Μια κομβική στιγμή της ελληνικής μεταπολεμικής Ιστορίας

Του Μάρκου Καρασαρίνη 

«Αιτίες αναφέρονται θολές, συγκεχυμένες, σοφιστικές, που κανένα δεν πείθουν και κρύβουν, ασφαλώς, άλλες ανομολόγητες. Ανθρωποι κινούνται γύρω στην εξουσία με τρόπο ύποπτο. Γίνεται λόγος για συνωμοσίες, δολοπλοκίες, μηχανορραφίες, εξαγορές συνειδήσεων, παραβιάσεις όρκων. Ενας ίλιγγος αποστασίας, ένα ξεχείλισμα πολιτικού κυνισμού που παρουσιάζεται σαν υπέρτατη εξυπνάδα και καπατσοσύνη, “χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ”».

Γράφοντας στο «Βήμα» της 27ης Ιουλίου 1965 ο Γιώργος Θεοτοκάς αποτυπώνει επιγραμματικά την ατμόσφαιρα του «πραξικοπήματος του Ιουλίου», όπως το ονομάζει χαρακτηριστικά. Από τα τακτικά σημειώματά του εκείνης της περιόδου γίνεται σαφές ότι ο Θεοτοκάς, ευαίσθητος δέκτης των ρευμάτων της κοινωνίας, αντιλαμβάνεται άμεσα πως η ρήξη μεταξύ του βασιλιά Κωνσταντίνου Β΄ και του Γεώργιου Παπανδρέου και ο εξαναγκασμός ουσιαστικά του πρωθυπουργού σε παραίτηση στις 15 Ιουλίου 1965, την οποία ακολούθησε η αντικατάστασή του από κυβέρνηση με κορμό τμήμα βουλευτών της Ενωσης Κέντρου, γίνεται πρόξενος συνολικής απορρύθμισης: συνταγματικής ανωμαλίας, έκπτωσης της πολιτικής, απτού κινδύνου κατάλυσης των ελευθεριών από ένα στρατιωτικό κίνημα.

Πράγματι, τα Ιουλιανά του 1965 δεν βρίσκονται μόνο χρονικά στο επίκεντρο εκείνης της δεκαετίας. Συνιστούν πρακτικά το σημείο καμπής της, καθώς η παράταση της κρίσης ορίζει και την έκβασή της ανοίγοντας τον δρόμο στη Δικτατορία των Συνταγματαρχών. Αποτελούν ταυτόχρονα εστιακό σημείο εξελίξεων που υπερβαίνουν τη βραχεία διάρκεια εφόσον αναδεικνύουν έντονες κοινωνικές δυναμικές και υποδεικνύουν αναδυόμενες πολιτισμικές διεργασίες οι οποίες θα εκφραστούν πλήρως στα χρόνια της Μεταπολίτευσης.

Αν ωστόσο τα γεγονότα είναι πια σε γενικές γραμμές γνωστά, διάφορες πτυχές τους παραμένουν υποφωτισμένες: η διάστασή τους ως ενδοκεντρώας διαμάχης με την επίκληση και από τις δύο πλευρές της πολιτικής μυθολογίας του βενιζελισμού, ο διαρκής αντίκτυπός τους στη σκέψη του πολιτικού προσωπικού σε βάθος χρόνου, η ζητούμενη ιστορική διερεύνηση του κοινωνικοπολιτισμικού περίγυρου είναι ορισμένες μόνο από αυτές.

Προς την ίδια κατεύθυνση αναψηλάφησης και αναστοχασμού θα κινείται η επερχόμενη ειδική έκδοση «Βήμα στην Ιστορία» της 13ης Ιουλίου Ιουλιανά 1965. Από την κρίση των θεσμών στο πραξικόπημα σε επιμέλεια Βασίλη Παναγιωτόπουλου, Γιάννη Βούλγαρη και Σωτήρη Ριζά.

Ο πρόσφατος, συνεχιζόμενος διάλογος γύρω από τη Μεταπολίτευση, όπως και η πύκνωση των διερευνητικών τομών στην περίοδο της επταετίας δείχνουν ότι με την πάροδο 60 ετών από τα Ιουλιανά οι συνθήκες είναι ώριμες για την ιστορική επεξεργασία μιας κομβικής στιγμής του ελληνικού 20ού αιώνα.

