Μια ιδιαίτερη χρονική περίοδος για τα εκπαιδευτικά πράγματα στον Βόλο, αλλά και συνολικά για τη χώρα, ήταν αυτή του Μεσοπολέμου. Για να καλύψουμε αυτή την περίοδο ζητήσαμε τη βοήθεια ενός ειδικού. Απευθυνθήκαμε λοιπόν στον κ. Γεώργιο Κοντομήτρο, διδάκτορα Ιστορίας Εκπαίδευσης και πρώην σχολικό σύμβουλο, ο οποίος απάντησε στις ερωτήσεις μας.

Μπορείτε να μας περιγράψετε σε αδρές γραμμές τα εκπαιδευτικά πράγματα του Μεσοπολέμου, όπως το είδος δημόσιων σχολείων, τον αριθμό, τον τρόπο λειτουργίας τους στην περιοχή του Βόλου;

«Στην περίοδο του Μεσοπολέμου, που ας ορίσουμε συμβατικά ότι καλύπτει το χρονικό διάστημα από το 1920 ως το 1940, στην πόλη του Βόλου λειτουργούσαν, όπως και στην υπόλοιπη χώρα, σχολεία πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια (δημόσια και ιδιωτικά), ενώ σε κάποια στιγμή διαφάνηκε η προοπτική να λειτουργήσει και τριτοβάθμιο ίδρυμα, αν η Πάντειος Σχολή, ευεργέτημα του Ζαγοριανού Πάντου, ιδρυόταν στον Βόλο, όπου υπήρχε η υποδομή του κτιρίου της Εμπορικής Σχολής Βόλου. Προσχολική αγωγή προσφερόταν μόνο σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια. Επίσης παρεχόταν ιδιωτικά και ενισχυτική διδασκαλία (φροντιστήρια και κυρίως κατ’ οίκον διδασκαλία, τα γνωστά και σήμερα βέβαια ιδιαίτερα).

Η περίοδος του Μεσοπολέμου γενικά ήταν μια περίοδος εκπαιδευτικών μεταρρυθμιστικών προσπαθειών τελεσφόρων και ατελέσφορων.

Το 1929 σημειώνεται μεγάλη μεταβολή: όλα τα δημοτικά έγιναν εξατάξια, καταργήθηκαν τα ελληνικά σχολεία και τα γυμνάσια έγιναν εξατάξια.

Αλλη σημαντική αλλαγή, για την οποία δεν έλειψαν οι αντιδράσεις, ήταν η μεικτοποίηση των δημοτικών σχολείων, καθιερώθηκε δηλαδή η συνεκπαίδευση των φύλων, κάτι που σήμερα είναι αυτονόητο. Τότε όμως δεν ήταν λόγω διαφόρων προκαταλήψεων. Στις πόλεις ως το 1929 διακρίνονταν σε Αρρεναγωγεία για τα αγόρια και σε Παρθεναγωγεία για τα κορίτσια. Ετσι η χωριστή δευτεροβάθμια εκπαίδευση των φύλων διήρκεσε στη χώρα μας ως το 1976.

