Παραμονές έναρξης της συζήτησης του νέου Προϋπολογισμού για το προεκλογικό 2026 και όλα τα στοιχεία βεβαιώνουν ότι το μείγμα της οικονομικής πολιτικής παραμένει ίδιο και απαράλλακτο, στην αυτή γραμμή των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και της αρχής του ισοσκελισμού.
Ο αρμόδιος υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης, διευκρινίζει με κάθε ευκαιρία ότι το νέο μεταπανδημικό δημοσιονομικό πλαίσιο του ευρωπαϊκού συμφώνου σταθερότητας προβλέπει «κόφτες» δαπανών, ειδικά για τις χώρες με υψηλά χρέη, με σκοπό να αποτρέψει ενδεχόμενο νέο εκτροχιασμό τους.
«Η κατ’ έτος αύξηση των κρατικών δαπανών συμφωνείται με τις ευρωπαϊκές αρχές και ο επιπλέον δημοσιονομικός χώρος ορίζεται από τη βεβαιότητα επανάληψης νέων εσόδων» εξηγεί και με σχεδόν αφοπλιστική ειλικρίνεια σημειώνει πως «αν ήταν αλλιώς, προφανώς θα χτίζαμε άλλο σχήμα οικονομικής πολιτικής».
Οι ελληνικές αξίες
Δεδομένων λοιπόν των δημοσιονομικών περιορισμών και της ανάγκης απομείωσης του δημόσιου χρέους, ξεκαθαρίζει ότι η λύση, στην περίπτωσή μας, μπορεί να προέλθει μόνο μέσω της δημιουργίας νέου πλούτου.
Οπως χαρακτηριστικά λέει «οφείλουμε, εκ των συνθηκών και των αναγκών μας, να ξεφύγουμε από την κουλτούρα τού “λεφτά υπάρχουν” και να αναζητήσουμε τρόπους “να γεννήσουμε καινούργια λεφτά”».
«Και αυτό» υποστηρίζει μετά πάθους «δεν μπορεί παρά να γίνει με μεγάλες επενδύσεις, οι οποίες θα ευνοήσουν τις διασυνοριακές πράξεις και συναλλαγές, θα διευρύνουν τα πεδία οικονομικής δραστηριότητας, θα αναδείξουν τις ελληνικές αξίες, θα μεγαλώσουν τις ελληνικές επιχειρήσεις και διά αυτών θα αυξήσουν τον πλούτο της ελληνικής οικονομίας, επιτρέποντας ταχύτερες και υψηλότερες αναδιανομές στους πολίτες».
Η εξαγορά του Χρηματιστηρίου Αθηνών από την πανευρωπαϊκή Εuronext είναι για αυτόν ένα πολύ συγκεκριμένο παράδειγμα, γιατί, όπως σημειώνει, θα αναγεννήσει και θα εκσυγχρονίσει την ελληνική χρηματαγορά, θα την καταστήσει την πιο δυναμική, με περισσότερους πόρους και χρηματοδοτικές δυνατότητες, κεφαλαιαγορά της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Ανάπτυξη των δικτύων
Ο κ. Πιερρακάκης θα ήθελε, όπως δηλώνει, άλλα είκοσι τέτοια πρότζεκτ που θα άλλαζαν τη θέση της ελληνικής οικονομίας στον κόσμο. Σε αυτή τη λογική αποδίδει εξαιρετική σημασία στην ανάπτυξη των δικτύων και της διασύνδεσής τους με τα αντίστοιχα διευρωπαϊκά και εκείνα της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Κατ’ αυτόν προέχουν στην παρούσα φάση οι επενδύσεις στη ζώνη του ΑΔΜΗΕ, για τις οποίες εκδηλώνεται εντυπωσιακά μεγάλο ενδιαφέρον. Οι επενδύσεις στα δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας θα μπορούσαν άνετα να ξεπεράσουν το 1 δισ. ευρώ. Η ανάπτυξη και η διασυνδεσιμότητα των ηλεκτρικών δικτύων, σε συνδυασμό με τις ασφάλειες που προσφέρουν στην υποστήριξη διεθνικών κέντρων τεχνητής νοημοσύνης, μπορεί να δώσει νέα αναπτυξιακή ώθηση. Δεν κρύβει ότι ήδη βρίσκεται σε συνεννοήσεις με τον αρμόδιο υπουργό Ενέργειας Στ. Παπασταύρου προκειμένου να επιταχυνθεί η έγκριση αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου του ΑΔΜΗΕ, την οποία υποστηρίζει και η Διοίκηση της εταιρείας.
Αντιστοίχως προσβλέπει και στην περαιτέρω ανάπτυξη της ΔΕΗ, ευνοώντας τη διείσδυσή της στα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα. Δεν είναι τυχαίο ότι η Διοίκηση της ΔΕΗ βρίσκεται σε συζητήσεις για την απόκτηση τηλεπικοινωνιακού παρόχου, γεγονός που αν επιβεβαιωθεί θα την φέρει πιο κοντά στη διασύνδεσή της με τον άλλο πόλο των σύγχρονων και δυναμικών τεχνολογικών δικτύων.
Ισχυρές προοπτικές
Από εκεί και πέρα ο υπουργός Οικονομικών πιστεύει ότι η ελληνική οικονομία για να διατηρήσει ισχυρές τις αναπτυξιακές προοπτικές της στη μετά το Ταμείο Ανάπτυξης εποχή επιβάλλεται να προσελκύσει μαζικά νέους χρηματοδοτικούς πόρους και κεφάλαια από τη διεθνή αγορά. Και αυτό, κατά τον κ. Πιερρακάκη, μπορεί να γίνει και μέσω ενός ευρύτατου σχεδίου ιδιωτικοποιήσεων, που θα καλύπτει όλες τις δημόσιες επιχειρήσεις που σήμερα ελέγχονται από το Υπερταμείο.
Με αφορμή και την τελευταία κρίση των ΕΛΤΑ σημειώνει ακριβώς αυτό: «Ολα τα προηγούμενα χρόνια είχαμε 45 νύφες και κανέναν γαμπρό για αυτές τις εταιρείες», με αποτέλεσμα να απαξιώνονται στον χρόνο και πλέον να παραπέμπουν σε σχολάζουσες κληρονομιές παρά σε ενεργά και αναπτυσσόμενα περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου.
Τα κρατικά ακίνητα
Ο ίδιος πιστεύει ότι το ευρύτερο περιβάλλον ευνοεί τη σύνδεσή τους με διεθνή επενδυτικά σχήματα και την ανάπτυξή τους μέσω αυτών. Αναφέρει χαρακτηριστικά τις περιπτώσεις των λιμανιών. Δεν είναι μόνο της Ελευσίνας που προκάλεσε το ενδιαφέρον του κρατικού αμερικανικού fund, ως αντίβαρο στην κινεζική παρουσία στο λιμάνι του Πειραιά, αλλά είναι και εκείνα του Βόλου, της Αλεξανδρούπολης, της Καβάλας και άλλων, η αξία των οποίων έχει πολλαπλασιαστεί στο τρέχον και δυναμικά εξελισσόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον.
Και βεβαίως δεν κρύβει πως πλέον δεν έχει κανένα νόημα να ελέγχει το κράτος τις Αλυκές ανά τη χώρα ή να διατηρεί υπό τον έλεγχό του τη Διώρυγα της Κορίνθου. Ενα ιδιωτικό επενδυτικό σχήμα που θα αναγνώριζε την αξία της θα προωθούσε π.χ. την περαιτέρω διάνοιξή της ώστε να επιτρέπει τη διέλευση μεγαλύτερων σκαφών και να την καθιστά ανταγωνιστικότερη σε χρήμα και χρόνο από τον περίπλου της Πελοποννήσου.
Κατά τον αυτό τρόπο θεωρεί ότι πρέπει να απλουστευθεί η διαχείριση των κρατικών ακινήτων. Ηδη προετοιμάζει Κώδικα διαχείρισης κρατικής περιουσίας, που θα διευκολύνει πράξεις και συναλλαγές επί των ακινήτων του Δημοσίου, με σκοπό να επαυξήσει το ταχύτερο δυνατόν την προσφορά στον επίμαχο στεγαστικό τομέα.
Το δόγμα λοιπόν του υπουργού Οικονομικών και υποψηφίου πια για την προεδρία του Eurogroup – θα κριθεί στις 13 Δεκεμβρίου – είναι καθαρό, ευθύ, και προφανώς δεν μπορεί να αποκλίνει από τις αρχές και τους κανόνες του αναθεωρημένου ευρωπαϊκού συμφώνου σταθερότητας. Στοχεύει σαφώς στη δημιουργία νέου πλούτου, αποδίδοντας εξαιρετική σημασία στη διεθνοποίηση της ελληνικής οικονομίας και στην εκμετάλλευση των εξελισσόμενων γεωπολιτικών ανακατατάξεων.
Σταθεροί θεσμοί
Ο ίδιος πιστεύει ότι η Ελλάδα πλέον έχει δυνατότητες, δεν είναι μια χώρα αβεβαιότητας, αλλά μια χώρα επενδύσεων μεγάλης κλίμακας, μια χώρα δεξιοτήτων, που μπορεί να αντλήσει δύναμη, όπως λέει, από πολλές πηγές ταυτόχρονα, από την τεχνολογία και τον τουρισμό, από τη βιομηχανία και την παιδεία, από τη δημιουργικότητα των ανθρώπων της και τη σταθερότητα των θεσμών της. Κάπως έτσι συνθέτει και προβάλλει το δόγμα του και το νέο ελληνικό μοντέλο. Δεν είναι τυχαίο ότι έτσι απέκρουσε τις εκτιμήσεις που διατύπωσε πρόσφατα ομάδα ερευνητών του LSE, η οποία απέδωσε την ελληνική οικονομία ως «οικονομία του καφέ», προσανατολισμένη δηλαδή σχεδόν αποκλειστικά στον τουρισμό και εξαρτημένη από τομείς χαμηλής παραγωγικότητας.
Μάλιστα έσπευσε να μεταβεί στο LSE και να απαντήσει διά ζώσης στην ομάδα των κεντροαριστερής κατεύθυνσης ερευνητών, σημειώνοντας ότι η μελέτη του επιφανούς βρετανικού πανεπιστημίου αποτελεί μια χρήσιμη συμβολή, καθώς αναδεικνύει πλευρές της κρίσης που ζήσαμε, όπως η μεγάλη βαρύτητα του τουρισμού και η εστίασή της στη δομή της οικονομίας.
Αντέτεινε ωστόσο ότι κάθε κριτική πρέπει να τοποθετείται στο σωστό πλαίσιο. Εξήγησε έτσι στους ερευνητές ότι η ελληνική οικονομία δεκαπέντε χρόνια μετά τη μεγάλη κρίση του 2009 είναι πολύ διαφορετική και πλέον έχει τους θεσμούς, την αυτοπεποίθηση και την αξιοπιστία να μετεξελιχθεί σε μια προηγμένη, υψηλής παραγωγικότητας και υψηλής προστιθέμενης αξίας, οικονομία.



