Στις 22/8 θα συνέλθει η Διάσκεψη των Προέδρων, ενώ η προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση για τις υποκλοπές αναμένεται να διεξαχθεί στις 24/8. Μία ημέρα πριν αποκαλυφθεί πως ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ παρακολουθούνταν όχι μόνο από το Predator αλλά και από τη «νόμιμη επισύνδεση της ΕΥΠ», κάποιοι από τον χώρο του αποκαλούμενου ακραίου ή, κατ’ εμέ, αντιδραστικού Κέντρου έγραφαν για «επικίνδυνους και ολισθηρούς δρόμους» του ΠαΣοΚ. Αποδεικνύοντας πως περισσότερο από «φιλοδημοκράτες» είναι αντι-ΣΥΡΙΖΑ και ότι τους ενδιαφέρει περισσότερο η κυριαρχία του απογοητεύσαντος πολλούς που τον εκτιμούσαν πρωθυπουργού παρά το μέλλον της ελληνικής Δημοκρατίας. «Εχουν συμβεί και σε μένα» είπαν δύο ελληνίδες ευρωβουλευτίνες. Αλλος νυν ακροκεντρώος, πρώην κεντροαριστερός υπουργός υποστηρίζει πως «πάσχει από αγχώδη και πληθωριστική πολιτικοποίηση» όποιος επιμένει στο θέμα. Παρακολουθήσεις γίνονταν πάντα, ισχυρίζονται όλοι αυτοί. Και αφού έχουν συμβεί σε άλλους και πριν, τότε πού το πρόβλημα να συμβούν και στον Ανδρουλάκη ή στον οποιονδήποτε; Δύο κακά ίσον κανένα κακό; Ηρθε όμως η σημαντική παρέμβαση Ευάγγελου Βενιζέλου – Βατερλό για όλους αυτούς τους ακροκεντρώους – η οποία πολιτικοποίησε το θέμα, πράγμα που δεν πέτυχε η αρχική ερασιτεχνική παρέμβαση ΠαΣοΚ. Αυτός παράλληλα με τα άρθρα του Συντάγματος που επικαλέστηκε, έθεσε και το ζήτημα της πολιτικής εκτροπής που συνιστά η παρακολούθηση πολιτικών. Εδώ δεν χωρούν συμψηφισμοί. Οποτε και σε οποιονδήποτε συμβαίνουν παραβιάσεις των προσωπικών δεδομένων και όποιος και να τις κάνει, το ζήτημα αφορά τη Δημοκρατία και όχι τη μικροπολιτική. Βλάπτουν «το ίδιο τη Συρία» τόσο αυτοί που υποτιμούν το θέμα όσο και αυτοί που το αποδίδουν μόνο στη βούληση του πρωθυπουργού, χωρίς αυτός εμφανώς να είναι άμοιρος ευθυνών.

Ζούμε σε εποχές συρρίκνωσης της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Το μεγάλο πρόβλημα είναι η υποκατάστηση των θεσμών λογοδοσίας της από εξωκοινοβουλευτικούς θεσμούς. Δικαστικοκρατία, «ιδιωτικές» ΜΚΟ, «Ανεξάρτητες» Αρχές εξαρτημένες από τον πρωθυπουργό, Διεθνείς Οργανισμοί, Μεγάλες Εταιρείες, ακόμα και εγκληματικές οργανώσεις παρεμβαίνουν στην πολιτική όσο το κράτος χάνει το μονοπώλιό του στη διαμόρφωση των δημόσιων πολιτικών. Το πρόβλημα των υποκλοπών είναι μέρος αυτού του προβλήματος.

