Σύμφωνα με τον Τόνι Τζαντ, στη μεταπολεμική Ευρώπη συγκροτήθηκαν δύο μοντέλα συναίνεσης και πρόνοιας. Το ένα που επικράτησε στην ηπειρωτική Ευρώπη (Γερμανία, Γαλλία – Ολλανδία – Βέλγιο και σε βρετανική παραλλαγή) έστρεψε την προσοχή του στη διατήρηση της εργασιακής ειρήνης και στην εξασφάλιση ενός κοινωνικού συμβολαίου το οποίο εγγυόταν την παραμονή στην εργασία όσων ήδη εργάζονταν, προσέφερε δε καλές αμοιβές και συνθήκες εργασίας για τους απασχολούμενους, ενώ παράλληλα στηριζόταν στην παραγωγική δραστηριότητα του ίδιου του κράτους. Ηταν ένα κορπορατιστικό-κρατικιστικό-σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο. Το άλλο μοντέλο ήταν κυρίως της σκανδιναβικής σοσιαλδημοκρατίας, το οποίο μακριά από κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα εστίασε στην οικοδόμηση ενός υπερανεπτυγμένου συστήματος υπηρεσιών στην υγεία, την παιδεία, την ασφάλεια, τις δημόσιες συγκοινωνίας, με πόρους που αντλούσε από την προοδευτική φορολογία. Και τα δύο όμως μοντέλα στηρίζονταν σε ένα Κοινωνικό Συμβόλαιο που είχε ως βάση του το τρίπτυχο «υψηλές δαπάνες, προοδευτική φορολογία και λελογισμένες αυξήσεις μισθών». Αυτό το τρίπτυχο το διαχειρίζονταν οι δύο πόλοι είτε αυτόνομα είτε σε συνεργασία μεταξύ τους είτε και σε συνεργασία με όμορες δυνάμεις: Με τη ριζοσπαστική Αριστερά και τους Πράσινους η Σοσιαλδημοκρατία, με τους Φιλελεύθερους και τους Κεντρώους οι Χριστιανοδημοκράτες ή και όλοι μαζί. Ποτέ όμως κανένας τους δεν διανοήθηκε συνεργασία με την Ακροδεξιά. Οταν το 1999 στην Αυστρία σχηματίστηκε κυβέρνηση συνεργασίας Κεντροδεξιάς – Ακροδεξιάς η ΕΕ επέβαλε οικονομικές και πολιτικές ποινές στη χώρα. Οταν έγινε το ίδιο το 2017 δεν άνοιξε μύτη. Η ειδοποιός διαφορά σε Αυστρία το 2017, σε Ιταλία και Σουηδία σήμερα είναι ο αβασάνιστος τρόπος με τον οποίο η αυστριακή, η σουηδική και η ιταλική Κεντροδεξιά αποφάσισαν να συνεργαστούν με την Ακροδεξιά. Σήμερα πλέον στην Ευρώπη δεν θεωρείται έγκλημα η συνεργασία με αυτήν. Κάποιοι μάλιστα θεωρούν αυτονόητο η Κεντροδεξιά να συμμαχεί με την Ακροδεξιά. Το μοντέλο διακυβέρνησης της Ευρώπης από δύο πόλους τελείωσε ήδη με την είσοδο στον 21ο αιώνα, όπου αυτοί οι πόλοι μετά βίας άθροιζαν τα εκλογικά ποσοστά τους στο 50% και κάτι.