Επέτειοι του θέρους και δημοκρατία

Της Ιωάννας Λαλιώτου

Illustration ΤΟ ΒΗΜΑ

Η πολιτική ιστορία συγκροτείται μέσα από κομβικά γεγονότα που αναδεικνύονται σε χρονόσημα, συμβολικά δηλαδή σημεία αναφοράς μεγάλων κοινωνικών και πολιτισμικών μεταβάσεων. Στο επίπεδο του δημόσιου λόγου και της επίσημης πολιτικής ιστορίας τέτοιου είδους γεγονότα συνήθως αναδεικνύονται ως κομβικά εκ των υστέρων, δηλαδή μέσα από τον μετέπειτα αναστοχασμό των κοινωνιών γύρω από τα στάδια και τις καταλυτικές στιγμές του παρελθόντος.

Παράλληλα όμως με την αναστοχαστική ανάδειξη, η σημαντικότητα των γεγονότων που αναδεικνύονται τελικά σε σημεία αναφοράς αποτυπώνεται και εκφράζεται και στη συγχρονία τους: πρόκειται για γεγονότα που συνδέονται συνήθως με έντονα συλλογικά κοινωνικά βιώματα των ανθρώπων της εποχής τους. Αυτά τα έντονα συλλογικά κοινωνικά βιώματα ανασυγκροτούν τελικά τις δομές της αίσθησης των κοινωνιών καθορίζοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό κάθε μετέπειτα αναστοχασμό.

Τα λεγόμενα «Ιουλιανά» αποτελούν μια τέτοια περίπτωση χρονοσήμου της πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας. Συνδέθηκαν στη συλλογική μνήμη με έννοιες και βιώματα τραυματικά, όπως η αποστασία και η πολιτική αστάθεια που οδήγησε στην κατάλυση της Δημοκρατίας, καθώς στο επίπεδο της συλλογικής μνήμης τα γεγονότα του θέρους του 1965 είναι άρρηκτα δεμένα με το ιστορικό βίωμα της επταετούς δικτατορίας. Το τραύμα της κατάλυσης της Δημοκρατίας παρήγαγε στις δεκαετίες που ακολούθησαν το σημασιολογικό περιεχόμενο του συμβάντος των Ιουλιανών.

Ετσι, αναπόδραστα στη δημόσια μνήμη οι διασπάσεις της μεγάλης δημοκρατικής παράταξης συνδέθηκαν στο συλλογικό μας φαντασιακό με τις έννοιες της προδοσίας – της ανατροπής δηλαδή της λαϊκής βούλησης μέσα από διασπαστικές ενέργειες πολιτικών προσώπων –, με την πολιτική αστάθεια και με το τραύμα της κατάλυσης της δημοκρατίας. Με μια έννοια μπορούμε σήμερα να θεωρήσουμε ότι τα πολιτικά αλλά και κοινωνικά γεγονότα του Ιουλίου του 1965 αποτελούν ένα είδος «σκοτεινής» προϊστορίας της περιόδου της Μεταπολίτευσης.

Η «σκοτεινότητα» της προδικτατορικής περιόδου επιβεβαιώνεται μάλιστα από το γεγονός ότι και ιστοριογραφικά τα γεγονότα του Ιουλίου του 1965 παραμένουν σχετικά αδιερεύνητα: διαθέτουμε σημαντικές μελέτες που παρακολουθούν τα πολιτικά γεγονότα με έμφαση κυρίως στους πολιτειακούς τριγμούς της περιόδου, αλλά ελάχιστες μελέτες των κοινωνικών και πολιτισμικών διεργασιών που προκάλεσαν ή ακολούθησαν την κρίση της «Αποστασίας».

Ενδεικτικό αυτής της ιστοριογραφικής «σκοτεινότητας» είναι το γεγονός ότι τα Ιουλιανά ελάχιστα αναφέρονται εντός του πιο πρόσφατου έντονου και εξαιρετικά ενδιαφέροντα διαλόγου – δημοσίου, αλλά και επιστημονικού – περί του περίφημου τέλους της Μεταπολίτευσης.