Σε επίπεδο εσωτερικών μεταρρυθμίσεων έγιναν προσπάθειες καθιέρωσης του Σχολείου Εργασίας ή αλλιώς Νέου Σχολείου στην πρωτοβάθμια κυρίως εκπαίδευση. Για το σχολείο αυτό έγινε πολύς λόγος τότε. Επρόκειτο για το σχολείο της δράσης και της ζωής. Υπήρχε η φιλοδοξία να μεταβληθεί το σχολείο από δασκαλοκεντρικό σε μαθητοκεντρικό. Ετσι η αποστήθιση θα άφηνε τη θέση της στην υποβοηθούμενη από τον δάσκαλο βέβαια έρευνα του μαθητή, ο οποίος θα αποκτούσε γνώσεις μετά από τη δική του ενεργοποίηση και συνεργαζόμενος με τους συμμαθητές του σε ομάδες εργασίας. Αφηνόταν επίσης χώρος για τη δημιουργία ομάδων ενδιαφερόντων και έτσι θα μπορούσαν οι μαθητές, συνεργατικά πάντα, να ασχοληθούν με θέμα ευρύτερου ενδιαφέροντος που δεν κάλυπτε το σχολικό πρόγραμμα. Ετσι από το σχολείο της μετάδοσης των γνώσεων θα περνούσαμε στο σχολείο της δράσης και της ζωής, στο σχολείο Εργασίας, όπως το ονόμασαν. Το σχολείο αυτό ευνοούσε την πλούσια σχολική ζωή (παρουσίαση στο κοινό των δημιουργημάτων των μαθητών σε εκθέσεις ζωγραφικής, γλυπτικής, παρουσίαση θεατρικών και μουσικών εκδηλώσεων), ενώ οι εκδρομές είχαν διδακτικό χαρακτήρα, αφού ήταν ευκαιρία οι ομάδες ενδιαφερόντων να μελετήσουν τη φύση. Βεβαίως αυτή η μεταβολή είχε τις δυσκολίες της. Οι εκπαιδευτικοί, οι μαθητές και ολόκληρη η κοινωνία δεν ήταν εύκολο να αλλάξουν νοοτροπία από τη μια στιγμή στην άλλη, υπήρξαν όμως και λαμπρά αποτελέσματα. Σημειώνεται ότι δεν διδάσκονταν σε όλα τα σχολεία τα ίδια εγχειρίδια και τα σχολικά βιβλία βέβαια δεν προσφέρονταν δωρεάν.

Στον Βόλο τα δημοτικά σχολεία κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου αυξήθηκαν πολύ λόγω της αύξησης του πληθυσμού που επέφερε η οικονομική ανάπτυξη και βέβαια η έλευση των προσφύγων. Λειτούργησαν γύρω στα είκοσι δημοτικά. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται το δημοτικό σχολείο του Ορφανοτροφείου και το σχολείο του Ασύλου, το οποίο δημιούργησαν νεαρές Βολιώτισσες για την περίθαλψη ορφανών παιδιών, προσφύγων κυρίως. Υπήρξαν βέβαια λειτουργικά ζητήματα που είχαν σχέση κυρίως με το διδακτηριακό.

Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση υπήρξαν σημαντικές εξελίξεις.

Το 1921 ιδρύθηκε το Γυμνάσιο Θηλέων, αντικατέστησε το Ανώτερο Παρθεναγωγείο της τοπικής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας. Με την ίδρυση του γυμνασίου αυτού, που ήταν ισότιμο με τα άλλα γυμνάσια, αυτομάτως το Γυμνάσιο που λειτουργούσε ως τότε μετονομάστηκε σε Γυμνάσιο Αρρένων. Στο γυμνάσιο φοίτησε από τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα και ορισμένος αριθμός κοριτσιών με πολλές προϋποθέσεις, αφού οι προλήψεις ήθελαν τα κορίτσια να μην είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν στις μαθησιακές απαιτήσεις του γυμνασίου, ενώ προβάλλονταν και λόγοι «ηθικής» και άλλοι.

Το ίδιο έτος, το 1921, υπήρξε μία σημαντική εξέλιξη στα εκπαιδευτικά πράγματα του Βόλου. Πρόκειται για την ίδρυση του Πρακτικού Λυκείου εν Βόλω, ισότιμου με τα γυμνάσια. Ηδη από το προηγούμενο έτος η πολιτεία είχε αρχίσει να εφαρμόζει αυτόν τον θεσμό, καθώς συνειδητοποιήθηκε πως χρειαζόταν να καλλιεργηθούν οι κλίσεις των μαθητών στα μαθήματα των θετικών επιστημών. Στην αρχή παραξενεύτηκαν οι Βολιώτες με την ίδρυση αυτού του σχολείου, κυρίως λόγω της ονομασίας του «Πρακτικό», η οποία παρέπεμπε σε κάποιου είδους τεχνική εκπαίδευση. Μέχρι και υπηρεσίες έκαναν ερωτήματα στην κεντρική διοίκηση, ιδίως ερωτούσαν αν ήταν ισότιμο με τα γυμνάσια! Αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την ισχνή προσέλευση μαθητών, σε σημείο που υπήρξαν σκέψεις να μεταφερθεί στη Λάρισα. Ομως το πείσμα των εκπαιδευτικών που το στελέχωσαν το καταξίωσε και έλαβε τη θέση που του άξιζε.

