Οι σχέσεις με την Τουρκία έχουν μπει σε ένα περίεργο μονοπάτι. Θεωρητικά πλέουμε σε «ήρεμα νερά» και δεν φαίνεται κάτι πιθανό να τα ταράξει τους επόμενους θερινούς μήνες.

Είναι εξίσου προφανές όμως ότι το κλίμα έχει διαφοροποιηθεί.

Το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας που προοριζόταν να γίνει στην Τουρκία πάει από αναβολή σε αναβολή.

Από την αρχή του χρόνου φθάσαμε Σεπτέμβριο και βλέπουμε…

Την τελευταία διετία, η Τουρκία προσπαθεί εμφανώς να βελτιώσει τις σχέσεις της με την Ευρώπη.

Την ίδια στιγμή η αυτονόητη διευκρίνιση του Πρωθυπουργού ότι η συμμετοχή της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό αμυντικό σύστημα υπόκειται στις σχέσεις «καλής γειτονίας» με την Ελλάδα και σε εξάλειψη των απειλών πολέμου έγινε δεκτή μάλλον αμήχανα από την Αγκυρα.

Ο Κ. Μητσοτάκης το είπε ή για την ακρίβεια το επανέλαβε σε τηλεοπτική συνέντευξη (Σκάι, 23/7).

Κι από την άλλη πλευρά, σιωπή. Με κάποιες σκόρπιες αντιδράσεις στον τουρκικό Τύπο περί «εκβιασμού».

Οπως χαμηλότονες και μάλλον γενικόλογες ήταν οι τουρκικές αντιδράσεις στις πρόσφατες ανακοινώσεις της Αθήνας για τα θαλάσσια πάρκα. Τι δικαιώματα άλλωστε μπορεί να επικαλείται η Αγκυρα στο Ιόνιο ή στο Νότιο Αιγαίο;

Είναι προφανές ότι η Τουρκία επιδιώκει να διατηρήσει τις «ανοιχτές πόρτες» με την Ευρώπη αποβλέποντας σε εξοπλιστικές συμφωνίες, όπως τα Eurofighter. Αλλά ταυτοχρόνως να μη δείξει ότι αναιρεί βασικά στοιχεία της ρητορικής της, όπως το casus belli.

Το ερώτημα είναι πόσο μπορεί να διαρκέσει ένα διπλό παιχνίδι που κρύβει μια διπλή λογική.

Κυρίως αν θα μπορέσει να προσαρμοστεί η Τουρκία στις εύλογες απαιτήσεις που εκ των πραγμάτων συνεπάγεται η συμμετοχή της στην ευρωπαϊκή άμυνα. Και στις οποίες η Αθήνα έχει προφανώς να πει τον λόγο της.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διάθεση ενός μέρους του ευρωπαϊκού συστήματος απέναντι στην Τουρκία έχει βελτιωθεί.

Από την άλλη όμως δεν είναι πολλοί στην Ευρώπη που θα κατανοήσουν ότι η Τουρκία εξοπλίζεται (και) με δικά τους λεφτά για να απειλεί μια ευρωπαϊκή χώρα, όπως η Ελλάδα.

Αυτή την αντίφαση μόνο η ίδια η Τουρκία μπορεί να τη λύσει.

Δεν βλέπω άλλωστε ποιος θα της αναγνωρίσει περισσότερα από όσα νόμιμα διεκδικεί ή θα τη στερήσει από όσα λογικά δικαιούται.

Αλλά το «τι δικαιούται» η Τουρκία είναι όλο το πρόβλημα. Μια συζήτηση δεκαετιών από τη στιγμή που η ίδια δεν δείχνει διάθεση να εξομαλύνει την αντίφαση που τη χαρακτηρίζει ιστορικά και την προσδιορίζει.

Με αποτέλεσμα να παραμένει εγκλωβισμένη σε μια διπλή λογική.