Και αυτό παρόλο που τα Ιουλιανά αποτελούν ένα πυκνό σε εξελίξεις, πολιτισμικές αποτυπώσεις και κοινωνικές δυναμικές γεγονός που αναδείχθηκε σε ιστορικό συμβάν γενεσιουργό ενός μεγάλου μέρους του πολιτικού «λεξιλογίου» της περιόδου της Μεταπολίτευσης έως και σήμερα.

Η σημερινή συγκυρία εντός της οποίας επετειακά αναστοχαζόμαστε τα 60 χρόνια μετά τον Ιούλιο του 1965 είναι επίσης ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Εάν όντως σήμερα βρισκόμαστε σε μια περίοδο απαρχής της «μετά το τέλος της Μεταπολίτευσης» περιόδου, τι μπορεί άραγε να σημαίνει ο νηφάλιος ιστορικός αναστοχασμός γύρω από ταραχώδεις περιόδους πολιτειακών τριγμών και ανατροπών, κοινωνικών κινητοποιήσεων, πολιτικής αστάθειας, διασπάσεων και αποστασιών που υπέσκαψαν και ανέστειλαν τελικά τόσο τη δημοκρατία όσο και την κοινωνική πρόοδο;

Και τι μπορεί να σημαίνει ο ιστορικός αναστοχασμός που κινητοποιούν οι επέτειοι του θέρους στο σημερινό πλαίσιο του ολοένα αναδυόμενου αιτήματος της εμπέδωσης της δημοκρατίας και της προοδευτικής διακυβέρνησης εντός των συνεχιζόμενων έντονων πολυκρίσεων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο;

Η κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

Η μακρά σκιά του 1965

Του Σωτήρη Ριζά

Η ιστορική κληρονομιά της κρίσης του Ιουλίου του 1965 αφορούσε ιδίως τον ρόλο του αρχηγού του κράτους στην πολιτειακή και πολιτική λειτουργία. Η παρέμβαση του βασιλιά Κωνσταντίνου Β΄ στο ζήτημα του ελέγχου των ενόπλων δυνάμεων και της σύνθεσης της κυβέρνησης και η ανάθεση διαδοχικά τριών εντολών για τον σχηματισμό κυβέρνησης έως ότου αποσπαστούν αρκετοί βουλευτές του πλειοψηφούντος κόμματος της Ενωσης Κέντρου ώστε να σχηματιστεί μια οριακή έστω κοινοβουλευτική πλειοψηφία θεωρήθηκε από το σύνολο σχεδόν των συνταγματολόγων ως μια παρωχημένη μοναρχική ερμηνεία του Συντάγματος.

Πράγματι, ήδη το Σύνταγμα του 1864 προέβλεψε ρητά την αρχή της εθνικής, δηλαδή της λαϊκής, κυριαρχίας. Αυτό σήμαινε ότι οι εξουσίες του στέμματος, ιδίως ο διορισμός και η παύση των κυβερνήσεων και η προκήρυξη των εκλογών, έπρεπε να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της αρχής αυτής, επρόκειτο δηλαδή για τυπικές αρμοδιότητες οι οποίες έπρεπε να ασκούνται με τη σύμφωνη γνώμη της κυβέρνησης που ήταν κατά το Σύνταγμα υπεύθυνη ενώ ο βασιλιάς ανεύθυνος.

Κατά την επόμενη εκατονταετία ο θρόνος δεν θα αποδεχόταν την ερμηνεία αυτή με αποτέλεσμα συνταγματικές κρίσεις. Ο Χαρίλαος Τρικούπης επιχείρησε να κλείσει το θέμα το 1875 με την εξαγγελία της αρχής της δεδηλωμένης σύμφωνα με την οποία ο βασιλιάς ήταν υποχρεωμένος να αναθέτει τον σχηματισμό κυβέρνησης στο κόμμα που διέθετε πλειοψηφία στη Βουλή. Η αρχή αυτή δεν τηρήθηκε πάντοτε.