Στο τέλος της δεκαετίας του 1930, όταν αποφασίστηκε η κατάργηση των πρακτικών λυκείων με ταυτόχρονη μεταρρύθμιση των γυμνασίων, με διακλάδωση δηλαδή στις μεγάλες τάξεις σε κλασικά και πρακτικά τμήματα ιδρύθηκε και το Β΄ Γυμνάσιο Αρρένων Βόλου.

Στον Βόλο λειτούργησε και η Σχολή Απόρων με πρωτοβουλία πολιτών, όπως ο ιατρός Δ. Σαράτσης, πασίγνωστος στο πανελλήνιο για την εισηγητική έκθεση ίδρυσης του Ανώτερου Παρθεναγωγείου (1908-1911), ο ιδρυτής του «Ταχυδρόμου» Αλ. Μέρος. Η Σχολή Απόρων λειτούργησε βράδια σε διδακτήρια της πόλης. Αφορούσε την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού των ανήλικων εργαζόμενων παιδιών. Τα παιδιά αυτά ήταν «διπλά παράνομα» είχε δηλώσει ο Σαράτσης στον τότε υπουργό Παιδείας Γεώργιο Παπανδρέου, όταν εκείνος επισκέφτηκε την πόλη. Παράνομα, γιατί, παρά τον νόμο, δεν φοιτούσαν στα σχολεία και επειδή εργάζονταν, παρότι ανήλικα. Οι ιδρυτές της Σχολής ήταν πρωτοπόροι και φρόντιζαν για τον εφοδιασμό της με σύγχρονο εποπτικό υλικό, όπως ο σχολικός κινηματογράφος, ο προπομπός της εκπαιδευτικής τηλεόρασης.

Στον Βόλο λειτούργησαν επίσης και ιδιωτικά εκπαιδευτήρια αξιόλογα. Ορισμένα μάλιστα λειτουργούσαν σε όλες τις βαθμίδες: προσχολική αγωγή, δημοτική εκπαίδευση, δευτεροβάθμια εκπαίδευση (ελληνικά σχολεία – γυμνάσια).

Τα σχολεία εκείνη την περίοδο έπαιζαν σημαντικό πολιτιστικό ρόλο. Παρουσίαζαν στο Δημοτικό Θέατρο και αλλού θεατρικές παραστάσεις, ακόμη και αρχαία δράματα, μουσικές εκδηλώσεις, αθλητικές δραστηριότητες με μεγάλη απήχηση. Σε σχολεία του Βόλου υπηρέτησαν ζωγράφοι πανελλήνιας απήχησης, όπως ο Πούλακας και ο Γρύσπος, και μουσικοί, όπως ο Κόντης, η Τσολάκη και η Οικονομάκη. Στο ενεργητικό των μαθητών εγγράφεται και η έκδοση μαθητικών περιοδικών, έστω βραχύβιων».

Μελετώντας την εκπαιδευτική ιστορία αυτής της περιόδου, είδαμε πως υπήρχαν σχολεία συνδεδεμένα με την εργασία και την παραγωγή όπως η Εμπορική Σχολή που σταμάτησε τη λειτουργία της το 1977. Μιλήστε μας λίγο γι’ αυτά. Πιστεύετε ότι αυτός ο τύπος σχολείου χρειάζεται και στη σημερινή εποχή;

«Η Εμπορική Σχολή Βόλου ιδρυτικά είναι ένα παράδειγμα επιτυχούς σύνδεσης της εκπαίδευσης με τις ανάγκες της οικονομίας και της κοινωνίας. Ιδρύθηκε από τον Εμπορικό Σύλλογο Βόλου, καθώς στις αρχές του περασμένου αιώνα η αλματώδης εμπορική και βιομηχανική ανάπτυξη της πόλης απαιτούσε επιτακτικά τη στελέχωση των επιχειρήσεων (εμπορικοί οίκοι, βιομηχανίες, τράπεζες κ.ά.) με γνώστες των θεμάτων. Διήνυσε μια λαμπρή διαδρομή παίζοντας σημαντικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη του Βόλου αλλά και όλης της Θεσσαλίας. Η σύνδεση της εκπαίδευσης με την οικονομία είναι πάντα ζητούμενο. Σήμερα υπάρχουν βέβαια τέτοιες θεσμοθετήσεις στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Το ζητούμενο είναι πάντα η προσαρμογή της εκπαίδευσης σε ένα ταχύτατα εξελισσόμενο εργασιακό περιβάλλον».

Για έναν έφηβο του σήμερα ο Μεσοπόλεμος φαντάζει μια πάρα πολύ μακρινή εποχή. Τι ανησυχίες και προβλήματα σχετικά με το σχολείο είχαν οι τότε μαθητές; Υπάρχουν σχετικές καταγραφές;

«Οι μαθητές εκείνης της εποχής είχαν να αντιμετωπίσουν τα δικά τους προβλήματα. Ας σταθούμε στη δευτεροβάθμια. Οι μαθητές που κατάγονταν από τα χωριά, καθώς δεν υπήρχαν εκεί δευτεροβάθμια σχολεία, ήταν αναγκασμένοι να πληρώνουν ενοίκια και τη διατροφή τους στον Βόλο, ώστε ελάχιστοι ολοκλήρωναν τις σπουδές τους. Ολοι οι μαθητές ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν σημαντικά εκπαιδευτικά τέλη, στα οποία δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν όλες οι οικογένειες. Η συμπεριφορά τους εκτός του σχολείου, η αμφίεσή τους κ.λπ. ήταν αντικείμενο ασφυκτικού ελέγχου από τους εκπαιδευτικούς, την κοινωνία και τον τοπικό Τύπο. Είχαν να αντιμετωπίσουν, ιδιαίτερα στις μικρές τάξεις, μεγάλη αυστηρότητα στη βαθμολογία, αφού η απόρριψη εθεωρείτο ευεργετική για τη συνέχιση των σπουδών. Το 1928 λ.χ. από την Α΄ τάξη του Πρακτικού Λυκείου προήχθησαν 21 μαθητές, απορρίφθηκαν 20 και παραπέμφθηκαν σε επαναληπτικές 10. Αυτά δεν αναιρούν βέβαια το αυτονόητο ότι η παιδαγωγική σχέση δεν έλειψε ποτέ. Ο εκπαιδευτικός είναι αδύνατο να επιτελέσει έργο, αν δεν διαπνέεται από την πρώτη παιδαγωγική αρχή, την αγάπη προς τον παιδαγωγούμενο. Η έρευνα των αρχείων των σχολείων, όπως και οι πλούσιες αναφορές στον τοπικό Τύπο, προσφέρουν αρκετό υλικό για όποιον θέλει να μελετήσει την εποχή εκείνη και να κατανοήσει εκείνους τους μαθητές».

Η δραματική ιστορία του Παρθεναγωγείου

Την πόλη του Βόλου συνοδεύει πλούσια ιστορία στον χώρο της εκπαίδευσης, την οποία θα ήταν δύσκολο να την καλύψουμε στο πλαίσιο μόλις δύο σελίδων. Ωστόσο, αξίζει να σταθούμε παραπάνω σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο και στη λειτουργία του Ανώτερου Παρθεναγωγείου του Βόλου, που αποτέλεσε σταθμό στην εκπαιδευτική πορεία της πόλης – με αντίκτυπο και στα εκπαιδευτικά δεδομένα της Ελλάδας.

Μαθήματα και λειτουργία του Παρθεναγωγείου

Το Παρθεναγωγείο ιδρύθηκε στις 10 Οκτωβρίου του 1908 με διευθυντή τον Αλέξανδρο Δελμούζο. Κάποιες από τις ιδιαιτερότητες που χαρακτήριζαν τη διδασκαλία του Ανώτερου Παρθεναγωγείου ήταν η χρήση της δημοτικής γλώσσας και η αλληλεπίδραση μεταξύ μαθητών και καθηγητών και όχι η παραδοσιακή μονόπλευρη διδασκαλία του δασκάλου.Επίσης, το πρόγραμμα μαθημάτων ήταν αρκετά πρωτοποριακό για τα δεδομένα ενός παρθεναγωγείου εκείνης της εποχής, καθώς μειώθηκαν οι ώρες διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών και αντικαταστάθηκαν από κείμενα κλασικών συγγραφέων σε νεοελληνική μετάφραση.

