Προσπαθώντας να αντιληφθούμε τη δημιουργικότητα στο σχολείο σε πολύ παλιότερες εποχές, προσεγγίσαμε την Αικατερίνη Γεώργα-Κουμαδωράκη. Η κυρία Γεώργα-Κουμαδωράκη γεννήθηκε το 1952 και κατάγεται από το Μοναστηράκι Αργολίδας. Φοίτησε στο μονοθέσιο δημοτικό σχολείο του χωριού από το 1959 έως το 1966. Μας αφηγείται παρακάτω τις δραστηριότητες που έκαναν στο σχολείο της δεκαετίας του ’60.

«Στο σχολείο πηγαίναμε πρωί και απόγευμα. Είχαμε αναλάβει με την καθοδήγηση του δασκάλου μας να φυτέψουμε το κάθε παιδί από ένα πεύκο και να το φροντίσουμε, για να μεγαλώσει. Γι’ αυτό τα απογεύματα μαζευόμασταν στο σχολείο, πηγαίναμε στο πηγάδι που υπήρχε στη γειτονιά και ανεβάζαμε νερό με τις κουτσούμπες. Γεμίζαμε από ένα τενεκεδάκι και ποτίζαμε τα πευκάκια μας και τα παρτέρια με τα λουλούδια στην αυλή του σχολείου.

Τα πεύκα με τον καιρό μεγαλώνανε, θεριεύανε και μας άρεσε να περνάμε και να τα καμαρώνουμε. Το δικό μου υπάρχει ακόμα. Είναι το δεύτερο δεξιά, όπως μπαίνουμε από την καγκελόπορτα του σχολείου. Φυτεύαμε, επίσης, βασιλικά σε τενεκέδες και αναλαμβάναμε να καθαρίσουμε το σχολείο και τον αύλειο χώρο, όπως αντίστοιχα έκαναν οι γονείς μας στο χωριό. Ο πατέρας μου έλεγε κάθε τόσο, όταν γυρνούσε από τα χωράφια, “έχω προσωπική εργασία” και εννοούσε τον καθαρισμό του χωριού».

Ζωγραφική σε τζάμι

«Θυμάμαι έπειτα που ο δάσκαλός μας, Χαράλαμπος Καλαλάς, από το Κουτσοπόδι, μας έφερε στην τρίτη Δημοτικού μικρά τετράγωνα τζάμια και ειδικές μπογιές να ζωγραφίσουμε πάνω σε αυτά. Μου είχε φανεί τότε τόσο παράξενο να ζωγραφίσω πάνω σε τζάμι. Ανακάλυψα όμως πώς δημιουργούνται τα χρώματα. Δεν είχα κάνει πάλι κάτι τέτοιο, να τα αναμειγνύω μεταξύ τους και από τα βασικά χρώματα να φτιάχνω άλλα χρώματα και αποχρώσεις. Ηταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία.

Στο τέλος της χρονιάς κάναμε γυμναστικές επιδείξεις και στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο. Τα κορίτσια φορούσαμε άσπρα μπλουζάκια και φούστες. Μαζευόταν όλο το χωριό να μας καμαρώσουν. Η γυμναστική που κάναμε ήταν η λεγόμενη σουηδική γυμναστική, εκτάσεις, διατάσεις, τέτοια. Χορεύαμε, λέγαμε ποιήματα και παίρναμε τα ενδεικτικά μας. Στις εθνικές γιορτές ανεβάζαμε θεατρικές παραστάσεις. Στο Δημοτικό θυμάμαι είχα παίξει τη Μεσολογγίτισσα. Και ήμουν τόσο καλή και συγκινητική που ο κόσμος έκλαιγε από κάτω. Το ίδιο και ο πατέρας μου. Οταν τελείωσε η παράσταση μου είπε χαρακτηριστικά: “Μου κρατάς το καπέλο ψηλά”. Τόσο περήφανος ήταν.

Οταν το 1963 βγήκε ο Γεώργιος Παπανδρέου, καθιερώθηκαν τα συσσίτια στα σχολεία. Εφερναν από την Ελβετία γάλα σε σκόνη και τεράστιες κονσέρβες με τυρί. Στην αρχή έπρεπε κάθε μέρα μία μητέρα να έρχεται να ετοιμάζει το γάλα. Επειδή όμως αυτές είχαν δουλειές στα χωράφια, άλλοτε δεν έρχονταν καθόλου, άλλοτε βιαζόντουσαν ή δεν ήξεραν και δεν διέλυαν καλά το γάλα, αυτό μύριζε και δεν το πίναμε. Ετσι ο δάσκαλος ανέθετε σε εμάς, τα πιο μεγάλα παιδιά, να φτιάχνουμε το γάλα.

Κουβαλάγαμε νερό, το ζεσταίναμε πάνω σε μια σιδερωστριά, βάζαμε μέσα τη σκόνη να τη διαλύσουμε, και, όταν ήταν έτοιμο, καθόμασταν έξω υπαίθρια, πίναμε το γάλα και τρώγαμε το τυρί. Τρώγαμε έξω στην αυλή. Για τις βροχερές μέρες δεν θυμάμαι τι κάναμε, αν είχαμε κάποια ξελότζα και καθόμασταν έξω. Αμα περίσσευε γάλα το δίναμε στα κατσικάκια. Ξέρεις τι κατσικάκια είχαμε μαναρέψει;».

Οπως το Ιντερνετ σήμερα

«Για εμάς που δεν είχαμε άλλες παραστάσεις, που δεν φεύγαμε από το χωριό παρά μόνο μια φορά τον χρόνο με τα μουλάρια στο Αργος, που δεν ταξιδεύαμε ούτε γυρνούσαμε τον κόσμο, το σχολείο εκτός από γνώσεις μάς πρόσφερε ερεθίσματα και εμπειρίες. Μέσα από το φύτεμα και τη φροντίδα των δέντρων, του κήπου και της αυλής μας καλλιέργησε την οικολογική συνείδηση – τότε σαν παιδί δεν το καταλάβαινα ούτε εγώ ούτε οι συμμαθητές μου.

Εμείς το βλέπαμε σαν παιχνίδι και μας έκανε να εργαζόμαστε ομαδικά. Μπορεί στα μάτια ενός σύγχρονου παιδιού αυτά να φαίνονται απλοϊκά ή αυτονόητα – όπως η ζωγραφική. Για εμάς όμως τότε δεν ήταν. Για μένα όλα τα παραπάνω που σας διηγήθηκα ήταν δημιουργικά, γιατί μας έδειχναν τον κόσμο αλλιώς.

Γενικά, το σχολείο ήταν για εμένα ο παράδεισος και ο λυτρωμός μας από τα χωράφια, όπου δουλεύαμε σκληρά και μάλιστα τα καλοκαίρια. Δεν ξέραμε τι θα πει διακοπές. Τα βιβλία ήταν όπως το Ιντερνετ σήμερα. Οταν τα έπαιρνα στα χέρια μου, ήταν απερίγραπτη η χαρά μου. Τα μύριζα με αγάπη, τα ξεφύλλιζα συνεχώς, χάζευα τις εικόνες και χοροπηδούσα, φωνάζοντας “τα βιβλιαράκια μου, τα βιβλιαράκια μου!”. Τόση ευτυχία ένιωθα!».

  • Κουτσούμπες: μικρά δοχεία μεταφοράς
  • Σιδερωστριά: σιδερένιος τρίποδας
  • Ξελότζα: στέγαστρο

Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στο ένθετο «Το Βήμα της Άργους» του 2ου Γενικού Λυκείου Άργους που κυκλοφόρησε με «Το Βήμα της Κυριακής» στις 28 Σεπτεμβρίου 2025.