Τα πρώτα χρόνια μετά τα γεγονότα του Μαΐου του 1968, οι νεανικές εξεγέρσεις – οι οποίες συνεχίστηκαν με παρόμοιες μορφές μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970 -, ο «όμορφος γαλλικός Μάης» είχε αναδειχθεί σε ένα από τα σημαντικότερα ορόσημα του 20ού αιώνα. Τη ρομαντική εξύμνηση των εν λόγω κινημάτων ακολούθησε η κριτική της επαναστατικής πρωτοπορίας μιας γενιάς η οποία θεωρήθηκε υπεύθυνη για την κατάρρευση της αυθεντίας και για τη νομιμοποίηση της βίας στους δρόμους. Αν και το 2023 έχουμε την αναγκαία απόσταση για να αποτιμήσουμε όσα συνέβησαν εκείνη τη μακρινή εποχή, πολλοί από εμάς τείνουμε να τη βλέπουμε με τα μάτια του σήμερα. Αναμφίβολα, οι εξεγέρσεις επιτάχυναν την εξέλιξη των ηθών στον ευρω-ατλαντικό κόσμο, ανέδειξαν κοινωνικοπολιτικές ουτοπίες και αψήφησαν όλες τις όψεις της εξουσίας – όλα τούτα σε περιβάλλον θριαμβεύοντος καπιταλισμού – με αποτέλεσμα κάποια πρόοδο στο πεδίο της νομοθεσίας και των ηθών.

Τα σημερινά ερωτήματα σχετικά με την ανάλυση του ’68 είναι, νομίζω, τα εξής: Μπορούμε ακόμα να συνδέουμε το παρόν μας στη Δύση με εκείνα τα γεγονότα; Μήπως το πέρασμα του χρόνου έχει διευρύνει υπερβολικά το χάσμα ανάμεσα στον κόσμο του 1968 και τον κόσμο του 2023; Και πώς επηρεάζει την κρίση μας για την ιστορία η παρούσα συγκυρία της παγκοσμιότητας και της permacrisis; Συχνά, οι απαντήσεις αποκαλύπτουν πλάνες της λογικής που προκύπτουν από την, κατά τη γνώμη μου, μηχανιστική εκτίμηση του ’68 – η οποία οφείλεται κυρίως στο ότι ο «Μάης» συνέβη σ’ ένα αρκετά διαφορετικό περιβάλλον από το σημερινό. Σ’ εκείνο το περιβάλλον, η υπόθεση της Αλγερίας είχε προκαλέσει απότομη πολιτικοποίηση με μηδενιστικές αναζωπυρώσεις: μέχρι τότε, ο μηδενισμός ενέπνεε τα κινήματα ανατροπής στο πλαίσιο απολυταρχικών, όχι δημοκρατικών, καθεστώτων. Η αμφισβήτηση και η βία – που κατέληξαν σε μια κυρίαρχη πολιτική κουλτούρα – απευθύνονταν τότε στην αποικιοκρατική Γαλλία και στους κληρονόμους της, στις ΗΠΑ, που συνέχιζαν τον πόλεμο στην Ινδοκίνα με άλλα μέσα. Παραλλήλως, ο πειρασμός της αριστερής τρομοκρατίας δεν περιοριζόταν στη βία των δρόμων αλλά αφορούσε τη σφαίρα των ιδεών: πράγματι, η ιδεολογική τρομοκρατία που αποτελεί σήμερα ένα είδος κατεστημένου μπορεί να αποδοθεί εν μέρει στα γεγονότα του 1968. Οι εξεγερμένοι προσπάθησαν να αντικαταστήσουν τον αυταρχισμό του ευρωπαϊκού χριστιανισμού με πολιτικές θρησκείες όπως ήταν ο μπολσεβικισμός – ο ορθόδοξος μαρξισμός, γενικότερα -, ο μαοϊσμός και οι λατινοαμερικανικές εκδοχές των αντι-αποικιοκρατικών κινημάτων, τις οποίες οι γάλλοι φοιτητές και εργάτες εξιδανίκευαν σε μια προοπτική ανατροπής του δυτικού τρόπου ζωής.

Η μυθολογία γύρω από τον Μάη του ’68 δεν περιλαμβάνει τα στοιχεία που ίσως είναι ενοχλητικά για τον πολίτη του 2023: τα κινήματα εκείνης της εποχής ήταν σεχταριστικά, ανδροκρατικά, πολεμοχαρή – σε πολλές εκδηλώσεις τους θύμιζαν τον φουτουρισμό των αρχών του 20ού αιώνα -, εχθροπαθή (εμείς και οι «άλλοι») και βεβαίως ελιτίστικα εφόσον τα οράματα αφορούσαν την αφ’ υψηλού αναδιοργάνωση της κοινωνίας με παράλληλη πνευματική κατατρόπωση των μικροαστών. Με λίγα λόγια, αν και η συμβολή των εργατών στα κινήματα του ’68 πιθανώς βελτίωσε τη ζωή της εργατικής τάξης στη Γαλλία και γενικότερα στην Ευρώπη, το επαναστατικό πνεύμα του Μάη επιβλήθηκε πρωτίστως από μια μειοψηφία καλοζωισμένης νεολαίας που απολάμβανε τα αγαθά της ευημερίας και έπαιζε με ιδέες αναρχικών παραδείσων. Περίπου για μια δεκαετία μετά το ’68 αυτοί οι ευρωπαίοι επαναστάτες που είχαν διακριθεί στο Παρίσι επιδόθηκαν σε ποικίλες συνωμοσίες, τρομοκρατικά κινήματα, αντάρτικα πόλεων, εξωτικές επαναστατικές αποστολές και εκρομαντισμό πολιτικών δυστοπιών – και παρότι τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν εντελώς καινούργιο, φαίνονταν καινούργια εξαιτίας ενός ευφάνταστου καινοφανούς λεξιλογίου που γνωρίζει ακόμα μεγάλη επιτυχία.

Τι έχει απομείνει άραγε από αυτές τις ψευδαισθήσεις; Εκτός του ότι η ιστορική αλήθεια έχει εν πολλοίς αποκατασταθεί – λόγου χάρη, είναι δύσκολο να υποστηρίξει κανείς σήμερα την Πολιτιστική Επανάσταση ή τους Κόκκινους Χμερ – άλλα, μεγαλύτερα γεγονότα έχουν επισκιάσει εκείνα του ’68: με την κατάρρευση των ευρωπαϊκών δικτατοριών, τη διάλυση του κομμουνιστικού μπλοκ, την παγκοσμιοποίηση και την ψηφιακή τεχνολογία διαμορφώθηκε ένας κόσμος ο οποίος διαφέρει ριζικά από εκείνον του παρελθόντος. Αυτό που έχει παραμείνει είναι η συνήθεια του ξηλώματος των πεζοδρομίων, οι βανδαλισμοί και οι προκλήσεις εναντίον της αστυνομίας η οποία εκπροσωπεί και συμβολίζει το «Κράτος»: αλλά αν οι σημερινοί αναρχοφασίστες φρονούν ότι εφαρμόζουν το πνεύμα του ’68 πλανώνται· οι Γάλλοι του τότε είχαν πράγματι κάποιο «πνεύμα»· ήταν, με τον τρόπο τους, «πνευματώδεις» – κάτι που νομίζω ότι λείπει από τις θλιβερές απομιμήσεις τους.

Η κυρία Σώτη Τριανταφύλλου
είναι συγγραφέας.