Υπάρχει στη νορβηγική λογοτεχνία του 20ού αιώνα ένα εμβληματικό έργο που ασχολείται με την Ανθρώπινη Θηριωδία (με κεφαλαία, ως γενική κατάσταση). Συγγραφέας του είναι ο Γενς Μπιόρνεμπου: μανιοκαταθλιπτικός ανθρωποσοφιστής, αλκοολικός αναρχο-ατομικιστής, ένας από τους πιο «καταραμένους» συγγραφείς της πατρίδας του.
Και, εν τέλει, αυτόχειρας. Στα 15 του έπεσε στα χέρια του ένα βιβλίο για το στρατόπεδο Οράνιενμπουργκ, βόρεια του Βερολίνου: το πρώτο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, ιδρυθέν δύο μόλις μήνες μετά την άνοδο του Χίτλερ στην Καγκελαρία, όπου οι τοπικοί Ναζί έκλειναν τους ντόπιους πολιτικούς τους αντιπάλους προς παραδειγματισμό. «Ο ήλιος μαύρισε την ώρα που το διάβαζα» θυμόταν αργότερα ο Νορβηγός για το βιβλίο που τον σημάδεψε· «ο κόσμος σκοτείνιασε».
Από τη στιγμή που θα γνωρίσει τη μετέπειτα πρώτη σύζυγό του Λίσελ Φουνκ, γερμανοεβραία πρόσφυγα, στη Στοκχόλμη το 1943, θα τον απασχολήσει η βία που ασκείται από αυταρχικές προσωπικότητες με εξουσία. Θα γράψει για τα ιατρικά πειράματα στα ναζιστικά στρατόπεδα, θα στηλιτεύσει το αυστηρότατο τότε νορβηγικό εκπαιδευτικό σύστημα και την απάνθρωπη σκληρότητα των τότε φυλακών.
Με την Ιστορία της Κτηνωδίας, όμως, θα πάει ένα βήμα παραπέρα: θα αναζητήσει το Κακό που ενυπάρχει μέσα σε κάθε άνθρωπο. Γραμμένη μεταξύ 1966-1973, η αλληγορική μυθιστορηματική αυτή τριλογία ακολουθεί έναν άνδρα που προσπαθεί να συντάξει μια 12τομη ιστορία της ανθρώπινης βαναυσότητας.
Στην αρχή εργάζεται ως σιωπηρός παντεπόπτης υπηρέτης της Δικαιοσύνης σε ένα πριγκιπάτο της Μεσευρώπης· μετά, ως θυρωρός σε ένα άσυλο «για τους εγκληματικά παράφρονες» στη Νότια Γαλλία. Είκοσι χρόνια αργότερα τον βρίσκουμε σε κάποια ανώνυμη αφρικανική χώρα να συλλογίζεται τις γενοκτονίες και την ιστορία της αποικιοκρατίας. Θα το γράψει το magnum opus του; Οχι φυσικά: «Δεν θα γραφτεί ποτέ, επειδή [η κτηνωδία] δεν έχει αρχή και τέλος! Πώς μπορεί κανείς να φανταστεί μια συνέχεια της παγκόσμιας ιστορίας χωρίς σκληρότητα;».
Εν τω μεταξύ, η Χάνα Αρεντ έχει προλάβει να παρακολουθήσει τη δίκη του Αϊχμαν και να στηλιτεύσει τη συμπεριφορά του υποδειγματικού πατέρα και ευγενικού συζύγου που, σε καιρό ειρήνης, δεν θα διανοούνταν να υπηρετήσει με τέτοιο ζήλο την Τελική Λύση – μα σε καιρό πολέμου «έκανε απλώς τη δουλειά του». «Ο Αϊχμαν», έγραψε κι ο Μπιόρνεμπου, «έλεγε πως συμπαθούσε τους Εβραίους. Περισσότερο όμως αγαπούσε την καριέρα του».
Πολλές φορές έχω σκεφτεί πως τα εγκλήματα όχι μόνο των ιδεολογικά ωθούμενων SS, αλλά και τα αντίποινα της Βέρμαχτ ή της Λουφτβάφε στα Καλάβρυτα ή την Κάνδανο, χρειάζονταν από πίσω μια προετοιμασία, μια ρητορική για να διαπραχθούν ανερυθρίαστα, ακόμα και ως μεμονωμένες περιπτώσεις.
Πάντα με απασχολούσε πώς ο άνθρωπος, υπό ορισμένες συνθήκες που του επιτρέπουν να κλείσει τον διακόπτη της συνείδησής του, μπορεί να μετατραπεί σε κτήνος. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα γίνουμε όλοι κτήνη, αλλά πως είμαστε όλοι εν δυνάμει κτήνη. Και ότι για να βγει κανείς από τις ράγες του ανθρωπισμού (αν δεν είναι ήδη ψυχοπαθής, δηλαδή) πρέπει να έχει υπάρξει μια συλλογική ρητορική που να του το επιτρέψει.
Ο καθείς μπορεί να συμπεράνει ό,τι θέλει από αυτά που γράφω.
Ομως είναι εύκολο να καταδικάσεις τους Κακούς για την κοινοτοπία του κακού. Τι κάνεις όμως όταν αυτή απαιτείται από τους Καλούς; Αμέτρητες μελέτες και πειράματα δείχνουν πόσο εύκολα επιτρέπουμε στον εαυτό μας να καθοδηγηθεί από την πίεση της πλειοψηφίας· δεν διαφέρει αυτή η πίεση από την άνωθεν εντολή.
«Κάθε φορά που υποκλινόμαστε σε μια εντολή χωρίς πρώτα να την εξετάσουμε και να την κρίνουμε ηθικά» έγραφε ο Μπιόρνεμπου, «υποκλίνεται ο Αϊχμαν μέσα μας». Στη σημερινή πόλωση, με την πολιτικοποίηση και την ηθική ποινικοποίηση κάθε διαφωνίας, στην εποχή μας του στιγματισμού του Αλλου, το μήνυμα του Μπιόρνεμπου είναι πιο επίκαιρο από ποτέ.
Η κυρία Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη είναι ποιήτρια και μεταφράστρια.