Ο Εθνικός Διχασμός απέκτησε ήδη το 1915 συνταγματική διάσταση όταν ο Βενιζέλος παραιτήθηκε λόγω της διαφωνίας του με τον Κωνσταντίνο Α΄, ο οποίος, συντονισμένος με το κατάλοιπο μιας μοναρχικής αντίληψης που επιβίωνε στην Ευρώπη, θεωρούσε ότι είχε δικαίωμα να καθορίσει την πολιτική της χώρας για ένα μείζον θέμα όπως η συμμετοχή της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Πενήντα χρόνια μετά οι αμφισβητήσεις σχετικά με τον ρόλο του θρόνου είχαν επιλυθεί. Οι μοναρχίες που είχαν επιβιώσει στην Ευρώπη το πέτυχαν γιατί απείχαν από την ενεργό ανάμειξη στην πολιτική. Η συνταγματική κρίση του 1965 ήταν ένας αναχρονισμός, σε μια χώρα που περνούσε από μια φάση φιλελευθεροποίησης με ισχυρά αιτήματα εκδημοκρατισμού των θεσμών και αλλαγών των κοινωνικών ιεραρχιών, και αποτυπώθηκε στη συλλογική συνείδηση ως προσπάθεια του βασιλιά να παρακάμψει την άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας.

Η αντίληψη αυτή επικράτησε και στη Δημοκρατία της Μεταπολίτευσης παρά την κατάργηση της βασιλείας με το δημοψήφισμα του 1974. Ο εξοπλισμός του αιρετού πλέον αρχηγού του κράτους, του Προέδρου της Δημοκρατίας, με τις εξουσίες του διορισμού και της παύσης της κυβέρνησης, της προκήρυξης εκλογών και δημοψηφίσματος, και μάλιστα χωρίς την προϋπόθεση της υπουργικής προσυπογραφής, εκλήφθηκαν από τα κόμματα της αντιπολίτευσης ως πρόκληση: ο αιρετός αρχηγός του κράτους προοριζόταν να θέτει όρια στην εξέλιξη της ελληνικής πολιτικής.

Το ενδεχόμενο εκλογής του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην προεδρία φόρτιζε ακόμα περισσότερο αυτή την ερμηνεία.

Ο Καραμανλής εξελέγη τελικά πρόεδρος τον Μάιο του 1980 εν όψει της αναμενόμενης νίκης του ΠαΣοΚ στις εκλογές του Οκτωβρίου του 1981 που σηματοδοτούσε μια εναλλαγή στην εξουσία η οποία ιστορικά δεν ήταν αυτονόητη. Η συγκατοίκηση εξελίχθηκε ομαλά. Ο Καραμανλής δεν άσκησε τις προεδρικές εξουσίες. Οι διαφορές θέσεων και ιδιοσυγκρασίας με τον Ανδρέα Παπανδρέου τέθηκαν υπό έλεγχο αλλά δεν έλειπαν κάποιες τριβές.

Ο πρόεδρος δεν ασκούσε τις εξουσίες του αλλά έτεινε να καθιστά δημόσια γνωστές τις θέσεις του ακόμα και σε αντίστιξη προς την κυβέρνηση. Γιατί όμως δεν άσκησε τις προεδρικές εξουσίες; Γιατί συνειδητοποιούσε ότι έπρεπε να έχει την υποστήριξη της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος σε περίπτωση εκλογών ή δημοψηφίσματος.

Οι προεδρικές αρμοδιότητες ήταν εντυπωσιακές αλλά ο πρόεδρος στερείτο απευθείας λαϊκής νομιμοποίησης. Εκλεγόταν από τη Βουλή και η αυξημένη πλειοψηφία των τριών πέμπτων που απαιτούσε το Σύνταγμα για την εκλογή του δεν ήταν επαρκές αντιστάθμισμα της έλλειψης λαϊκής νομιμοποίησης.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου προχώρησε το 1985 στην αναθεώρηση του Συντάγματος. Αποτελούσε ασφαλώς μια δικαιολόγηση της απόφασής του να μην προτείνει τον Καραμανλή για μια δεύτερη θητεία στην προεδρία. Ηταν επίσης μια εκλογική τακτική για τη συσπείρωση της Κεντροαριστεράς. Αλλά εξίσου κρίσιμο στοιχείο ήταν η ιστορική κληρονομιά τού 1965.

