Η ελληνική οικονομία φαντάζει σταθερή και ακμαία στο παρόν ασταθές και γεωπολιτικά ταραγμένο διεθνές περιβάλλον. Ολοι οι αναλυτές και οικονομολόγοι αποδέχονται ότι έχει καταφέρει να ελέγξει το υπέρογκο δημόσιο χρέος και να τιθασεύσει το διαρθρωτικού τύπου δημοσιονομικό πρόβλημα που την καταδίωκε επί δεκαετίες.
Η αλήθεια είναι ότι το δημόσιο χρέος παρότι τεράστιο, στα 365 δισ. ευρώ στα τέλη του περασμένου Μαρτίου, έχει καταστεί άνετα εξυπηρετήσιμο, η μέση διάρκειά του φθάνει τα 19 χρόνια και το μέσο επιτόκιο που το βαρύνει έχει υποχωρήσει στο 1,67% συμπεριλαμβανομένων των αναβαλλόμενων φόρων και στο 1,28% χωρίς αυτούς.
Η φοροδιαφυγή
Επιπλέον βαίνει ταχέως μειούμενο και εκτιμάται ότι στο τέλος του 2025 θα έχει υποχωρήσει κάτω του 145% του ΑΕΠ, από 153,6% το 2024 και 163,9% το 2023. Διαδικασία που αναμένεται να επιταχυνθεί τα προσεχή χρόνια μέσω και των πρόωρων αποπληρωμών στις οποίες προβαίνει η κυβέρνηση, αξιοποιώντας τόσο τα αδρανή ταμειακά διαθέσιμα ύψους 40 δισ. ευρώ όσο και τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα της τρέχουσας δημοσιονομικής διαχείρισης, τα οποία ενισχύονται ετησίως από τις υπεραποδόσεις των άμεσων και έμμεσων φόρων, του ΦΠΑ ιδιαιτέρως, οι συντελεστές του οποίου διατηρούνται εδώ και πάνω από δέκα χρόνια σε υψηλά επίπεδα, από τα υψηλότερα της Ευρώπης.
Ο κύριος συντελεστής παραμένει σταθερά στο 24% και τα έσοδά υπερτροφοδοτούνται διπλά, τόσο από τη διαρκή τα τελευταία χρόνια αύξηση της δραστηριότητας όσο και από την εντατική, εκτεταμένη πια, ψηφιοποίηση της οικονομίας που διευκολύνει τον έλεγχο της φοροδιαφυγής και την αποκάλυψη των παραοικονομικών δραστηριοτήτων.
Εισπράξεις
Η ελληνική οικονομία έχει «ασπρίσει» πια σε μεγάλο βαθμό, οι εστίες της «μαύρης» οικονομίας έχουν περιορισθεί σημαντικά και θα συνεχίσουν να περιορίζονται υπό την επίδραση των μέτρων και των νέων ψηφιακών εργαλείων που έχει στη διάθεσή της η ανεξάρτητη αρχή είσπραξης δημοσίων εσόδων. Υπό αυτές τις συνθήκες – της ευχερούς διαχείρισης του δημοσίου χρέους και αντιμετώπισης του διαρθρωτικού διαχρονικού δημοσιονομικού προβλήματος – η διαφορά των αποδόσεων μεταξύ των ελληνικών ομολόγων και των αντίστοιχων γερμανικών κάμπτεται διαρκώς, μεταφέροντας κύματα εμπιστοσύνης στις διεθνείς αγορές για την ελληνική οικονομία, όπως προκύπτει από την αύξηση της συμμετοχής των επενδύσεων στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν, που από περίπου 11% του ΑΕΠ το 2019 έφθασε να ξεπεράσει το 15% το 2024.
Οι επενδύσεις
Είναι αυτό αναμφίβολα ένα επίτευγμα της οικονομικής πολιτικής τα πολλά προηγούμενα χρόνια, αλλά προφανώς δεν αρκεί, ούτε μπορεί να εγγυηθεί το μέλλον. Στην τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επισημαινόταν αυτό ακριβώς.
Οτι δηλαδή οι επενδύσεις, παρότι αυξημένες, περιορίζονταν κατά βάση στη ζώνη των υπηρεσιών, κυρίως των τουριστικών και σε εκείνη των ακινήτων. Λείπουν οι μεγάλες παραγωγικές επενδύσεις που θα ευνοούσαν την παραγωγή και άλλαζαν πραγματικά το παραγωγικό μοντέλο.
