Για τον Αρη Λεμπεσόπουλο «Η Ράβδος» του Μαρκ Ρέιβενχιλ στάθηκε αφορμή να γυρίσει τον χρόνο πίσω: Να θυμηθεί τον εαυτό του παιδάκι στο σχολείο και μαζί να διατρέξει τις οικογενειακές σχέσεις που τον καθόρισαν. Και κάπου εκεί ξεπήδησε το θέατρο, σαν ένα μικρό φως που του έδειξε τον δρόμο του.

Τι είναι για σας «Η Ράβδος»;

«Οταν το διάβασα, αμέσως μου ήρθε η ανάμνηση της Α’ Δημοτικού που δεν ξέχασα ποτέ: Το χεράκι που άπλωσα – όλα τα παιδιά, κι εγώ όταν ήρθε η σειρά μου – για ραβδισμό, χωρίς να έχω κάνει κάτι. Αλλες εποχές. Με σημάδεψε. Φοβήθηκα. Τον φόβο, τον τρόμο, τα διατήρησα σε όλο το σχολείο. Ο ραβδισμός είναι η αφορμή. Γιατί στην πορεία κατάλαβα ότι είναι και η βία που υπάρχει εντός μιας οικογένειας, χωρίς να εκφράζεται. Η ράβδος είναι μια αφορμή για εσώτερα πράγματα στον πυρήνα του ζευγαριού, της οικογένειας».

Δύσκολες οι οικογενειακές σχέσεις…

«Στην πορεία της ζωής κατάλαβα ότι οι πιο κανιβαλικές σχέσεις είναι οι οικογενειακές. Τα πιο άγρια πράγματα συμβαίνουν εντός της οικογένειας».

Στην δική σας πώς ήταν;

«Εγώ τις πληροφορίες για την οικογένειά μου τις πήρα όταν άρχισε να φεύγει ο πατέρας. Οταν πέθανε η μητέρα, βγήκαν κι άλλες πληροφορίες. Φοβερό. Ετσι άρχισε να κλονίζεται το όποιο οικοδόμημα μιας οικογένειας, φάνηκαν οι ρωγμές, τα ερωτηματικά, όλα. «Ο πατέρας σου μισούσε τον Καββαδία» μου είπε η μάνα μου αφού εκείνος πέθανε. «Ο πατέρας μου γνώριζε τον Καββαδία; Γιατί δεν μου το είπατε ποτέ;». Κι εφόσον εγώ έχω εμπλακεί με μια δουλειά όπως το θέατρο, πες μου, άσε με να μάθω πώς ήταν ο Καββαδίας. Οπως λέει και το έργο «μεγάλα μυστικά, μικρά μυστικά», με την έννοια της σχέσης του ανδρογύνου. Κι έρχεται η μοναχοκόρη να τα γκρεμίσει».

Ολα ξεκινούν από τον καθηγητή στο σχολείο;

«Ναι. Αποκαλύπτεται ότι πριν από χρόνια αυτός ράβδιζε και πάνω που βγαίνει στη σύνταξη και πάει να γίνει μια γιορτή για την αποχώρησή του έρχονται μαθητές και πολιορκούν το σπίτι για αυτό που έγινε χρόνια πίσω. Για αυτόν η ράβδος ήταν μέσο πρακτικό, αν είχες παραβεί τους κανόνες. Κι εγώ, τώρα στα 61 μου, πρέπει να υπερασπιστώ μια πορεία, τις επιλογές μου. Μπορεί να μην ήμουν γενναίος στη ζωή μου, θαρραλέος, τολμηρός, και το εννοώ. Ηρθαν όμως τα παιδιά και γι’ αυτό είμαι περήφανος – έχω δύο γιους».

Δεν θέλει θάρρος το θέατρο;

«Αυτό ναι. Η μόνη μου ηρωική πράξη είναι που είπα στον εαυτό μου «αυτό θα κάνεις». Οταν μου είπε ο πατέρας μου «αστειεύεσαι», ήξερα στο βάθος ότι υπάρχει ένα φωτάκι κι αυτό το φωτάκι με συνόδεψε. Κι είναι γραφικό ότι άντεξα, μην έχοντας «παρέες». Πάντα πίστευα ότι η εσωστρέφειά μου δεν έχει να κάνει με το λαμπερό αυτού του χώρου».

Η πορεία σας είναι αρκετά μοναχική…

«Απόλυτα. Ερημίτης. Με εξαίρεση ότι βρέθηκαν κάποιοι άνθρωποι που, χωρίς κάποιον λόγο, μου έδωσαν έναν ρόλο. Λίγοι ήταν, όπως ο Αντώνης Αντύπας. Οπως και οι πρώτοι ρόλοι που έχω κάνει, λίγοι είναι. Από τη σχολή κρατάω στην ψυχή και την καρδιά μου μόνο την Αλέκα Κατσέλη. Ενας μονόλογος από την «Αντιγόνη» κι ένα ποίημα που άκουσα στο ραδιόφωνο τυχαία, το διάβαζε ο Κατράκης και μ’ άρεσε, του Αιμίλιου Βεάκη, το «Ψυχή βαθιά», με αυτά πήγα για εξετάσεις. Ημουν 18 χρόνων και με τον πατέρα μου δίπλα να λέει πόσο αγαπάει το θέατρο, για να του πει τότε η Κατσέλη, «κύριε Λεμπεσόπουλε, δεν θα γίνετε εσείς ηθοποιός, ο γιος σας θα γίνει». Εναν χρόνο πριν πεθάνει ο πατέρας μου, τον ρωτάει η μάνα μου, «Δημήτρη, δεν ονειρευόσουν να γίνεις ηθοποιός;». Εκανε ένα ελαφρύ κούνημα του κεφαλιού, χωρίς ποτέ να καταλάβω».

Οντως;

«Δεν ξέρω. Σκέψου ότι μπορεί να έκανα κάτι που πέρασε από μέσα του χωρίς ποτέ να το αρθρώσει. Δεν μου είπε ποτέ καμιά κουβέντα, ενώ μου έλεγε πάντα για τους άλλους ηθοποιούς. Παρ’ όλα αυτά κράταγε αρχείο και υπογεγραμμένα με κόκκινο ό,τι καλό είχε γραφτεί για μένα. Νομίζω ότι ήμασταν πολύ κοντά με τον πατέρα μου αλλά δεν βρήκαμε ποτέ τον δρόμο».

Βία στο θέατρο συναντήσατε;

«Ναι, όχι όμως στην τηλεόραση. Για μένα ο θυμός ήταν πιο εύκολος. Εχω πιεστεί κι έχω ανταπαντήσει, λεκτικά, με αποχώρηση. Ο ηθοποιός έχει ένα νευρικό σύστημα, έχει προσωπικά θέματα, άλυτα, γι’ αυτό και κάνει αυτή τη δουλειά. Αρα το πώς θα συνεργαστούμε οι δυο μας είναι ένα ερωτηματικό. Ποτέ δεν είπα το ρήμα «πουλάω» για τη δουλειά μου. Γιατί εγώ – κι αυτό δεν είναι χριστιανικό – δεν είπα ποτέ ότι αξίζω πιο πολύ από σένα, δεν μπορούσα ούτε να το αρθρώσω ούτε να το καταλάβω, ούτε το πίστεψα ποτέ. Μετά κατάλαβα ότι δεν είναι αν τα λες πιο φυσικά απ’ τον άλλον, αλλά είναι και οι κουμπαριές, ποιος σε βάφτισε, ποιο στρατόπεδο έχεις επιλέξει, ποιες είναι οι «παρέες», που λέει και το τραγούδι».

Ποιοι σας καθόρισαν;

«Το 1981, τελειώνοντας τη σχολή, ονειρευόμουν να είμαι με τους ανθρώπους που έκαναν τη «Σπασμένη στάμνα» στο θέατρο Κυκλάδων ή στον Κουν. Με τον Λευτέρη, τον Παπαβασιλείου, τον Μπαντή. Αφού πέθανε ο Λευτέρης βρέθηκα σε αυτό το θέατρο και δούλεψα με τον Καταλειφό, τη Ράνια, τον Γιώργο Σκεύα…».

Χαρακτήρας ή ταλέντο;

«Δεν ξέρω αν βοηθάει ο χαρακτήρας, ούτε ξέρω τι είναι το ταλέντο. Κάναμε μια κουβέντα με τον Μπέζο και κατάλαβα τι θυμάμαι από το παρελθόν στο θέατρο – τα λάθη που έχουν γίνει επί σκηνής, τα γέλια, όταν κάποιος έχασε τα λόγια του, τους ανθρώπους, όταν φαίνονται οι αδυναμίες τους, όταν κλονίζονται. Το αξιοπρεπές το βαριόμουν. Είχε πει ο Κουν, όπως μου είπε ο Μπέζος, ότι όταν τον ρώτησαν στο τέλος τι του λείπει, εκείνος απάντησε, «το απαγορευμένο γέλιο». Μου άρεσε το ευάλωτο του Λευτέρη Βογιατζή, το παιχνίδι, σαν παιδί. Αλλά το ταλέντο, δεν ξέρω τι είναι. Ισως έχει να κάνει και με τον χαρακτήρα. Σκέφτομαι τον Αρη Ρέτσο, μια περσόνα που φαινόταν ότι το σύστημα δεν μπορούσε να δεχτεί. ΄Η τον Νίκο Σκυλοδήμο, που κρεμάστηκε – τον βρήκε η μητέρα του. Δεν είναι εύκολη αυτή η δουλειά».

Πώς διαμορφώνεται η πορεία λοιπόν;

«Εξαρτάται από τις φιλοδοξίες σου, αν θες να βγάλεις λεφτά. Γιατί το να βγάζεις λεφτά ή να είσαι διαρκώς πρωταγωνιστής, είναι κι αυτό ένα μεγάλο ταλέντο. Αλλά δεν θα μπορούσα να κάνω άλλες κινήσεις από αυτές που έκανα, είναι και θέμα χαρακτήρα. Ημουν και φύσει τεμπέλης. Αγαπώ αυτό που κάνω. Δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Σε αυτή την ανελέητη καθημερινότητα μπορεί να δώσω στον εαυτό μου το δικαίωμα για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, μια στις τόσες, κάπου να φύγω, στο ανείπωτο».

Στιγμές ευτυχίας;

«Η πρώτη μου ανάμνηση στιγμής ευτυχίας, παιδάκι, είναι καλοκαίρι, μεσημέρι προς το σούρουπο, κοντά στη θάλασσα. Είναι ωραία, ζεστά, κάποιος μου κρατάει το χεράκι. Και περπατάω κάπου. Και θα ξαναεπιστρέψω εκεί – κύκλοι ανελέητοι».

Η σχέση με τους γιους σας πώς είναι;

«Δεν εξηγώ. Σωπαίνω. Τους λέω ότι τους αγαπάω. Αλλά θα τους πάω σε ένα ωραίο μέρος, μια εκδρομή, να έχουν ωραίες εικόνες. Αυτό όμως έκανε και ο πατέρας μου. Μετά από χρόνια κατάλαβα ότι του οφείλω το ωραίο, αλλά δεν του είπα ποτέ «σ’ ευχαριστώ» – τότε δεν το καταλάβαινα».

INFO «Η Ράβδος» του Μαρκ Ρέιβενχιλ. Σκηνοθεσία – μετάφραση: Γιώργος Σκεύας. Παίζουν: Αρης Λεμπεσόπουλος, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Τατιάνα Παπαμόσχου. Θέατρο Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής, από 14 Φεβρουαρίου