Πριν από 70 ακριβώς χρόνια τελείωνε το Σχέδιο Μάρσαλ και αν και η Ευρώπη ζούσε ακόμη τις επιπτώσεις του Πολέμου, το κυρίαρχο συναίσθημα ήταν η ελπίδα για το αύριο. Σήμερα οι άνθρωποι ζουν σε πολύ καλύτερες συνθήκες – παρά τις μεγάλες ανισότητες – αλλά το κυρίαρχο συναίσθημα είναι ο φόβος και η αγανάκτηση των μεσαίων στρωμάτων από την αλαζονεία των ελίτ. Μα αυτό ακριβώς είναι ο λαϊκισμός, θα σπεύσει να αντιτείνει ο βιαστικός αναγνώστης. Ο λαϊκισμός σίγουρα στρέφεται κατά των ελίτ. Είναι όμως αυτό αρκετό για να τις αθωώσουμε για τα πεπραγμένα τους; Κάποιοι έτσι πιστεύουν. Οχι όμως ο Λάρι Μπαρτέλς, ο οποίος στο βιβλίο του «Η δημοκρατία διαβρώνεται από την κορυφή: ηγέτες, πολίτες και η πρόκληση του λαϊκισμού στην Ευρώπη» (Democracy Erodes from the Top: Leaders, Citizens, and the Challenge of Populism in Europe) θεωρεί πως ο λαϊκισμός καλλιεργείται από τις ίδιες τις ελίτ που εκμεταλλευόμενες τη μετανάστευση διαδίδουν τον συντηρητισμό και όχι από την απόρριψη εκ μέρους των λαϊκών τάξεων της δημοκρατίας, όπως γράφεται. Θεωρώ πως, αν και φταίνε οι ελίτ, η αιτία δεν βρίσκεται στην εκ μέρους τους καλλιέργεια του λαϊκισμού. Αιτία είναι η αίσθηση του μη σεβασμού της αξιοπρέπειας της μισής κοινωνίας από τις ελίτ.

Σήμερα χρειάζεται να κατοχυρωθεί η χαμένη αξιοπρέπεια των outsider. Αλλά ποιοι είναι σήμερα outsider; Στον 20ό αιώνα ήταν οι άνεργοι και οι έχοντες χαμηλούς μισθούς και πρόσκαιρες εργασίες. Μιλούσαμε τότε για κοινωνίες τού ενός τρίτου. Τώρα όμως με την προσθήκη των μεσαίων μάλλον θα πρέπει να μιλάμε για κοινωνίες του 50-50. Στη Δυτική Ευρώπη το μερίδιο του φτωχότερου 50% μειώθηκε από περίπου 26% του συνολικού εισοδήματος στις αρχές της δεκαετίας του 1980 σε 23% το 2010, ενώ στην ίδια περίοδο το μερίδιο του πλουσιότερου 1% αυξήθηκε από 7% στο 10%. Ενώ στις ΗΠΑ το μερίδιο του φτωχότερου 50% έπεσε από το 20% στο 12%-13% (Thomas Piketty, «Κεφάλαιο και Ιδεολογία», Εκδόσεις Πατάκη, 2021, μετάφραση Σώτη Τριανταφύλλου, σ. 32, Πηγή: Picetty.pse.ens.fr/ideologie). Ετσι όπως γράφει η Μαριάννα Μαζουκάτο «περισσότερα από 5 τρισεκατομμύρια δολάρια έχουν διατεθεί για επαναγορές μετοχών την τελευταία δεκαετία, ενώ η πλειονότητα των ιδιωτικών κεφαλαίων πάει σε χρηματοδοτήσεις, ασφάλιστρα ή ακίνητη περιουσία» (Για μια νέα προοδευτική-οικονομική ατζέντα- https://socialeurope.eu/toward-a-progressive-economic-agenda). Στη μετατόπιση των μεσαίων στρωμάτων προς τα κατώτερα βρίσκεται η πηγή ενδυνάμωσης της Ακροδεξιάς. Οσοι ψηφίζουν Ακροδεξιά δεν θέλουν να ρίξουν τις Δημοκρατίες όπως μια θεωρία του συρμού ισχυρίζεται. Θέλουν οι Δημοκρατίες να τους προσέξουν ξανά. Και αυτό δεν σημαίνει στροφή στον «επιδοματικό καπιταλισμό», αλλά νέες και καλύτερες εργασίες και δικαιότερη φορολόγηση. Πώς μπορούν οι Δημοκρατίες να επιστρέψουν στο παραγκωνισμένο από τους «αξιοκράτες» μισό τη χαμένη του αξιοπρέπεια; Οπως έγραφε ο Μαρξ «δεν αρκεί η επίκληση των φοβισμένων πνευμάτων του παρελθόντος, τα μαχητικά συνθήματά του, οι παλιές στολές του για να στηθεί μια νέα σκηνή» (18η Μπρυμαίρ). Στην Ελλάδα ανακαλύψαμε τη Σοσιαλδημοκρατία όταν αυτή άρχισε να αναζητεί τον εαυτό της στο «μετά τη Σοσιαλδημοκρατία». Χρειάζεται ένα νέο Παγκόσμιο Κοινωνικό Συμβόλαιο, όπου όπως τονίζει πάλι η Μαζουκάτο «Κράτος Πρόνοιας και Δυναμικό Καινοτόμο Κράτος πάνε χέρι-χέρι».

Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.