβάτι του «επειδή μπορεί να υπάρχουν εδώ μέσα άνθρωποι που θα προσβληθούν». Τι σημαία ήταν αυτή; Ας πούμε του Ισραήλ. Οχι, καλύτερα της Ρωσίας. Μήπως του Ιράν; Της Παλαιστίνης. Της Τουρκίας. Της Ελλάδας. Δεν έχει σημασία.

Το θέμα δεν είναι τόσο ποια σημαία ήταν όσο το πού βρισκόταν αυτή η σημαία. Μια τουρκική σημαία στην πλατεία Ταξίμ δεν είναι το ίδιο με μια τουρκική σημαία σε ένα ακριτικό ελληνικό νησί. Ακόμα περισσότερο, με ποιο σκοπό βρίσκεται εκεί αυτή η σημαία: ένα καταμαράν με τουρκική σημαία στα Ιμια δεν φέρνει δυο χώρες στο χείλος του πολέμου.

Η ζωή μας είναι γεμάτη από αυτές τις διαφοροποιήσεις πλαισίου, που καθιστούν μια άλλοτε ανώδυνη πράξη, πράξη βαθιά προσβλητική. Λέω τ’ αυτονόητα, μα αναρωτιέμαι: γιατί μοιάζουμε, ως κοινωνία, να έχουμε χάσει την ικανότητα να ενδιαφερόμαστε για τα συμφραζόμενα; Οχι να τα κατανοούμε· αλλά να μας νοιάζουν. Και δεν συζητώ εδώ το δικαίωμα στη δημόσια διαμαρτυρία ή στην ελευθερία της έκφρασης – που ευτυχώς διατηρούμε κραταιό σε αυτή τη χώρα – αλλά την ασυδοσία εντός μας, που ξεβάφει στις προσωπικές μας αλληλεπιδράσεις· την ανικανότητά μας για ενσυναίσθηση, την τροφοδότηση του ναρκισσιστικού μας εγώ ώστε να μη μένει χώρος για τον Αλλον, σε οποιοδήποτε πλαίσιο.

Ο προαναφερθείς σημαιολάγνος ξέσπασε σε απειλές βίας όταν του προτάθηκε να κατεβάσει τη σημαία του, γιατί βρισκόταν σε δημόσιο νοσοκομείο και «ήταν δικαίωμά του να κάνει ό,τι θέλει». Το ότι οι δημόσιοί μας χώροι περνιούνται – γενικά – για ιδιωτικά φέουδα δεκαετίες τώρα φαίνεται με μια βόλτα στα γεμάτα σκουπίδια χέρσα χωράφια μας, στους διαδρόμους των πανεπιστημίων μας, στους τοίχους των δημοσίων κτηρίων μας. Το ότι ο φανατισμός έγινε κουλ, όμως, είναι κάπως πιο πρόσφατο φρούτο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στις μέρες μας το να είσαι μετριοπαθής θεωρείται σχεδόν ελάττωμα: μετριοπάθεια, για τόσο κόσμο που νιώθει σίγουρος για τον εαυτό του και τις πεποιθήσεις του, σημαίνει δειλία. Συνεπώς, η επιτέλεση της μισαλλοδοξίας – η δημόσια κακία – θεωρείται «τρέντι».

Ομως η μετριοπάθεια – και η δημόσια έκφρασή της, η ευγένεια – γράφει ο ελβετός φιλόσοφος Αλέν ντε Μποτόν, είναι ίδιον των ανθρώπων που έχουν καταλάβει ότι όλοι είμαστε πολύ πιο εύθραυστοι απ’ όσο δείχνουμε. Ενας μετριοπαθής άνθρωπος διαλέγει τα λόγια του προσεκτικά γιατί αναγνωρίζει την αβεβαιότητα εντός του κι εντός των άλλων: δεν τα ξέρω όλα, σκέφτεται· οι άνθρωποι είναι πλάσματα περίπλοκα κι αλλάζουν ιδέες και συναισθήματα.

Υπάρχει στην ψυχολογία μία θεωρία που προτείνει πως τα συναισθήματα δεν υφίστανται υποκειμενικά (εσωτερικά) μέχρι να αρθρωθούν σε λόγο: ότι τα κατασκευάζει, δηλαδή, η γλώσσα, όπως κατασκευάζει, με τα όριά της, τα όρια του του κόσμου μας, όπως έλεγε ο Βιτγκενστάιν. Ή πιο λογοτεχνικά, κατά τον Φ. Σ. Φιτζέραλντ: «τα συναισθήματά της γίνονταν πραγματικά όταν τα εξιστορούσε» (Τρυφερή είναι η Νύχτα).

Αν αυτή η νευροεπιστημονική θεώρηση ισχύει, τότε μια κοινωνία που επιβραβεύει τον φανατισμό και το μίσος πολλαπλασιάζει αναγκαστικά τον όγκο τους κι εξασθενίζει το πεδίο δράσης της μετριοπάθειας και της διαλλακτικότητας. Είμαστε αυτή η κοινωνία;

Η προοδευτική γαλλίδα ραβίνος Ντελφίν Ορβιλέρ λέει: «Για μένα δύο τύποι ανθρώπου υπάρχουν: αυτοί που προσπαθούν να κάνουν μέσα τους χώρο για τον Αλλον· κι αυτοί που κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να μην έχει ο Αλλος μέρος να σταθεί. Αυτή είναι η βασική διαφοροποίηση του ανθρώπινου γένους τον 21ο αιώνα, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης».

*Η κυρία Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη είναι ποιήτρια και μεταφράστρια.