Ο Χρήστος Φλουρής, Κρητικός στην καταγωγή και σήμερα κάτοικος Σπάρτης, είναι ένας δημιουργός που συνδυάζει την ευαισθησία του λογοτέχνη με τη ματιά του ιστορικού και του εκπαιδευτικού. Μέσα από το έργο του, αναζητεί τις αθέατες πλευρές του ανθρώπου, τη σχέση του με τον τόπο και τον χρόνο, αλλά και τη διαρκή πάλη ανάμεσα στη μνήμη και τη λήθη.
Ο ίδιος μοιράστηκε μαζί μας σκέψεις για την πορεία του στη λογοτεχνία, τη δύναμη της γραφής ως πράξης αυτογνωσίας και επικοινωνίας, τη σημασία της φαντασίας για τους νέους, αλλά και την ανάγκη να διατηρήσουμε ζωντανή την αγάπη για το βιβλίο σε μια εποχή όπου κυριαρχεί η εικόνα.

Ποιο ήταν το πρώτο «κάλεσμα» που σας έκανε να γράψετε και να αποτυπώσετε κάποιους στίχους, κάποια εικόνα, κάποιο γεγονός;
«Είναι κάπως δύσκολο να απαντήσω. Από τα χρόνια του Δημοτικού ακόμη είχα την τάση να αποτυπώνω γραπτώς τις σκέψεις μου ίσως εξαιτίας της έμφυτης δειλίας μου να τις εξωτερικεύσω. Αλλά τα γραπτά μου δεν άφηνα να τα δει κανείς.
Θυμάμαι πάντως ότι το πρώτο μου ποίημα που δημοσιεύτηκε στη σχολική εφημερίδα, το έγραψα με αφορμή τον θάνατο του Νίκου Ξυλούρη, ένα γεγονός που είχε βυθίσει στο πένθος ολόκληρη την Κρήτη και την Ελλάδα το 1980. Από τότε και μέχρι το 2011 που εκδόθηκε η πρώτη μου ποιητική συλλογή δεν είχα δημοσιεύσει τίποτα κι ας έγραφα σχεδόν καθημερινά».
Σε ποιον βαθμό επιδιώκετε το έργο σας να «μιλά» στο παρόν, να σχολιάζει την εποχή μας;
«Οι συγγραφείς είναι άνθρωποι που ζουν στο παρόν. Ακόμη κι αν τα έργα τους αναφέρονται σε μια άλλη ιστορική περίοδο, λιγότερο ή περισσότερο κοντινή στο σήμερα, πάντα υπάρχουν αναφορές, έστω και έμμεσα, έστω και συγκαλυμμένα, στην τρέχουσα πραγματικότητα. Γιατί μπορεί οι εποχές να αλλάζουν αλλά ο άνθρωπος και τα πάθη του παραμένουν αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου».
Από την Κρήτη στη Σπάρτη: Πώς επηρέασε αυτή η γεωγραφική μετακίνηση τη λογοτεχνική σας γραφή;
«Θα έλεγα ότι ήταν καθοριστική. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα περισσότερα από τα μυθιστορήματά μου διαδραματίζονται στην Κρήτη ίσως γιατί εγώ τη νοσταλγώ ή ίσως και γιατί πιστεύω ότι γνωρίζω τους Κρητικούς καλύτερα ως χαρακτήρες και μπορώ να τους “αποδώσω” πειστικότερα μέσα στα έργα μου. Δεν ξέρω αν η γραφή μου θα είχε ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο αν είχα μείνει στο νησί».
Τα μυθιστορήματά σας έχουν τίτλους που παραπέμπουν σε φυσικά στοιχεία και δυνάμεις. Τι ρόλο παίζει ο περιβάλλων χώρος στη λογοτεχνία σας; Μήπως τελικά «ο τόπος κάνει τους ανθρώπους», όπως αναρωτιέστε στο μυθιστόρημά σας «Marea»;
«Οφείλω να ομολογήσω ότι οι ερωτήσεις σας είναι εξαιρετικά εύστοχες και με κάνουν εκ των υστέρων να αναλογιστώ γιατί επέλεξα τους συγκεκριμένους τίτλους. Κάποιοι από αυτούς είναι αλληγορικοί, κάποιοι διφορούμενοι, κάποιοι παραπέμπουν στον τόπο, άλλοι στα υποκείμενα… Στα περισσότερα βιβλία μου ο χώρος διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη. Οσο για το ερώτημα που τίθεται στη “Marea”, θα έλεγα ότι η σχέση προσώπων και τόπων είναι εντελώς αμφίδρομη, το ένα στοιχείο επιδρά καταλυτικά πολλές φορές πάνω στο άλλο: ο τόπος μπορεί να αλλάξει τον άνθρωπο αλλά και ο άνθρωπος μπορεί να επιδράσει ευεργετικά ή καταστροφικά πάνω στον τόπο. Ενα όμως είναι σίγουρο: τον γενέθλιο τόπο, τον τόπο όπου γεννιέται και μεγαλώνει κανείς, τον κουβαλάει μέσα του για πάντα».
Είστε ιστορικός και λογοτέχνης. Πώς συνδιαλέγονται αυτές οι δύο ταυτότητες στη δημιουργική σας διαδικασία;
«Οταν γράφει κανείς, όλες του οι “ταυτότητες” ενεργοποιούνται και ξεδιπλώνονται – άθελά του τις περισσότερες φορές –μέσα στο έργο του. Το γεγονός ότι σπούδασα Ιστορία και Αρχαιολογία προφανώς επηρέασε τα γραπτά μου. Δεν γράφω ιστορικά μυθιστορήματα – πλην του τελευταίου που νομίζω ότι μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέτοιο – αλλά όλα τους πιστεύω ότι διαδραματίζονται σε ένα ξεκάθαρο ιστορικό πλαίσιο. Οι ήρωες των βιβλίων μου – αντιήρωες θα μπορούσε να τους πει κανείς – δεν είναι ιστορικές προσωπικότητες, αλλά συνήθως απλοί άνθρωποι που όμως επηρεάζονται ή καμιά φορά τσακίζονται από την ίδια την ιστορία».
Εργάζεστε ως εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ταυτόχρονα είστε συγγραφέας. Πώς προσπαθείτε να μεταδώσετε την αγάπη για τη λογοτεχνία και την ανάγνωση στους νέους; Υπάρχουν στιγμές που η λογοτεχνική σας φλέβα και η διδακτική σας πρακτική συναντώνται;
«Ασκώ δύο λειτουργήματα για τα οποία είμαι πραγματικά χαρούμενος και ευγνώμων. Ως εκπαιδευτικός προσπαθώ να εμπνεύσω τη φιλαναγνωσία τονίζοντας στα παιδιά τη σημασία που έχει για τη μελλοντική τους εξέλιξη η ανάπτυξη της φαντασίας, την οποία δεν μπορεί να την καλλιεργήσει το κινητό τηλέφωνο και οι έτοιμες – και πολλές φορές παραπλανητικές – εικόνες.
Ειδικά όταν διδάσκω το μάθημα της Λογοτεχνίας, προσπαθώ να διαβαστούν στην τάξη όσο το δυνατόν περισσότερα κείμενα και ωθώ τους μαθητές να μιλήσουν, να μου πουν όχι “τι θέλει να πει” ο λογοτέχνης αλλά “τι λέει στον καθέναν από σας” το κείμενο. Οταν οι κόποι μου αποδίδουν, όταν μπορέσω να δημιουργήσω έστω και έναν νέο αναγνώστη, νιώθω πραγματικά μεγάλη ικανοποίηση. Ξεχωριστή χαρά αισθάνομαι όταν κάποια παιδιά έρχονται διστακτικά και μου εμπιστεύονται γραπτά τους».
Ως πατέρας δύο παιδιών που ζει στη Σπάρτη, πώς φαντάζεστε το μέλλον της λογοτεχνίας και της ανάγνωσης στην επαρχία;
«Νομίζω ότι το μέλλον της λογοτεχνίας μοιάζει δυστυχώς δυσοίωνο όχι μόνο στην επαρχία αλλά παντού. Οι άνθρωποι γενικά – και όχι μόνο οι νέοι – έχουν σταματήσει να διαβάζουν. Ως παιδί που μεγάλωσα στην επαρχία, μπορώ να πω ότι η λογοτεχνία για μένα ήταν τότε όαση, ο τρόπος διαφυγής από μια πεζή, επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα που πολλές φορές ένιωθα ότι με έπνιγε. Σήμερα όμως η τεχνολογία έσπασε τα όρια και τις χιλιομετρικές αποστάσεις και κυρίως επέβαλε την κυριαρχία της εικόνας εις βάρος και της ανάγνωσης βιβλίων και επομένως και εις βάρος της ανάπτυξης της φαντασίας».
Ποιο μήνυμα θα θέλατε να αφήσετε στους νέους ή στα παιδιά που ξεκινούν σήμερα να γράφουν;
«Η διαδικασία της συγγραφής είναι λυτρωτική για τον δημιουργό της. Μια ευκαιρία να κάνει μια “βουτιά μέσα του” και να γνωρίσει περισσότερο τον εαυτό του, μια διαρκής διαδικασία αυτογνωσίας. Γι’ αυτό όσα παιδιά γράφουν πρέπει να συνεχίσουν, ακόμη κι αν θεωρούν ότι όσα σημειώνουν στο χαρτί δεν αξίζουν. Επίσης να μη διστάζουν να δίνουν τα γραπτά τους για ανάγνωση, καθώς η γραφή είναι μια πράξη επικοινωνίας∙ και η επικοινωνία θέλει τουλάχιστον δύο. Κανείς δεν γράφει για τον εαυτό του, ακόμη κι αν ισχυρίζεται κάτι τέτοιο».
Υπάρχει κάποιο θέμα που δεν έχετε τολμήσει να αγγίξετε ακόμα στον γραπτό λόγο σας το οποίο θεωρείτε φλέγον;
«Εχω καταπιαστεί με πολλά θέματα στα βιβλία μου, άλλοτε απλώς θέτοντάς τα και άλλοτε προσπαθώντας να τα αναλύσω. Αυτό που πραγματικά θα ήθελα να κάνω είναι να καταφέρω κάποια στιγμή στο μέλλον να γράψω ένα βιβλίο το οποίο θα μπορούσε λέει – δεν ξέρω με ποιον μαγικό τρόπο – να βελτιώσει πρακτικά τη ζωή των ανθρώπων που υποφέρουν και ιδίως των παιδιών. Να μπορούσε να θεραπεύσει τον πόνο, την προσφυγιά, την πείνα… Ξέρω ότι κάτι τέτοιο ακούγεται αδύνατο, αλλά αυτό είναι το δικό μου όνειρο και δεν θα σταματήσω να το κυνηγώ».