Κάτι έχει κινηθεί εσχάτως στη βιομηχανία αλλά η συμμετοχή της στο ΑΕΠ παραμένει περιορισμένη στα επίπεδα του 15%, όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη ξεπερνά το 22% και στόχος, σύμφωνα με την έκθεση Ντράγκι, είναι να προσεγγίσει το 27% στα τέλη της τρέχουσας δεκαετίας. Κοινώς, απέχουμε πολύ από την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου παρά τα ευχολόγια και τις περί του αντιθέτου αναφορές του αρμόδιου υπουργού Ανάπτυξης, Τάκη Θεοδωρικάκου.
Στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επισημαίνεται με ένταση το πρόβλημα της χαμηλής παραγωγικότητας, ίσως η χαμηλότερη της Ευρώπης, παρά το γεγονός της υπερεργασίας των Ελλήνων.
Αποτέλεσμα προφανώς της έλλειψης επενδύσεων και της μη ανανέωσης και εκσυγχρονισμού του μηχανολογικού εξοπλισμού και της χρησιμοποίησης νέων ολοκληρωμένων παραγωγικών τεχνικών, συνδυασμένων με τις νέες τεχνολογικές δυνατότητες, οι οποίες επαυξάνουν τις παραγωγικές επιδόσεις και βελτιώνουν την ποιότητα των προϊόντων.
Μπορεί λοιπόν το δημοσιονομικό πρόβλημα να έχει καταστεί διαχειρίσιμο και ελεγχόμενο αλλά το παραγωγικό έλλειμμα παραμένει μεγάλο, ενεργό και ικανό να δυσχεράνει την οικονομική πορεία της χώρας μεσοπρόθεσμα. Τίθεται επιπλέον ζήτημα αξιοποίησης των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων από τους υπευθύνους της οικονομικής πολιτικής.
Προς ποια κατεύθυνση χρησιμοποιούν τους υπερβάλλοντες δημοσιονομικούς πόρους και ποιες προτεραιότητες θέτουν. Ο οικονομικός σύμβουλος της Alpha Bank κ. Π. Καπόπουλος επιμένει ότι η οικονομική πολιτική οφείλει να κινηθεί προς την κατεύθυνση μείωσης των φορολογικών συντελεστών ακριβώς για να ευνοήσει την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων και να αποφύγει ως κύρια επιλογή τις αντιπαραγωγικές καταναλωτικές μεταβιβαστικές πληρωμές, μέσω ενίσχυσης των κάθε μορφής κοινωνικών επιδομάτων, τα οποία παρεμπιπτόντως δεν καταλήγουν πάντα στους μη έχοντες παρά προσφέρονται αφειδώς φορές σε κύκλους παραοικονομικών δραστηριοτήτων, οι οποίοι κρύβουν τα εισοδήματά τους από τις φορολογικές αρχές και εμφανίζονται πένητες χωρίς να είναι.
Η μείωση των φορολογικών συντελεστών θα καθιστούσε ευχερέστερη την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων και θα ευνοούσε την παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας και της χώρας, ειδικά στις παρούσες συνθήκες των μεγάλων γεωπολιτικών ανακατατάξεων και της πολιτικής ανάκτησης των ευρωπαϊκών παραγωγικών δυνατοτήτων σε διάφορους τομείς, από την άμυνα μέχρι τα φάρμακα, που εσχάτως προωθούν οι Βρυξέλλες.
Πολιτικός κίνδυνος
Επιπλέον ελλοχεύει πάντα ο πολιτικός κίνδυνος. Δεν είναι απίθανο στη διάρκεια της προσεχούς διετίας οι πολιτικοί ανταγωνισμοί να κορυφωθούν και να οδηγήσουν την κυβέρνηση σε εκτεταμένες εκλογικές δαπάνες προκειμένου να αντιμετωπίσει τόσο τη φθορά της μακράς διακυβέρνησης όσο και την πιθανώς ενισχυόμενη διεκδίκηση των άλλων πολιτικών δυνάμεων.
Το σημερινό πολιτικό περιβάλλον επιτρέπει στην κυβέρνηση να ομνύει στη σταθερότητα και να δηλώνει ότι δεν πρόκειται να διολισθήσει σε ένα εκλογικό κύμα υπερδαπανών, αλλά αν απέναντί της στηθούν αξιόμαχες διεκδικητικές της εξουσίας δυνάμεις τότε ο πειρασμός θα είναι μεγάλος.
Δεν είναι λίγοι λοιπόν εκείνοι που προειδοποιούν ότι οι υπερβολικές εκλογικές δαπάνες συνιστούν σοβαρό κίνδυνο για τη μέχρι τώρα πορεία των οικονομικών υποθέσεων της χώρας και απειλή για έναν προβληματικό δημοσιονομικό εκτροχιασμό.