Πέρα από τη γραβιέρα, τις πατάτες και τις αμμώδεις παραλίες με τα γαλαζοπράσινα νερά, η Νάξος ακούει και στη λέξη σμύριδα. Σμυρίγλι, όπως θα ακούσει κανείς στα χωριά της βόρειας Νάξου. «Και τι είναι αυτό;» θα αναρωτηθούν οι περισσότεροι. Δικαίως. Πλέον δεν ζούμε στα χρόνια του προβιομηχανικού κόσμου, όταν πλαστικό, ηλεκτρικό και αυτοκίνητα ήταν επιστημονική φαντασία και ο κόσμος στηριζόταν μόνο σε ό,τι έβγαζε η γη.
Μαύρη στο χρώμα με χρωματιστές πιτσιλιές, η σμύριδα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια πέτρα. Σαν ένα αλλιώτικο yin-yang, εντοπιζόταν πάντα πλάι στις κατάλευκες φλέβες μαρμάρου.
Χωρίς να είναι κανόνας, για να υπάρχει σμύριδα, θα πρέπει να υπάρχει μάρμαρο και το αντίστροφο. Για αιώνες η σμύριδα ήταν η σκληρή μαύρη καρδιά της Νάξου.
Μια ατόφια σκληρή πέτρα (σκληρότερη και από διαμάντι) που χρησιμοποιούνταν ευρέως ως λειαντικό-αποξεστικό, όπως εξηγεί ο 85χρονος κύριος Δημήτρης, παλαιός εργαζόμενος στα σμυριδωρυχεία της Κορώνου.
Εξαγώγιμο προϊόν (το ακριβότερο και πολυτελέστερο είδος προς πώληση) του νεοσύστατου ελληνικού κράτους ήδη από το 1830, η σμύριδα έχει το σπάνιο πλεονέκτημα να βρίσκεται μόνο στη Νάξο και λίγο στη Σμύρνη. Πουθενά αλλού στον κόσμο. Και το καλύτερο;
Υποθηκεύτηκε για να στηρίξει τα μεγαλεπήβολα σχέδια της μικρής Ελλάδας και τελικά ξεπουλήθηκε όταν αυτή χρεοκόπησε. Φαίνεται πως είχε απόλυτο δίκιο ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, ο αρχαίος ρωμαίος φυσιοδίφης, που στη Naturalis Historia περιέγραψε με ακρίβεια το περίφημο Naxium Lapidem. Η αλλιώτικη ναξιώτικη πέτρα που, όπως ο ίδιος έγραφε, του θύμιζε πολύ τα κατάμαυρα υψίπεδα της Αρμενίας.
Σήμερα η σμύριδα ξεχάστηκε. Ή μάλλον σιγοσβήνει με τα τελευταία ορυχεία να λειτουργούν οριακά. Ποιος σκάβει για πέτρες, όταν με μια γερμανική μηχανή κινεζικής κατασκευής κόβει-ράβει τα πάντα; Το μόνο που απέμεινε είναι μερικοί ηλικιωμένοι σμυριδεργάτες, ένας σκουριασμένος γερανός κι ένα μισοξεχασμένο λιμανάκι στην ανατολική Νάξο που χτυπιέται αλύπητα από τους νοτιάδες. Και όλα αυτά υπό το βλέμμα ενός αγάλματος-αφιέρωμα στον άγνωστο σμυριδεργάτη που στέκει μαρμαρωμένος στον χρόνο υπενθυμίζοντας σε κάθε περαστικό ότι κάποτε υπήρξε κι αυτός.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στο ένθετο «Το Βήμα της Νάξου» του ΓΕΛ Νάξου – «Μανώλης Γλέζος» που κυκλοφόρησε με «Το Βήμα της Κυριακής» στις 27 Απριλίου 2025.