Το πρόβλημα από την οπτική του Παπανδρέου, ενός εκ των πρωταγωνιστών των Ιουλιανών, ήταν ότι οι εξουσίες θα μπορούσαν κάποτε να ασκηθούν. Αυτό θα συνιστούσε παραβίαση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας η οποία εκφραζόταν μόνο μέσου του Κοινοβουλίου. Σε αυτή τη θεσμική λογική δεν υπήρχε περιθώριο για «θεσμικά αντίβαρα» έναντι μιας κυβέρνησης με λαϊκή νομιμοποίηση.

Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Ερευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.

Ο «πόλεμος» της Ιστορίας

Του Χρήστου Τριανταφύλλου

«Ο μεγάλος αρχηγός σας και διδάσκαλος, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, εδίδαξεν ότι αποχωρούν οι πολιτικοί άνδρες όταν κινδυνεύουν να βλάψουν. Και όταν έδωσε το σύνθημα του διχασμού […] είχεν επιχειρήσει προηγουμένως μυρίας συμβιβαστικάς λύσεις και, αρχηγός αυτός της πλειοψηφίας, εστήριξε κυβερνήσεις, όχι καν φίλων του, αλλά αντιπάλων του».

Με αυτά τα λόγια απευθυνόταν μέσω δημόσιας επιστολής ο εκδότης της «Ελευθερίας» Πάνος Κόκκας στον Γεώργιο Παπανδρέου, τρεις ημέρες μετά την εξώθηση της κυβέρνησής του σε παραίτηση, συνοψίζοντας το πνεύμα της διαμάχης από την οπτική της ομάδας που έμεινε γνωστή στη συλλογική μνήμη ως «οι αποστάτες». Τα Ιουλιανά και η Αποστασία προσεγγίζονται μέχρι σήμερα ως η αρχή της χιονοστιβάδας που οδήγησε στη δικτατορία και ως ένας σπασμός του μετεμφυλιακού κράτους μπροστά στην απειλή της παραμικρής υποψίας εκδημοκρατισμού.

Ωστόσο, υπό το βάρος όσων ακολούθησαν, συχνά λησμονούμε ότι τα Ιουλιανά και η Αποστασία ήταν, μεταξύ άλλων, και ένας πόλεμος της ιστορίας που, διαμεσολαβημένος από τον κατακλυσμό της δεκαετίας του 1940, αναγόταν στις αρχές του 20ού αιώνα.

Το ελληνικό τριπαραταξιακό πολιτικό σύστημα γεννήθηκε ανάμεσα στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και στην αρχή του Εμφυλίου μέσα από την αλληλεπίδραση παλαιότερων και νέων διαιρέσεων. Κρίσιμος καταλύτης ήταν η διασπορά στοιχείων του βενιζελισμού σε όλες σχεδόν τις παρατάξεις, από το ΕΑΜ μέχρι τη βασιλόφρονα Δεξιά. Ανάμεσά τους, αυτό που καθιερώθηκε να ονομάζεται «Κέντρο» αποτελούσε περισσότερο ένα διακύβευμα παρά μια σαφή πολιτική ταυτότητα, με βασικό ενοποιητικό στοιχείο την επίκληση στο κληρονομικό δικαίωμα επί των «υποθηκών» του Ελευθερίου Βενιζέλου και του βενιζελισμού.

Δεν ήταν, λοιπόν, παράδοξο πως, κατά την κρίση του 1965, οι αντιμαχόμενες πτέρυγες της κυβερνώσας Ενώσεως Κέντρου επιδίωξαν να θεμελιώσουν τους ισχυρισμούς τους και στη βενιζελική «υποθήκη».