Μαθηματικά, Φυσιογνωστικά-Φυσικά, Ιστορία, Θρησκευτικά και Γεωγραφία, Μουσική, Ιχνογραφία, Γυμναστική και Οικοκυρικά Υγιεινή-Νοσηλευτική και Ιστορία της Τέχνης ήταν επίσης μέρος του εβδομαδιαίου προγράμματος.

Χωρίς βιβλία και με περιπάτους

Ακόμα, εκτός από τα γαλλικά, δεν χρησιμοποιούνταν βιβλία για τα υπόλοιπα μαθήματα γιατί προτιμήθηκε η μέθοδος συγκράτησης σημειώσεων. Τέλος, ένα ή δυο απογεύματα της εβδομάδας οι μαθήτριες και οι καθηγητές έκαναν εκπαιδευτικούς περιπάτους στην εξοχή. Το Παρθεναγωγείο είναι συνδεδεμένο με μια υπόθεση γνωστή ως «Τα Αθεϊκά του Βόλου». Η υπόθεση αυτή οδήγησε στο κλείσιμο του Παρθεναγωγείου το 1911, όπως και σε μια ακολουθία δικών, όπου κατηγορούμενοι βρέθηκαν μέλη του διδακτικού προσωπικού καθώς και ο ίδιος ο Δελμούζος.

Δυσκολίες και δυσφήμηση

Ηδη από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής του πολλοί δεν υποστήριζαν τη λειτουργία του Ανώτερου Παρθεναγωγείου και στρέφονταν κατά της διοίκησης, που τη θεωρούσαν ανίκανη λόγω του νεαρού της ηλικίας του διευθυντή, που ήταν τότε μόλις 28 ετών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να επηρεαστεί μια μεγάλη μερίδα γονέων και να διακόψουν τη φοίτηση των θυγατέρων τους στο ίδρυμα. Η κατάσταση κορυφώθηκε στις 10 Φεβρουαρίου της ίδιας χρονιάς, όταν έκανε μια αιφνίδια επίσκεψη στο ίδρυμα ο Μητροπολίτης Δημητριάδος Γερμανός Μαυρομμάτης, ο οποίος ενοχλήθηκε από το γεγονός ότι δεν γινόταν η πρωινή προσευχή, όπως και από την άρνηση της φιλολόγου Πηνελόπης Χριστάκου να τον ασπαστεί χαρακτηρίζοντας τις πράξεις αυτές υποκρισία και φαρισαϊσμό. Επειτα από αυτό το γεγονός ακολούθησαν δημοσιεύματα σε τοπικές εφημερίδες, τα οποία κατηγορούσαν το Παρθεναγωγείο για αθεΐα αλλά και δημοσιεύματα που αθώωναν το Παρθεναγωγείο και χαρακτήριζαν το συμβάν ως παρεξήγηση.

Εντονες αντιδράσεις και δίκη

Στις 2 Μαρτίου του 1911 έγινε στον Βόλο λαϊκό συλλαλητήριο κατά της λειτουργίας του Παρθεναγωγείου, ενώ την ίδια μέρα, σε συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου, αποφασίστηκε η διακοπή λειτουργίας του Παρθεναγωγείου. Ακολούθησε η δικαστική δίωξη των υπευθύνων του σχολείου και η παραπομπή τους σε δίκη.
Τελικά, έπειτα από συνεχόμενες αναβολές και παραπομπές από το ένα εφετείο στο άλλο, ξεκίνησε η δίκη στις 16 Απριλίου του 1914 και τερματίστηκε τον ίδιο μήνα, στις 28, στο Εφετείο Ναυπλίου. Στη δίκη οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν.