«Μόνο» 3 τρισ. δολάρια θα προσθέσει σε βάθος δεκαετίας στο αμερικανικό χρέος ο περιβόητος «μεγάλος και όμορφος προϋπολογισμός» (OBBA) που υπέγραψε τον περασμένο Ιούλιο ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπεσέντ, στο πνεύμα ασφαλώς του οικονομικού δόγματος της μείωσης των φόρων (αλλά όχι και των δαπανών) του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει ως κεντρικό στόχο να «ξαναγίνει η Αμερική μεγάλη» (MAGA).

Ο υπολογισμός είναι του επιτελείου του ίδιου του Μπεσέντ και θα έλεγε κανείς ότι δεν αποτελεί δα και καταστροφή για μια οικονομία που «παράγει» σχεδόν 30 τρισ. δολάρια κάθε χρόνο. Ομως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.

Κατ’ αρχάς, από τη στιγμή που υπεγράφη ο «One Big and Beautiful Act» παρατηρήθηκε μια σημαντική διάσταση στις επίσημες «κρατικές» ή «κυβερνητικές», ας πούμε, εκτιμήσεις για τις μακροπρόθεσμες δημοσιονομικές επιπτώσεις της οικονομικής πολιτικής της νέας κυβέρνησης.

Το Γραφείο Προϋπολογισμού του αμερικανικού Κογκρέσου (CBO) φάνηκε να υποεκτιμά την αύξηση του δημόσιου χρέους των ΗΠΑ από το 124,3% του ΑΕΠ, που ήταν στα τέλη του 2024, στο 145% το έτος 2050.

Το ίδιο το υπουργείο Οικονομικών θεωρεί ότι θα φθάσει στα 200% του ΑΕΠ. Και πρόσφατη έρευνα του ανεξάρτητου Ινστιτούτου Bruegel υπολογίζει ότι θα εκτιναχθεί στο 280% του ΑΕΠ, ένα επίπεδο πιθανότατα μη-βιώσιμο.

Ολα αυτά θα συμβούν αν δεν αλλάξει κάτι τα επόμενα χρόνια και η πολιτική Τραμπ μετατραπεί σε «ευαγγέλιο» και εφαρμοστεί με ιερή αφοσίωση από τις επόμενες κυβερνήσεις των ΗΠΑ. Και αν ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ ακολουθήσει την επόμενη 25ετία ένα σταθερό τέμπο.

Ασφαλώς οι φοροελαφρύνσεις υιοθετήθηκαν για να τονώσουν την αναπτυξιακή διαδικασία. Αλλά η Επιτροπή Προϋπολογισμού του Κογκρέσου θεωρεί ότι σε βάθος δεκαετίας η συνολική ενίσχυση του ΑΕΠ θα είναι μόλις κατά 0,5% ή 0,04% ετησίως. Και η CBO είναι η πιο αισιόδοξη για την πορεία του αμερικανικού χρέους.

Η αγορά ομολόγων

Το ποσοστό του δημόσιου χρέους μιας χώρας ως προς το ΑΕΠ της θα ήταν ένα απλό λογιστικό πηλίκον αν δεν επηρέαζε το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους. Ερευνα των οικονομολόγων Μάρτιν Αντεμερ και Τζέιμι Ρας έχει δείξει ότι αν η σημερινή δυναμική αύξησης του αμερικανικού χρέους συνεχιστεί, οι πιέσεις στην αμερικανική αγορά ομολόγων σε βάθος χρόνου θα εντείνονται.

Αυτό είναι κάτι που ήδη συμβαίνει εξάλλου. Βάσει της έρευνας, οι παράγοντες που ενισχύουν μακροπρόθεσμα τα αμερικανικά επιτόκια είναι η αύξηση του ποσοστού του αμερικανικού χρέους ως προ το ΑΕΠ και η διάθεση ή όχι ασφαλών επενδυτικών τοποθετήσεων σε άλλα ομόλογα διεθνώς.

Η ανάλυση των Αντεμερ και Ρας έδειξε ότι οι δύο αυτοί παράγοντες εκτίναξαν το επιτόκιο του 10ετούς ομολόγου της αμερικανικής κυβέρνησης κατά 1,3 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερα το διάστημα 2005-2023.

Πλεονάσματα 3%

Το επιτόκιο που ζητεί σήμερα η αγορά για να επιλέξει το 10ετές ομόλογο των ΗΠΑ είναι λίγο πάνω από το 4,1%. Αρκετά κοντά δηλαδή στο 5%, ποσοστό που πολλοί αναλυτές θεωρούν μη συμφέρον για δημόσιο δανεισμό.

Για το κόστος εξυπηρέτησης του αμερικανικού χρέους έχει προειδοποιήσει εξάλλου και ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ Τζερόμ Πάουελ: «Το επίπεδο του χρέους είναι σήμερα βιώσιμο, αλλά η πορεία του όχι. Αργά ή γρήγορα πρέπει να αντιμετωπίσουμε την εξέλιξη αυτή. Και όσο πιο γρήγορα την αντιμετωπίσουμε τόσο καλύτερα θα είναι» τόνισε ο επικεφαλής της Fed.

«Η ανησυχία του Πάουελ είναι δικαιολογημένη δεδομένου ότι στο πλαίσιο του ΟΒΒΑ η πιθανότητα αυξητικής πορείας του χρέους των ΗΠΑ είναι πολύ υψηλή» παρατηρεί στην πρόσφατη έκθεσή του το Bruegel, προσθέτοντας ωστόσο ότι «οι ανοδικές τάσεις του χρέους δεν είναι απαραίτητα μη-βιώσιμες εάν μπορούν να γίνουν εύλογες δημοσιονομικές προσαρμογές σε μεταγενέστερο στάδιο για να σταθεροποιηθεί η τάση».

Ποιες είναι οι «εύλογες» προσαρμογές; Είναι η δημιουργία μιας σειράς πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξεως του 3% του ΑΕΠ ετησίως. Κάτι που η μελέτη των Αϊχενγκριν και Πανίτσα, που δημοσιεύθηκε το 2016, έδειξε ότι «δεν υπάρχει ιστορικό επεισόδιο που να περιλαμβάνει πλεονάσματα τέτοιου μεγέθους για παρατεταμένη περίοδο», επισημαίνουν οι ερευνητές του ανεξάρτητου οικονομικού Ινστιτούτου.

Αρνητικές συνέπειες στην ανάπτυξη

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ο πολιτικός

Το αμείλικτο πλην ρεαλιστικό ερώτημα – από αυτά που αρέσκεται να θέτει ρητορικά και να τα απαντά ο ίδιος ο αμερικανός πρόεδρος – είναι αν μπορούν εύκολα να δημιουργηθούν τα απαραίτητα δημοσιονομικά πλεονάσματα που θα αντιστρέψουν την τάση διόγκωσης του χρέους μακροπρόθεσμα.

Το πρώτο που θα πρέπει να σημειώσει κανείς είναι ότι το σημείο εκκίνησης της προσπάθειας είναι ήδη πολύ μακριά από τον στόχο. Το 2024 το δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ ήταν 1,8 τρισ. δολάρια ή 6,4% του ΑΕΠ – και, ως γνωστόν, τα ελλείμματα στο τέλος της ημέρας προστίθενται στο χρέος.

«Για να αξιολογηθεί το μέγεθος του πρωτογενούς ισοζυγίου, θα χρειαστεί να επιτευχθούν σταθερές διαδρομές χρέους. Και είναι δεδομένη η αυξημένη πολιτική αβεβαιότητα γύρω από τους δασμούς των ΗΠΑ, τον OBBA και τις σχέσεις της χώρας με τους συμμάχους και αντιπάλους της» σημειώνει το Ινστιτούτο Bruegel.

Το Ινστιτούτο εξηγεί ότι ο πολιτικός κίνδυνος στις ΗΠΑ έχει αυξηθεί αισθητά κατά το πρώτο τρίμηνο του 2025. Αναφέρει ότι η βαθμολογία του Διεθνούς Οδηγού Κινδύνου Χώρας για τις ΗΠΑ μειώθηκε από τον ιστορικό μέσο όρο 83 στο 76 (το 100 υποδηλώνει απουσία κάθε πολιτικού κινδύνου).

«Τέτοιες αποκλίσεις είναι σημαντικές και μπορούν να έχουν αισθητές αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη μιας χώρας και στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων» σημειώνουν οι αναλυτές του Bruegel – ο Διεθνής Οδηγός Κινδύνου Χώρας (International Country Risk Guide της PRS Group) θεωρείται αξιόπιστος δείκτης αξιολόγησης του γεωπολιτικού ρίσκου σε 141 κράτη.

Μεγάλες οικονομίες όπως η αμερικανική ή η ιαπωνική έχουν τη δυνατότητα να διατηρούν τεράστια χρέη τυπώνοντας νόμισμα για να τα ανατροφοδοτήσουν. Μεγάλο μέρος του χρέους της Ιαπωνίας, που έκλεισε το 2024 στο 234,9% του ΑΕΠ, διακρατούν πιστωτές εντός της ιαπωνικής επικράτειας.

Για πόσο όμως θα αποδίδει η πρακτική αυτή όταν μια χώρα εφαρμόζει πολιτικές με τεράστια δημοσιονομικά κόστη, όταν επιβάλλει δασμούς που διώχνουν τους πελάτες της στο εξωτερικό και υπονομεύουν την κατανάλωση στο εσωτερικό, όταν οι ηγέτες της, αντί να ενώνουν τον λαό, υιοθετούν ρητορικές εμφυλιοπολεμικές που προάγουν τον διχασμό και τη μισαλλοδοξία;