Οι πολιτικές χρήσεις του παρελθόντος και οι ιστορικές αναλογίες είναι εύκαμπτες, αλλά αν δεν στηρίζονται στην πραγματικότητα δεν είναι πειστικές και αποτελεσματικές. Ετσι, το γεγονός πως, ακριβώς 50 χρόνια μετά την έναρξη του Εθνικού Διχασμού, ένας βασιλιάς εκδίωξε έναν ισχυρό εκλεγμένο πρωθυπουργό λειτούργησε αυτοτελώς σαν ερμηνευτικό πλαίσιο.

Με άλλα λόγια, το 1965 θεωρήθηκε από πολλούς σαν ακριβής επανάληψη του 1915. Ο Παπανδρέου παρουσίασε τον εαυτό του σαν μετενσάρκωση του Βενιζέλου που μαχόταν απέναντι στον εγγονό του Κωνσταντίνου Α’, ενώ η Αριστερά προέτασσε τους αντιμοναρχικούς αγώνες του κρητικού πολιτικού για την υπεράσπιση του Συντάγματος.

Από την άλλη, οι «αποστάτες», με προεξάρχοντα τον Κ. Μητσοτάκη, προσπάθησαν να ακυρώσουν αυτή τη σύγκριση και να προτάξουν έναν διαφορετικό, συμβιβαστικό Βενιζέλο, ο οποίος – όπως φαίνεται στην επιστολή του Κόκκα – δίδασκε τα δεινά του κάθε είδους διχασμού.

Το ζήτημα δεν είναι να κρίνουμε την ορθότητα αυτών των χρήσεων του παρελθόντος, αλλά την αποτελεσματικότητά τους: οι «αποστάτες», προερχόμενοι κι αυτοί σε σημαντικό βαθμό από τον ευρύτερο βενιζελογενή χώρο, στερούνταν κοινωνικής υποστήριξης και η ισχύς τους βασιζόταν εκείνη τη στιγμή εν πολλοίς στο Στέμμα. Ετσι, τα Ιουλιανά ως ενδοκεντρώα διαμάχη έγειραν αποφασιστικά υπέρ της πτέρυγας που εξέφραζε την αντιδεξιά ιδεολογία, τη λεγόμενη «δημοκρατική παράταξη» και την αντίθεση – έστω ρητορικά – στη βασιλεία.

Αλλωστε, από τη μελέτη του πολιτικού και δημοσιογραφικού λόγου των δεκαετιών του 1940, 1950 και 1960 προκύπτει πως η «αποστασία», ως μια έννοια με τη δική της ιστορική εξέλιξη, αφορούσε την αποκοπή από τη θεωρούμενη ως κοίτη του βενιζελισμού – είτε επρόκειτο για την αποχώρηση του Σοφοκλή Βενιζέλου από το κόμμα του πατέρα του είτε για την προσχώρηση βενιζελογενών πολιτικών στον Ελληνικό Συναγερμό και στην ΕΡΕ.

Από τις πολυάριθμες «αποστασίες» της μεταπολεμικής εποχής, όμως, συνώνυμη με τη λέξη έμεινε στη συλλογική μνήμη εκείνη του 1965, λόγω της σαρωτικής ισχύος της αντιδεξιάς ιδεολογίας στις πρώτες δεκαετίες της Μεταπολίτευσης.

Ετσι, προκύπτει ένα παράδοξο που συνδέεται με την ισχύ του βενιζελισμού ως πολιτικής μυθολογίας: παρ’ όλο που ο τελευταίος είχε αρχίσει ήδη πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο να διαχέεται σε διαφορετικές και αντίπαλες παρατάξεις, η «αποστασία» ως κατηγορία παρέμεινε ισχυρή, καθώς στρεφόταν εναντίον της εκάστοτε «δημοκρατικής παράταξης».

Ο ρεπουμπλικανισμός που αναπτύχθηκε έντονα στην περίοδο 1965-1974 έδωσε ακόμα ισχυρότερη φόρτιση στην έννοια της «αποστασίας», συντείνοντας στη συγκρότηση μιας μεταπολιτευτικής ιστορικής συνείδησης, αρκετά ευρύχωρης ώστε να περιλαμβάνει τόσο τον Ελευθέριο Βενιζέλο όσο και τον Αρη Βελουχιώτη.

Ο κ. Χρήστος Τριανταφύλλου είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ.