Οι εμπνευστές του ευρωπαϊκού οράματος δεν είχαν στο πίσω μέρος του μυαλού τους ότι η Ενωση ενδεχομένως θα κληθεί μελλοντικά να πολεμήσει. Αντιθέτως, κινητήριος δύναμη του σχεδίου ήταν η εξασφάλιση μιας μακράς ειρήνης.

Σχεδόν οκτώ δεκαετίες μετά, κι ενώ μαίνεται η πρώτη ευρεία ένοπλη σύγκρουση επί ευρωπαϊκού εδάφους έπειτα από το 1945, οι «27» οφείλουν να απαντήσουν στα πλέον κρίσιμα – για πολλούς υπαρξιακά – ερωτήματα της Ιστορίας τους: Είναι σε θέση η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) να σταθεί με αξιώσεις στον νέο κόσμο που γεννιέται; Μπορεί να καταστεί αμυντικά αυτόνομη χωρίς τη συνδρομή των Ηνωμένων Πολιτειών;

Τι θα συμβεί αν επόμενος στόχος της Ρωσίας είναι ένα από τα μέλη της;

Η στρατιωτική Σένγκεν και ο ακήρυκτος πόλεμος

Την περασμένη Τετάρτη το Ευρωκοινοβούλιο πραγματοποίησε ένα πρώτο έμπρακτο βήμα υπέρ της κοινής άμυνας. Υπερψήφισε την έκθεση της «στρατιωτικής κινητικότητας» (military mobility) στο πλαίσιο της στρατηγικής της ΕΕ υπό τον εύγλωττο τίτλο «Readiness (Ετοιμότητα) 2030».

Πρόκειται για τη μία εκ των τριών πτυχών του ευρωπαϊκού εγχειρήματος αμυντικής αυτονομίας. Τα άλλα δύο είναι τo γνωστό πρόγραμμα «SAFE» και το θηριώδες «ReArm» ύψους 650 δισ. ευρώ. Αμφότερα αφορούν τον εξοπλισμό των κρατών-μελών με ίδια κεφάλαια αλλά και μέσω δανεισμού.

Ως «Ετοιμότητα» νοείται η χάραξη μιας στρατιωτικής Σένγκεν, εντός της οποίας τα ευρωπαϊκά στρατεύματα θα μετακινούνται στα ανατολικά σύνορα, χωρίς γραφειοκρατικά εμπόδια, εντός λίγων 24ώρων. Για την υλοποίηση του «Readiness» απαιτείται αναβάθμιση των υποδομών (δρόμοι, σιδηροδρομικές γραμμές, αεροδρόμια, λιμάνια).

Δι’ αυτής της οδού, οι δαπάνες για την άμυνα ενδύονται τον μανδύα των αναπτυξιακών έργων, ώστε έστω ορισμένοι από τους δύσπιστους να συναινέσουν στην αύξηση του αμυντικού προϋπολογισμού.

«Σήμερα για να πάει ένα άρμα από το Παρίσι στη Βουδαπέστη απαιτούνται 45 ημέρες» έλεγε αστειευόμενος ένας ευρωβουλευτής στο περιθώριο της Ολομέλειας. Με λίγα λόγια, η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι αυτή τη στιγμή αδύνατο να αντιδράσει αποτελεσματικά έναντι μιας απειλής κατά των εδαφών της. Τα προβλήματα όμως δεν τελειώνουν εκεί.

Οι Ευρωπαίοι υστερούν στην κυβερνοασφάλεια και την τεχνολογία, ενώ υπό τις υπάρχουσες συνθήκες είναι αδύνατο να υπάρξει διασύνδεση, άρα και κοινή δράση, ανάμεσα στις ένοπλες δυνάμεις των «27».

«Βρισκόμαστε εν μέσω ενός ακήρυχτου πολέμου, όχι στο πεδίο, αλλά με κυβερνοεπιθέσεις, αποστολές drones πάνω από αεροδρόμια, επιχειρήσεις παραπληροφόρησης της κοινής γνώμης» λέει στο «Βήμα» αξιωματούχος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ). «Εχουμε έλλειμμα κοινής διοίκησης, δικτύου πληροφοριών και οπλοστασίου αντιμετώπισης των υβριδικών απειλών. Θα μπορέσει η Ενωση να αποκτήσει ποτέ αρχηγό ΓΕΕΘΑ;» αναρωτιέται.

Το διακύβευμα της ενότητας

Το βασικότερο όμως είναι ότι εν μέσω της πολυεπίπεδης κρίσης οι Ευρωπαίοι δεν είναι ενωμένοι. Απαντούν στις προκλήσεις αργά και αναποτελεσματικά. «Μπορούμε να βρούμε την απαραίτητη ενότητα; Για παράδειγμα, οι συνεισφορές στους αμυντικούς στόχους του ΝΑΤΟ εξακολουθούν να διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των χωρών στην ανατολική πλευρά και των μεσογειακών χωρών, όπως η Ισπανία» επισημαίνει στο «Βήμα» ο εσθονός αντιπρόεδρος της Επιτροπής Ασφάλειας και Αμυνας του Ευρωκοινοβουλίου Ρίχο Τέρας.

«Η δημοκρατία είναι οδυνηρά αργή στις αποφάσεις της. Μπορεί να χρειαστούν τιτάνιες διπλωματικές προσπάθειες ώστε τα κράτη-μέλη να δράσουν προς την ίδια κατεύθυνση. Δείτε το παράδειγμα των “παγωμένων” ρωσικών περιουσιακών στοιχείων» επισημαίνει.

«Εχουμε κοινό εχθρό;» αναρωτιέται ο ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Φρέντη Μπελέρης, αναδεικνύοντας το διαφορετικό μήκος κύματος που καταγράφεται εντός του Ευρωκοινοβουλίου, άρα και των ψηφοφόρων, όχι μόνο σε επίπεδο ευρωομάδων αλλά και διακρατικά.

«Οι χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ πιέζουν ασφυκτικά για την ενεργότερη αντιμετώπιση του ρωσικού κινδύνου. Δεν ενστερνίζονται όμως όλοι αυτή τη λογική. Είναι περίπου το ίδιο που συμβαίνει με την Τουρκία. Δεν τη θεωρούν όλοι έναν επικίνδυνο γείτονα» προσθέτει. Οπως, μάλιστα, μας εξηγεί στέλεχος της ευρωομάδας της Αριστεράς, «στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής άμυνας είμαστε πλέον διχασμένοι στον άξονα Βορράς – Νότος».

Σύμφωνα με τον ευρωβουλευτή του ΠαΣοΚ και μέλος της Επιτροπής Ασφάλειας και Αμυνας Γιάννη Μανιάτη είναι οι μεγάλες κρίσεις που οδηγούν την ΕΕ στις δομικές αλλαγές.

«Η επικίνδυνη στροφή της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, ο πόλεμος στην Ουκρανία και η άνοδος των αναθεωρητικών δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο είναι το “καμπανάκι” που θα μας κινητοποιήσει. Οσο πιο γρήγορα συνειδητοποιήσουμε τη νέα γεωπολιτική κατάσταση τόσο πιο γρήγορα η Ευρώπη θα προσαρμοστεί στις συνθήκες» λέει.

Ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, μέλος της ίδιας Επιτροπής, Νίκος Φαραντούρης εντοπίζει έλλειμμα στρατηγικής. «Η Ευρώπη πρώτα πρέπει να διευκρινίσει ποιες απειλές αντιμετωπίζει κάθε μέλος της και να θεσπίσει επιχειρησιακούς μηχανισμούς για τη θωράκιση της εδαφικής ακεραιότητας και της κυριαρχίας των κρατών, πρώτα της Ελλάδας και της Κύπρου» υποστηρίζει.

«Η ακινησία και η στρατηγική αναφορά σε τρίτους καθιστά την ΕΕ δευτερογενή δύναμη. Τι υπερασπιζόμαστε, ποια είναι τα εθνικά συμφέροντα κάθε κράτους, πώς συνδέονται με την κοινή στρατηγική; Αν απαντήσει σε αυτά, τότε η ΕΕ μπορεί να γίνει ισχυρός πόλος στο διεθνές σκηνικό» προσθέτει.

Εσωτερικοί διχασμοί

Οταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, οι Ευρωπαίοι ξύπνησαν(;) από δύο μεγάλες αυταπάτες: τη φθηνή ενέργεια και τη βεβαιότητα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είναι πάντα στο πλευρό τους. Αυτά ανέφερε ο γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς πριν από λίγες ημέρες στο προεδρείο του ΕΛΚ. Η επιστροφή της Γερμανίας στην πολιτική των εξοπλισμών είναι, πράγματι, εντυπωσιακή.

Μπορεί το «ReArm», έμπνευσης και εφαρμογής της προέδρου της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, να έχει βρει τη δυνητική ατμομηχανή του, όμως δεν είναι όλοι οι Ευρωπαίοι στην ίδια σελίδα. Σε πολλούς ακούγεται υπερβολική η άποψη περί «υπαρξιακής απειλής». Δεν πιστεύουν ότι ζουν σε αυταπάτη. Και θεωρούν το ποσό των 650 δισ. ευρώ για την άμυνα (εξοπλισμοί, ενίσχυση ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, τεχνολογία, δίκτυα πληροφοριών) εξωπραγματικά μεγάλο.

«Πρόκειται περί προετοιμασίας πολέμου κατά της Ρωσίας» είναι το επιχείρημα που ακούστηκε επανειλημμένως από τα έδρανα της Αριστεράς, λίγων Πρασίνων, ελάχιστων Σοσιαλδημοκρατών και μεμονωμένων ούλτρα δεξιών. Η Ευρωπαϊκή Ενωση πρέπει να παραμείνει ένα «ειρηνικό σχέδιο», επισημαίνει ο κ. Μανιάτης.

«Είναι ανώφελο να αυξήσουμε τις αμυντικές δαπάνες μειώνοντας ταυτόχρονα την ανθεκτικότητα των κοινωνιών μας» εκτιμά, προτείνοντας τη δημιουργία ενός νέου Ταμείου Ευρωπαϊκής Κυριαρχίας, με κοινό δανεισμό.

«Η παρόξυνση των εξοπλιστικών ανταγωνισμών αυξάνει την ένταση και τον κίνδυνο “ατυχήματος”. Η ΕΕ θα πρέπει πριν μετατραπεί σε πολεμική μηχανή έναντι ενδεχόμενων εχθρών να θυμηθεί ότι υπάρχει στρατός κατοχής σε ευρωπαϊκό έδαφος, την Κύπρο, και να απαιτήσει την αποχώρησή του» υποστηρίζει ο κ. Φαραντούρης.

Ο συνομιλητής μας από τη Left επισημαίνει τον κίνδυνο να δημιουργηθεί απλώς ένας μηχανισμός μεταφοράς πόρων προς αγορά αμερικανικών εξοπλισμών και αποστολής δυνάμεων μόνο προς τα ανατολικά σύνορα.

«Σήμερα το 80% των εξοπλισμών μας έρχονται από τρίτες χώρες, κυρίως τις ΗΠΑ» υπενθυμίζει ο Γιάννης Μανιάτης.

«Πρόκληση και ευκαιρία είναι να αντιστρέψουμε τα ποσοστά, αυξάνοντας τη συμμετοχή της ευρωπαϊκής βιομηχανίας» επισημαίνει. «Διαθέτουμε τους πόρους για να γίνουμε παγκόσμια υπερδύναμη. Με τον πόλεμο στην Ουκρανία ανακαλύπτουμε τις πραγματικές μας δυνατότητες» προσθέτει ο κ. Τέρας.

Η μονομέρεια φύλαξης των ανατολικών συνόρων έχει επισημανθεί πολλάκις από την Αθήνα, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να αναδεικνύει τακτικά την ανάγκη προτεραιοποίησης των δράσεων, όπως για παράδειγμα η προώθηση του έργου ευρωπαϊκής αντιπυραυλικής ασπίδας.

Η συζήτηση όμως δεν είναι δυνατόν να περιοριστεί σε αυτά. Το κεντρικό ερώτημα αφορά τη φιλοσοφία των κρατών- μελών: Είναι οι Ευρωπαίοι διατεθειμένοι να παραδώσουν μεγαλύτερο μέρος της κυριαρχίας τους στις Βρυξέλλες; Διότι σε τελική ανάλυση περί αυτού πρόκειται. Αν η απάντηση είναι «όχι», τότε το όραμα της κοινής άμυνας είναι η επόμενη μεγάλη αυταπάτη. Πάντως, έως το 2030 δεν θα αναμένονται χειροπιαστά αποτελέσματα. Τότε, η κατάσταση μπορεί να είναι διαφορετική.