Ολα δείχνουν πως ισχυρά πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα εκμεταλλεύονται αυτά τα κενά για να εκβιάζουν πολιτικούς και ανθρώπους με επιρροή και για να διαμορφώνουν τη δική τους ατζέντα. Το φαινόμενο επιτείνεται από την πρωθυπουργοποίηση των συστημάτων διακυβέρνησης, όπου όχι γενικά η εκτελεστική εξουσία αλλά οι πρωθυπουργοί ενισχύονται σε βάρος των κοινοβουλίων. Αυτό σηματοδοτεί και η υπαγωγή των εθνικών συστημάτων πληροφόρησης στους πρωθυπουργούς. Αυτή δεν είναι ελληνικό φαινόμενο. Εμείς μάλιστα αργήσαμε να μπούμε σε αυτήν. Μόλις το 2019. Επειδή όμως οι πρωθυπουργοί «δεν τα μπορούν όλα μόνοι τους», καταφεύγουν σε «τεχνοκράτες», βαθιά διαπλεκόμενους με το πολιτικό χρήμα, όπως κατηγορείται ο κ. Δημητριάδης. Πρωθυπουργοί και πολιτικοί αρχηγοί δεν χρειάζονται «ιδεολόγους», αλλά ανθρώπους που ξέρουν να χειρίζονται άλλους ανθρώπους και τον κόσμο του χρήματος. Οι «αρμοί της εξουσίας» ανήκουν στη σκέψη ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στον τρόπο λειτουργίας των πρωθυπουργικοκεντρικών συστημάτων. Ο ΣΥΡΙΖΑ απλώς αφελώς δηλώνει ότι πράττουν και άλλοι εκτός απ’ αυτόν.

Είχε όμως και το «φιλελεύθερο» Κέντρο το Βατερλό του. Αυτό έσπευσε και καλώς να στηρίξει την αυτονόητη αναφορά της Προέδρου κυρίας Σακελλαροπούλου πως «η δικαιοσύνη δεν απονέμεται με βάση το κοινό περί δικαίου αίσθημα, αλλά σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους». Ούτε στιγμή όμως δεν διανοήθηκε να σκεφθεί και ρεπουμπλικανικά. Να συμπληρώσει δηλαδή πως οι νόμοι που εφαρμόζουν οι δικαστές οφείλουν να εκφράζουν τη «γενική βούληση», δηλαδή τη λαϊκή κυριαρχία. Εχει απόλυτο δίκιο η Πρόεδρος ότι δεν δικάζει το λαϊκό αίσθημα, αλλά αν ο δικαστής δεν το πείσει για την ορθότητα της απόφασής του ανοίγει η κερκόπορτα της αμφισβήτησης των θεσμών και της μη εμπιστοσύνης προς τη Δημοκρατία. Δεν καλύπτει το κενό η αυτονόητη επεξήγηση πως οι πολίτες έχουν δικαίωμα στην κριτική των δικαστικών αποφάσεων. Αλίμονο αν δεν είχαν. Τότε για ποια Δημοκρατία θα μιλούσαμε; Καλές οι αναφορές στον ορθολογισμό, στην ηθική της ευθύνης αντί αυτής της πεποίθησης, στις ευρωπαϊκές αξίες, αλλά αν όλα αυτά δεν συνοδεύονται με ενσυναίσθηση του μεγάλου προβλήματος της αίσθησης μειωμένης αξιοπρέπειας που έχουν πολλοί πολίτες, της ανασφάλειας για το μέλλον τους, της πίκρας για τις χαμένες ευκαιρίες τους, για τις ανισότητες, τότε φαντάζουν σαν θερινή σύναξη των ελίτ εορτασμοί όπως αυτός της επετείου της Δημοκρατίας. Κάτι που επισήμανε με ακρίβεια στο πολύ καλό κείμενό του με τίτλο «Συστολή και περίσκεψη» ο Αγγελος Αλ. Αθανασόπουλος. «Αν η δεξίωση της 24ης Ιουλίου αφήνει κάτι πίσω της, αυτό είναι ένα συνονθύλευμα, έναν «χυλό» χωρίς σαφή μηνύματα και χωρίς επίγνωση ούτε της Ιστορίας της χώρας ούτε των κινδύνων που πρόσφατα διήλθε ή των προκλήσεων που ορθώνονται μπροστά της» («Το Βήμα», 31-7-2022).

Οσο συνεχίζεται ο αυτοθαυμασμός των «πετυχημένων και άξιων» τόσο περισσότερο θα χύνεται πετρέλαιο στους κινητήρες του λαϊκισμού. Ο αριστερόστροφος και ο ακροδεξιός λαϊκισμός δεν θα ηττηθούν από τον ελιτισμό του αντιδραστικού ακροκέντρου, αλλά από τη «συστολή και περίσκεψη» των δημοκρατών που αναγνωρίζουν ως πυρήνα της Δημοκρατίας τη ρεπουμπλικανική λαϊκή κυριαρχία. Θα βοηθήσουμε τις Δημοκρατίες να ανασάνουν ή θα τους κόψουμε και αυτό το λίγο οξυγόνο που έχουν;

Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης
είναι δρ Κοινωνιολογίας.